Κοίταζε με κρυμμένη αηδία τον κοντόχοντρο ανθρωπάκο με τα γκρίζα κοντοκουρεμένα μαλλιά και το ψεύτικο χαμόγελο, σαν να είχε μπροστά του όχι άνθρωπο, μα ένα σακκούλι γιομάτο βδέλλες.
- Ποιανού ιδέα ήταν; ρώτησε με δήθεν απορημένη φωνή. Ήξερε πως δεν ήταν απλώς ιδέα κάποιου, μα συλλογική απόφαση.
Ο Γιάννος Βατάτζης ποτέ δεν υπήρξε αυτό που λέμε στη καθομιλουμένη "το συνετό παιδί". Το παιδί δηλαδή που από μικρός έδειχνε οτι θα πήγαινε πολύ ψηλά. Η μάνα του - θεός σχωρέστην - κάθε τρείς και λίγο έπαιρνε σβάρνα τις αλάνες της Νέας Ερυθραίας για να τον μαζέψει απ' τα ποδόσφαιρα και τα κυνηγητά με τους άλλους "μπόμπιρες", μη τυχόν και τον ξαναφέρουν πάλι πίσω με κανένα σπασμένο κεφάλι ή γόνατο. Ανυπάκουος, επαναστάτης, πνεύμα αντιλογίας και ανήσυχος απο πιτσιρίκος, πολλές φορές ένοιωθε πως δεν τον χώραγε ο τόπος.
Τα βράδια, σαν γύρναγε λαχανιασμένος και "κόκκινος" απ' τη τρεχάλα και το παιχνίδι, έτρωγε με βουλιμία το - συνήθες - όσπριο που τού βαζε η μάνα του, έλεγε κανα δυό βιαστικές κουβέντες και μετά κλεινότανε στη κάμαρά του και στα βιβλία του. Ενα μυστήριο πράγμα! μόνο καταπονημένος σωματικά μπόραγε να αφομοιώσει ό,τι διάβαζε. Οι δάσκαλοί του στο σχολείο είχαν να το λένε, η μάνα του το ίδιο. Ο πατέρας; Ο πατέρας, ο κυρ-Δημητρός ο δάσκαλος, είχε φύγει δυστυχώς πολύ νωρίς. Ανένταχτος αριστερός ("αναρχοκομμουνιστή" τον είχαν αναφέρει στο φάκελλό του οι ασφαλίτες), πνεύμα λέυτερο, έσβησε μια νύχτα τ΄Αυγούστου, πνιγμένος στο πυρετό, στο κελλί 45 της Γυάρου προτού κάν ακόμη μάθει πως η γυναίκα του είχε φέρει στον κόσμο τον Γιάννο του, τον γιό του. Αγρια χρόνια, απάνθρωπα...
Ο θάνατος του κυρ-Δημητρού είχε για τα καλά στοιχειώσει μέσα στη ψυχή και στο νού του Γιάννου. Η μάνα του δε του είχε πεί μια και καλή τις λεπτομέρειες, μα σιγά-σιγά, με τα χρόνια. Καθώς ο Γιάννος της μεγάλωνε, κάθε τόσο του αποκάλυπτε και νέες λεπτομέρειες για τον "γέρο" του και τη δράση του. Στον πόλεμο, στη Κατοχή, στην Αντίσταση, στους διωγμούς, στις φυλακές και τις εξορίες. Ετσι λάτρεψε με τόσο πάθος την Ιστορία ο Γιάννος. Απ τις διηγήσεις της μάνας του.
Χρόνια την "έψηνε" τη φουκαριάρα να του πάρει με δόσεις την Ιστορία του Ελληνικού Εθνους του Παπαρρηγόπουλου κι εκείνη, παρά τις δυσκολίες, δε του χάλασε το χατήρι. Με χίλιες - δυό στερήσεις και απο γνωστό της πλανώδιο πωλητή βιβλίων, τα κατάφερε και του την έκανε δώρο στα δέκατα πέμπτα γενέθλιά του, κάνοντάς τον τον πιο ευτυχισμένο γιό της γής! Η Ιστορία του Παπαρρηγόπουλου σταμάταγε λίγο μετά την επανάσταση του 21 και με τις νέες προσθήκες έφτανε μέχρις τα 1922, μα δεν είχε σημασία.
- Την υπόλοιπη μάνα, μια μέρα θα τη γράψω εγώ, μέσα απ τα μάτια του πατέρα μου...
Ετσι της είπε κι έτσι λογάριαζε να κάνει. Μα μέχρι τα τώρα, δε τα είχε καταφέρει. Θες η σκληρή δουλειά, οι υποχρεώσεις, οι σπουδές, η Αμερική, οι θυελλώδεις ερωτές του, οι ευθύνες της εδρας του καθηγητή Οικονομικής Ιστορίας και Οικονομολογίας στο Καίμπριτζ, οι μετέπειτα πολιτικοί αγώνες του με τους σοσιαλιστές, η έδρα του βουλευτή και αργότερα του υπουργού, πού χρόνος. Μα αυτό ήταν κάτι σαν τάμα. Ενα τάμα στον πατέρα του, στον εαυτό του και στην ίδια τη πατρίδα...
- Τίνος ιδέα ήταν; ξαναρώτησε με πιο αυστηρή φωνή τον κοντόχοντρο ανθρωπάκο.
- Πάντως όχι δική μου, μη βαράς, έκανε χαμογελώντας ο "ανθρωπάκος". Εγώ δεν θα σε χαράμιζα έτσι εύκολα. Όμως, όπως ξέρεις, όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί σε εκτιμούν. Είσαι - αυτό που λέμε - "υπεράνω". Παλιά καραβάνα στη δική μας πιάτσα και Οικονομολόγος απο τους λίγους. Και το κυριότερο...
Σταμάτησε και έβγαλε ένα πακέτο με τσιγάρα απ τη τσέπη του και κάνει να ανάψει ένα.
- Σε πειράζει;
Ο Γιάννος γνέφει αρνητικά.
- ...και το κυριότερο, "δικός μας" άνθρωπος, ολοκλήρωσε, φυσώντας με δύναμη τον καπνό. Αυτή η χιτλερική πουτάνα κι ο άλλος ο μουσιού χλεχλές δεν έχουν καμμιά αντίρρηση, μιας κι ο προηγούμενος, ο "δικός τους", τα θαλάσσωσε. Μα ήταν δυνατόν βρε Γιάννο να προχωρούσε; Οχι σε ρωτάω, ήταν; Εγώ τους το φώναζα απο τη πρώτη στιγμή! Ε, ύστερα απο δυό μήνες, να τα αποτελέσματα. Επρεπε να καεί το Σύνταγμα και πάλι για να το καταλάβουν.
Ο Γιάννος άναψε κι αυτός τσιγάρο. Για κανένα δύλεπτο, επικρατούσε βουβαμάρα. Μόνο οι συρτοί ήχοι απ το κάπνισμα σπάγανε τη σιωπή. Ο Γιάννος έσπευσε προς το παράθυρο και το άνοιξε. Ο παγωμένος αγέρας του Φλεβάρη του χάιδεψε το πρόσωπο. Κορναρίσματα και οχλοβοή γέμισαν τα αυτιά του. Αναστέναξε.
- Γιατί εγώ Γρηγόρη; Το ξέρεις οτι δεν είμαι κι ούτε ποτέ θα γίνω ..."δικός σας". Οπότε παράτα τις τσιριμόνιες και μίλα καθαρά. Πάνε πολλά χρόνια απο τότε που τραγουδούσαμε μαζί το "Καλημέρα Ηλιε" κι απ τους δυό μας, ο μόνος που το εννοούσε ήμουν εγώ. Μέχρι πριν απο δέκα χρόνια, σχεδόν όλη η κομματική επιτροπή ήθελε την κεφαλή μου επι πίνακι και το κατάφερε. Κι ένας απο αυτούς ήσουν κι εσύ. Γιατί λοιπόν τώρα εγώ; Τίνος το παιχνίδι θα παίξω; Το δικό σας; Της χιτλερικής πουτάνας; Του μουσιού; Του ΔΝΤ; Των τραπεζών; Ποιανού; Και προπάντων, γιατί διάλεξαν εσένα να μου το πείς;
Ο "ανθρωπάκος" εξακολουθεί να χαμογελάει μ' αυτό το αηδιαστικό χαμόγελο, σε βαθμό που σού' ρχεται να του σπάσεις τα μούτρα.
- Γιάννο, ΕΙΣΑΙ δικός μας. Ο,τι κι αν έγινε τότε, ό,τι κι αν έκανες τότε, είσαι και θα εξακολουθείς να είσαι ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ. Το ξέραμε όλοι μας οτι παρήστανες τότε τον δόν Κιχώτη όταν και κυνήγαγες τους άλλους για διαφθορά. Το μόνο που δε ξέραμε ήταν για τα συμφέροντα τίνος το έκανες. Ωσπου καταλάβαμε πως δεν ήταν τίποτε άλλο απο το ξερό σου το κεφάλι. Δεν ήξερες ότι θα σε βάζανε τότε οι άλλοι στο ψυγείο; Υπουργός μια ολόκληρη τετραετία ήσουν ρε αδερφέ! Και κατάφερες το ακατόρθωτο! Να κάνεις τους πάντες εχθρούς σου! Απ΄τα κανάλια μέχρι τον πρόεδρο! Το οτι σε κρατούσαν οι άλλοι στο κόμμα, ήταν γιατί είχες έρισμα στο κόσμο. Σε προόριζε η βάση για αρχηγό! Ε, ό,τι ακολούθησε ήταν επόμενο! Βαρούσες γροθιά στο μαχαίρι κι αυτό δεν άρεσε σε κανέναν! Απορώ αδερφέ μου, με τέτοια μυαλά, πως μπήκες στη πολιτική! Δε τό ξερες οτι μια μέρα θα σε σταύρωναν; ... Αλλά τι τα θέλουμε πια όλα αυτά και τα θυμόμαστε, τι σημασία έχουν πλέον. Εδώ σου παρουσιάζεται μια τρομερή ευκαιρία. Θα ηγηθείς εσύ της μεταβατικής κυβέρνησης που θα πάει τη χώρα σε εκλογές και είσαι το μόνο πρόσωπο απο τον πολιτικό κόσμο που είσαι αποδεκτός από το λαό. Είμαστε στα πρόθυρα εμφυλίου κι εσύ αυτή τη στιγμή είσαι ο μόνος που μπορεί να εγγυηθεί την ομαλότητα για αδιάβλητες εκλογές.
- Ο μόνος;
- Ναί, γιατί απορείς. Φυσικά ο μόνος. Αποδέξου την ευκαιρία, κάνε το καθήκον σου και μετά φύγε. Ενα σωρό πανεπιστήμια σε ζητάνε, ενα σωρό ιδρύματα απ όλο τον κόσμο. Κι εσύ, εδώ και δέκα χρόνια, σαπίζεις εδώ μέσα θαρρείς και είσαι μούμια. Δε λέω, στο πανεπιστήμιο το δικό μας είσαι, αλλά διάολε, αξίζεις για πολύ πιο πάνω!
- Δηλαδή, εν ολίγοις, μου ζητάς να γίνω η σανίδα σωτηρία σας; Αυτό είναι;
- Μη λές ανοησίες. Δεν πρόκειται να γίνεις η σανίδα σωτηρίας κανενός. Απλά, επειδή πολλά λέγονται και ψιθυρίζονται, εσύ απλώς θα είσαι η εγγύηση. Τίποτε λιγότερο η περισσότερο. Ο τόπος χρειάζεται ενότητα Γιάννο και μιας και τό' φερε έτσι η τύχη κι ο κλήρος έπεσε σε σένα, σε συμβουλεύω να το δεχτείς. Για το δικό σου καλό.
- Και για το δικό σας, τον έκοψε με μιας ο Γιάννος.
Ο άλλος έσβησε το τσιγάρο του χωρίς να μιλήσει και προχώρησε προς τη πόρτα. Κοντοστάθηκε και γύρισε προς το μέρος του Γιάννου.
- Στις τρείς σε περιμένουν οι πολιτικοί αρχηγοί με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Να είσαι στην ώρα σου. Έτσι κι αλλιώς, είναι δυό βήματα από δω, ούτε αυτοκίνητο δε θα χρειαστείς.
Χαμογέλασε και πάλι με κείνο το σπαστικό χαμόγελο.
- Αλήθεια, δε σε ρώτησα ποτέ μου. Αληθεύουν αυτές οι φήμες που κυκλοφορούσαν τότε πως κατάγεσαι απο βυζαντινή γενιά; Ποτέ δεν τις επιβεβαίωσες.
Ο Γιάννος κρατήθηκε δύσκολα για να μην του ορμήξει. Ένοιωσε τις παλάμες του να ιδρώνουν μες τις τσέπες του. Πέταξε μόνο ένα ξερό "θα είμαι στην ώρα μου" και του γύρισε τη πλάτη καθώς ο άλλος έφευγε.
Ξαφνικά ένοιωσε έναν αφόρητο πόνο στα μηνίγγια. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του, έχωσε το πρόσωπό του στις ιδρωμένες παλάμες του κι ακούμπησε στον τοίχο. Τι παιχνίδι παίζουν; Γιατί αυτόν; Είναι παγίδα, σίγουρα είναι παγίδα, γιατί όμως; Οχι, δεν μπορεί να είναι ο λόγος οι εκλογές, κάτι άλλο παίζει. Κάτι άλλο, που θέλουν να του το φορτώσουν στις πλάτες και μετά να τον ρίξουν βορά στο μανιασμένο πλήθος για να τον ξεσκίσει. Δεν μπορεί έτσι, από το πουθενά, να τον θυμήθηκαν όλοι, ακόμη και η χιτλερική καριόλα. Ο κόσμος είναι ευκολόπιστος και σήμερα, ακόμα χειρότερα, είναι και μπερδεμένος. Εδώ πολλοί έχουν φτάσει στο σημείο να μνημονεύουν ακόμα και την ίδια τη ...χούντα! Να βγαίνει - αν είναι δυνατόν(!) - αυτό το τέρας δικαιωμένο για τις...πράξεις του! Αυτά τα ψυχοπαθή καθάρματα, έφτασαν στο σημείο, κοντά σαράντα χρόνια μετά, να θεωρούνται...δικαιωμένοι! Γιατί αυτοί που τους διαδέχτηκαν, αποδείχτηκαν ίσως πολύ χειρότεροι απο δαύτους!
"Είμαι κι εγώ άραγε μέσα σ΄αυτούς;" μονολόγησε. Ενα κρύο ρεύμα διαπέρασε τη σπονδυλική του στήλη. "Οχι, εγώ κάποτε φώναξα, ούρλιαξα, αλλά ήμουν μόνος. Τι μπορούσα να κάνω παραπάνω απ αυτό που έκανα;"
Ο κόσμος γύρω του άρχισε να στροβιλίζει επικίνδυνα. Στηρίχτηκε πιο δυνατά στον τοίχο για να μην πέσει. Οχι, τώρα πρέπει να συμμαζέψει το νού του. Εχει δίκιο αυτό το κάθαρμα, είναι η ευκαιρία του. Είναι η ώρα η δική του. Αλλά όχι όπως το νομίζει αυτός και οι άλλοι. Απλά, είναι η ώρα της πατρίδας. Και κάποιοι, του την πρόσφεραν στο πιάτο.
Το δροσερό μαγιάτικο αεράκι που ρχότανε απ τον Κεράτιο τον έκανε να ανατριχιάσει. Κρύωνε; Η απλώς ήταν άλλου είδους ανατριχίλα; Ολα εδώ μοιάζαν μαγικά. Ακόμη και η εκνευριστική μουσική που έβγαζε το τουμπερλέκι του πιτσιρικά λίγα μέτρα πιο πέρα, που ξεκούφαινε τους περαστικούς, απαιτώντας μ΄αυτόν τον τρόπο να τον προσέξουν και να του ρίξουν καμμιά δεκάρα για τον βραδυνό του πατσά. Ολα εδώ μοιάζαν μαγικά. Οι γλάροι που κράζαν ευτυχισμένοι έχοντας καταπιεί ήδη κάποιο φουκαριάρικο ψαράκι, οι μαούνες που μπαινόβγαιναν ασθμαίνοντας στη μικρή και στενή αυτή λουρίδα θάλασσας, ακόμη και τούτος εδώ ο Μεχμέτ, με τα πατομπούκαλα γυαλιά που φόραγε και τη στραβή "οθωμανική" μύτη. Ολα μοιάζαν μαγικά. Γύρισε το βλέμμα του προς τα πίσω και κοίταξε για χιλιοστή φορά το θεοδοσιανό τείχος που ορθόνοντας, αγέρωχο, μέσα στις χιλάδες μερόνυχτα ζωής που είχε. Λαβωμένο απο τις μπαρουτιές των πυροβόλων του Ουρβανού και το ανελέητο μαστίγωμα του αμείλικτου χρονου, αλλά πάντα όρθιο κι αγέρωχο. Περιμένοντας κι αυτό, όπως κι η μεγάλη Εκκλησιά, εκείνον που ταξε ο Θεός στη μπαιλτισμένη απ' το κλάμα Παναγιά τότες, τη φοβερή εκείνη μέρα της φωτιάς, σαν σήμερα. Περιμένοντας Εκείνον, που θα ανάσταινε το Γένος, ύστερα απο χρόνια και καιρούς. Το Γένος, που θα ξέπλενε με τα δεινά της τιμωρίας του απ τις ορδές των βαρβάρων, τις αμαρτίες αιώνων. Εκείνον, που τραγουδήθηκε σαν θρύλος αιώνες τώρα. Εκείνον, που έμεινε τραγουδισμένος ως "Μαρμαρωμένος Βασιλιάς".
Η τούρκικη ρακή και το πικάντικο σουτζούκ στα κάρβουνα του καίγανε τα σωθικά. Δεν έχουν το θεό τους τουτοι δώ οι σκυφτογλύφτηδες τουρκαλάδες, πουλιούνται κυριολεκτικά ακόμη και σ΄έναν "οχτρό" τους για μια χιλιάδα δραχμές ή για ένα δεκαδόλλαρο. Τους κοίταζε χαιρέκακα, που σκοτώνονταν να ικανοποιήσουν την κάθε απαίτησή του, που έσκυβαν το κεφάλι και μυξόκλαιγαν υποκριτικές "συγνώμες" στην κάθε του παρατήρηση που 'βγαινε απ το στόμα του σε άπταιστα τουρκικά. Μέχρις κι ο ίδιος ο ιδιοκτήτης, ενας μαυριδερός ασιάτης με δυο χαλασμένα μπροστινά δόντια ήρθε να ρωτήσει αν είναι ευχαριστημένος απο το...servic! "Hizmet efendim memnun musunuz?" και άλλα τέτοια υποκριτικά που σού 'ρχεται να τον κλωτσήσεις απο αηδία.
Ο Μεχμέτ κατέβασε μονορούφι τη ρακή απ το ποτήρι του και το κοπάνησε πάνω στο τραπέζι. Ητανε φανερό πως είχε ξεπεράσει εδώ και ώρα τα όρια του επιτρεπτού για το αλκοόλ. Τα μάτια του είχα ώρα που είχαν γίνει κόκκινα, τα χέρια του ψιλοτρέμανε, όχι απ το αγέρι, μα απ το δυνατό ποτό που είχε γίνει ένα με το αίμα του.
- Σείς οι τωρινοί Γιουνάνοι είστε μπουνταλά ασκέρ. Δεν πιστεύετε. Δε τιμάτε τις παραδόσεις σας. Ξεφτύσατε. Μα ο Αλλάχ σας αγαπάει. Δε ξέρω γιατί, μα σας αγαπάει. Τη δική σας φάρα θέλει να βασιλέψετε, όχι τη δική μας... Εμείς θα χαθούμε μια μέρα!...
Ξαναβάζει ποτό στο ποτήρι του και τραβάει μια γρήγορη γουλια. Ενας ξερόβηχας τον πνίγει απ το ποτό που απότομα καθώς κύλησε μέσα του, του καψε το λάρυγγα.
- Για εσάς φυλάει τη καλή ρακή. Δε το πιστεύεις ε;
Σκύβει κοντά στον άλλον, σε σημειο να νοιώθει την γεμάτη πιοτίλα ανασεμιά του.
- Είδα τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, λέει και μια υποψία απο δάκρια λαμπιρίζει στα μάτια του. Οχι στον ύπνο μου, στον ξύπνιο μου ηλίθιε Γιουνάνη!
"Παίζει μαζί μου το τσογλάνι, δεν εξηγείται αλλοιώς! Εχει μεθύσει και παίζει μαζί μου! Κατάλαβε τις σκέψεις μου και θέλει να με ξεφτυλίσει. Αλλη μια κουβέντα να πεί θα του σπάσω τα μούτρα"
- Τον είδα γαμώτο μου! Μου τον έδειξε ο θείος μου προτού πεθάνει! Ήξερε το μέρος! Ήξερε που βρίσκεται!
"Κόφτο γαμημένο κοπρόσκυλο, βούλωστο!"
- Θες να μου δώσεις μια στη μούρη ε; Κάνε το, αλλά εγώ τον είδα!... Θα σου πω μιαν ιστορία... Την ιστορία μου... Αυτή που δε σου είπα ποτέ...
"Πού το πάει ο τουρκαλάς, μεθυσμένος σκνίπα είναι ή τον παριστάνει;"
- Πάνε δέκα χρόνια απο τότε... Ο θείος μου ήταν Αρχαιολόγος απο τους λίγους. Τον έτρωγε πολλά χρόνια η παράδοση αυτή. Σαν να έψαχνε κάποιος δικός σας το Αγιο Δισκοπότηρο! Ζήτησε και πήρε την επιμέλεια και τη συντήρηση της ΑγιαΣοφιάς και των τειχών ενα γύρω. Διάβαζε και επεξεργαζόταν χιλιάδες χριστιανικά κείμενα που αφορούσαν το πράγμα. Έσκαβε κρυφά τα βράδια, ώσπου βρήκε ένα λαγούμι, ενα πηγάδι, πέντε μέτρα κάτω απ την Αγιά Σοφιά. Το κατέβηκε μόνος του. Δε ξέρω τι είδε. Την άλλη μέρα ήρθε στο σπίτι να μας δεί. Ήταν κάτωχρος. Άσπρος σαν το πανί. Ζήτησε απ το πατέρα μου το αμάξι του και δυο κάσες τρόφιμα. Εξαφανίστηκε για κάνα δυό μήνες. Κανένας δεν ήξερε που ήταν. Ενα βράδυ γύρισε. Ηρθε σπίτι. Ήμουνα μόνος. Οι γονείς μου είχαν πάει σε ένα γάμο και ξενύχτησαν εκεί. Μου είπε "Μπορείς να κρατήσεις ένα μυστικό; Εγώ δε θα ζήσω για πολύ ακόμα. Είμαι άρρωστος. Και θέλω να το περάσω σε σένα. Μπορείς; Έχεις το κουράγιο;" "Μπορώ", του λέω εγώ. Μπήκαμε στο αμάξι. Οδηγούσε με τρεμάμενα χέρια. Φτάσαμε στο Σουλτάν Αχμέτ. Αφήσαμε το αμάξι και προχωρήσαμε με τα πόδια. Με πήγε απο πίσω, απο ένα πέρασμα που κανείς δεν ήξερε και βγήκαμε στα πίσω της μεγάλης εκκλησιάς. Εκεί, με κατέβασε μπροστά σε μια μικρή σιδερόφραχτη πορτούλα, την άνοιξε με ειδικό κλειδί και κατεβήκαμε σε ένα πέρασμα. Ετρεμα απ το φόβο μου. Ολο τον ρώταγα τι θα δούμε και τι θα δούμε και συνέχει μου βούλωνε το στόμα. Ο αγέρας μύριζε μούχλα και σαπίλα. Ύστερα απο ώρα, βρέθηκα μπροστά σε ένα πηγάδι τόσο στενό, που ίσα χώρα γα να μπώ στη τρύπα. Με έσπρωξε κι ακολούθησε κι αυτός. Δε ξέρω πόση ώρα κατεβαίναμε. Γλίστρησα σε μια στιγμή και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στον πάτο. Και τότε τον είδα. Τον είδα σου λέω! Ηταν ξαπλωμένος, πάνω σε μια κατάλευκη μαρμάρινη σαρκοφάγο. Τρόμαξα. Το σκούντηγμα του θείου μου με συνέφερε. Εριξε όλο το φώς του φανού πάνω στο εύρημα. "Τί είναι αυτό;", τον ρώτησα τρέμοντας. "Αυτό είναι το Αγιο Δισκοπότηρο των Γραικών", μου είπε. "Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς! Ελα να δείς, προχώρα πιο κοντά. Βλέπεις το δέρμα του; Εχει αρχίσει να ροδίζει. Δεν είναι πια πέτρα. Κοίτα το σπαθί του. Το μισό έχει βγεί απ το θηκάρι. Ο θρύλος λέει πως αν το σπαθί βγεί ολόκληρο απ τη θήκη, οι Γραικοί θα ξαναπάρουν τη Πόλη και μείς θα αφανιστούμε! Τ' άκουσες;" Αρχισε να με ταρακουνάει. Μου μίλαγε θαρρείς και ήταν απόκοσμος. Η φωνή του ακουγόταν σαν απο φάντασμα. Ωγράντισα! Αρχισα να τρέχω κι ανέβαινα με ορμή το πηγάδι. Ετρεχα να φύγω με όση δύναμη μου έμεινε. Ετρεχα, έτρεχα... Κι ακόμα τρέχω...
Εβαλε τα κλάμματα. Παράτησε το ποτήρι και σήκωσε το μπουκάλι. Η ρακή έτρεχε απ τα χείλη του μουσκεύοντας το πουκάμισό του.
- Απο τότε δεν ξαναείδα το θείο μου. Σκοτώθηκε την άλλη μέρα. Στούκαρε πάνω σ' ένα φορτηγό, στα περίχωρα, πέρα απ το Γαλάτα. Ούτε το σώμα του δε βρήκαν για να θάψουν. Μόνο μια μάζα αίματα και σάρκες. Εγώ μόνο ξέρω. Κανείς άλλος. Γι αυτό σου είπα να έρθεις. Γι αυτό έπιασα φιλίες μαζί σου στο πανεπιστήμιο. Για να 'ρθει μια μέρα να στο πώ. Κι αυτή η μέρα είναι σήμερα.... Πριν έρθεις, πήγα να βρώ εκείνη τη πορτούλα τη σιδερένια που οδηγούσε στο πέρασμα. Την είχαν κλείσει με τσιμέντο και σίδερο. Δεν έχω αποδείξεις γι αυτά που είδα και γι αυτά που σου είπα. Στα είπα όμως γιατί έπρεπε. Και γιατί δε ξέρω αν κι εγώ θα έχω τη τύχη του θείου μου. Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς άρχισε το θανατικό με εκείνον. Μπορεί να είμαι εγώ ο επόμενος...
"Εντάξει. Είναι τύφλα στο μεθύσι, δε ξέρει τι λέει και είναι του θανατά πληγωμένος που τον παράτησε η Οσκάλ."
- Παραήπιες Μεχμέτ. Ελα, θα σε πάω σπίτι προτού σωριαστείς εδώ απογεματιάτικα.
Ο Μεχμέτ χαμογέλασε και τσίτωσε το βλέμμα του πάνω στο βλέμμα του άλλου.
- Δε με πιστεύεις, ε; είπε και κατέβασε άλλες δυό γουλιές ρακή απ το μπουκάλι.
Ο ήλιος πέρα στο Γαλατά είχε για τα καλά κρυφτεί. Μόνο οι χρυσοκόκκινες ακτίδες του σκορπούσαν μια πανδαισία χρωμάτων πέρα στον ορίζοντα. Ο αγέρας έγινε πιο κρύος.
- Κάποιοι στη σχολή μου πέταξαν οτι κρατάς απο βυζαντινή γενιά. Αν είναι αλήθεια αυτό, καλά θα κάνεις να πιστέψεις! Οι παππούδες σου θα ντρέπονται για σένα και για την ηλιθιότητά σου, που έμαθες την αλήθεια απο μένα κι όχι απο μόνος σου και το χειρότερο, δε τη πίστεψες κιόλας!
Ολοι τον κοίταζαν με σκεπτικισμό αλλά και μια δόση περιέργειας. Προηγουμένως είχε ιδιαίτερες συναντήσεις με όλους. Η ίδια πάντα διαβεβαίωση. "Είσαι αυτή τη στιγμή η μοναδική μορφή ενότητας για να οδηγηθούμε με ομαλότητα στις εκλογές".
Υποκρισία.
Ενα παραμυθάκι που πλασάρουν όλοι μαζί, λέγοντας το ίδιο ακριβώς μότο παίζοντας το παιχνίδι τους πάνω στις πλάτες του. Καμμία ενότητα δε παίζει. Το παιχνίδι τέλειωσε. Οι υπογραφές είχαν πέσει, τα χαρτιά και τα μνημόνια είχαν υπογραφεί εδώ κι ένα μήνα. Η Ελλάδα είχε ήδη ξεπουληθεί. Οι τοκογλύφοι ήδη μοίραζαν φιλέτα, έκαναν υπολογισμούς, τσακώνονταν μεταξύ τους ποιός και τί θα πρωτοπάρει. Και τούτοι δώ, απλά προσπαθούσαν να διαφυλάξουν το μέλλον τους. Να εξασφαλίσουν το μισθό και τις θέσεις τους. Να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Τι γύρευε με όλους αυτούς εδώ; Ενοιωθε σαν τη μύγα μεσ΄το γάλα. Σε μια στιγμή ζαλίστηκε. Σαν ο αέρας μέσα στο Μέγαρο να ήταν μολυσμένος. Τον συνέφερε η φωνή του Προέδρου.
- Οι πολιτικοί αρχηγοί συμφωνούν να σας παραδώσουν την πρωθυπουργία κύριε Βατάτζη. Εσείς τι πιστεύετε, θα τα καταφέρετε;
Ο Γιάννος πήρε βαθιά ανάσα και σηκώθηκε όρθιος.
- Πιστεύω πως ναί κύριε Πρόεδρε. Αλλωστε, δεν θα είναι μακρύ το διάστημα, όπως συζητήσαμε. Το έργο που θα επιτελέσει η κυβέρνησή μου είναι μικρό και συγκεκριμένο. Υπηρεσιακή κυβέρνηση και ομαλή διεξαγωγή των εκλογών. Θα προσπαθήσω για το καλύτερο, να είστε βέβαιος.
Ο Ρωμανός τον κάρφωσε με ένα δηλητηριώδες χαμόγελο.
- Ξεχάσατε να μας πείτε "ευχαριστώ" κύριε Βατάτζη!
- Για ποιό πράγμα κύριε Ρωμανέ;
- Για την τιμή που σας κάναμε ασφαλώς! Ουτε κάν τον Πρόεδρο δεν ευχαριστήσατε! Δεν είναι και μικρό πράγμα να γίνεσαι πρωθυπουργός απ τη μιά στιγμή στην άλλη, έστω και υπηρεσιακός, έτσι δεν είναι;
- Επιτρέψτε μου να σας ευχαριστήσω στο τέλος της ...θητείας μου κύριε πρόεδρε του Σοσιαλιστικού Κινήματος, να είστε απολύτως βέβαιος γι' αυτό! Άλλωστε, δεν σας παρακάλεσα εγώ για κάτι τέτοιο, ως τα χτές σείς προσωπικά αγνοούσατε και την ύπαρξη μου! Αλλοι με πρότειναν κι εσείς απλώς συναινέσατε, σωστά; Το να σας ευχαριστήσω απο τώρα, δε νομίζω οτι έχει και πολλή σημασία. Σημασία έχει το αποτέλεσμα. Ελπίζω να είναι θετικό, μιας και μου παραχωρήσατε τη δυνατότητα να σχηματίσω κυβέρνηση με άτομα της απολύτου εμπιστοσύνης μου.
- Κι εμείς το ελπίζουμε κύριε Βατάτζη, είπε με τρεμάμενη φωνή ο Πρόεδρος. Θα ήθελα λοιπόν να μου παραδώσετε τα ονόματα των μελών της κυβέρνησής σας το συντομότερο δυνατόν καθώς επίσης και το προεδρικό διάταγμα.
Ο Βατάτζης κατάλαβε πού το πήγαινε το γεροντάκι αυτό που είχε απέναντί του και έσπευσε να τον καθησυχάσει.
- Μείνετε ήσυχος κύριε Πρόεδρε. Ολα θα γίνουν όπως προβλέπονται απο το Σύνταγμα. Και τώρα, παρακαλώ να μου επιτρέψετε, πρέπει να πάω στο γραφείο μου και να γίνουν οι σχετικές δηλώσεις στον Τύπο.
Οι τρείς πολιτικοί αρχηγοί αντάλλαξαν βλέμματα ηρεμίας. Δεν είχαν λόγους να ανησυχούν για οτιδήποτε.
'Η μήπως είχαν;
Ο Δημήτρης Στρατάκης δεν ήξερε καν γιατί πήγε σε αυτό το ...ραντεβού. Και το πλέον χειρότερο ήταν οτι δεν μπορούσε να αρνηθεί. Εδώ οι ασφαλίτες τον πήραν σχεδόν "σηκωτό" μπροστά απο το μικρόφωνο, μεσούσης της ραδιοφωνικής εκπομπής του. Αρον-άρον που λέμε. Για αρνήσεις ήταν τώρα; Τον κοίταζε κανένα πεντάλεπτο χωρίς να μιλάει, που δούλευε πάνω στα χαρτιά του και στον υπολογιστή. "Μηνύματα θα στέλνει", σκέφτηκε. "Αλλόκοτος τύπος, μ' έχει στημένο εδώ και πέντε λεπτά κι ούτε μπήκε στο κόπο να μου απευθύνει το λόγο. Τι σόι παιχνίδι παίζει άραγε;"
Κάποια στιγμή, ο Βατάτζης σηκώνεται όρθιος. Ο Στρατάκης τον κοιτάξε περίεργα. Ο Γιάννος τον προλαβαίνει.
- Είναι πιο άνετα εκεί, στις πολυθρόνες, δε νομίζετε κύριε Στρατάκη;
Ο Βατάτζης δεν περιμένει απάντηση και με σταθερό βήμα κατευθύνεται προς το σαλονάκι του πρωθυπουργικού γραφείου. Ο άλλος τον ακολουθεί με την περιέργεια να του σπάεί ήδη τα νεύρα.
- Ακόμα προσπαθώ να μαντέψω το λόγο για τον οποίο με κουβαλήσατε ώς εδώ κύριε πρωθυπουργέ αλλά δε τα καταφέρνω. Θα με βοηθούσατε πολύ αν μου λέγατε ανοιχτά το λόγο για τον οποίο βρίσκομαι εδώ.
- Μα είναι απλό κύριε Στρατάκη. Σας ακούω καθημερινά στο ραδιόφωνο και μάλιστα μια φορά έτυχε να έρθω κι εγώ σε μια απο τις συγκεντρώσεις σας. Είστε απο τους καλύτερους οικονομολόγους και άριστος γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας. Θέλω να πιστεύω οτι είστε κι έντιμος κι οτι δεν κατευθύνεστε απο κάποια κέντρα. Θα ήθελα λοιπόν να κάνουμε μια κουβέντα έντιμη. Να συζητήσουμε σε συμβουλευτική βάση. Να πείτε και σε μένα, αυτά που λέτε στον κόσμο έξω απο το ραδιόφωνο και το διαδύκτιο.
Ταυτόχρονα, στο χέρι του Στρατάκη βρισκόταν ένα κομμάτι χαρτί που του έδωσε ο Βατάτζης την ώρα που μιλούσε.
"Μπορώ να σε εμπιστευτώ κύριε Στρατάκη;"
Ο Στρατάκης τον κοίταξε με βλέμμα απεγνωσμένης απορίας και περιέργειας.
(Συνεχίζεται)
Γιάννης Βούρος
Μελβούρνη- Αυστραλία
- Ποιανού ιδέα ήταν; ρώτησε με δήθεν απορημένη φωνή. Ήξερε πως δεν ήταν απλώς ιδέα κάποιου, μα συλλογική απόφαση.
Ο Γιάννος Βατάτζης ποτέ δεν υπήρξε αυτό που λέμε στη καθομιλουμένη "το συνετό παιδί". Το παιδί δηλαδή που από μικρός έδειχνε οτι θα πήγαινε πολύ ψηλά. Η μάνα του - θεός σχωρέστην - κάθε τρείς και λίγο έπαιρνε σβάρνα τις αλάνες της Νέας Ερυθραίας για να τον μαζέψει απ' τα ποδόσφαιρα και τα κυνηγητά με τους άλλους "μπόμπιρες", μη τυχόν και τον ξαναφέρουν πάλι πίσω με κανένα σπασμένο κεφάλι ή γόνατο. Ανυπάκουος, επαναστάτης, πνεύμα αντιλογίας και ανήσυχος απο πιτσιρίκος, πολλές φορές ένοιωθε πως δεν τον χώραγε ο τόπος.
Τα βράδια, σαν γύρναγε λαχανιασμένος και "κόκκινος" απ' τη τρεχάλα και το παιχνίδι, έτρωγε με βουλιμία το - συνήθες - όσπριο που τού βαζε η μάνα του, έλεγε κανα δυό βιαστικές κουβέντες και μετά κλεινότανε στη κάμαρά του και στα βιβλία του. Ενα μυστήριο πράγμα! μόνο καταπονημένος σωματικά μπόραγε να αφομοιώσει ό,τι διάβαζε. Οι δάσκαλοί του στο σχολείο είχαν να το λένε, η μάνα του το ίδιο. Ο πατέρας; Ο πατέρας, ο κυρ-Δημητρός ο δάσκαλος, είχε φύγει δυστυχώς πολύ νωρίς. Ανένταχτος αριστερός ("αναρχοκομμουνιστή" τον είχαν αναφέρει στο φάκελλό του οι ασφαλίτες), πνεύμα λέυτερο, έσβησε μια νύχτα τ΄Αυγούστου, πνιγμένος στο πυρετό, στο κελλί 45 της Γυάρου προτού κάν ακόμη μάθει πως η γυναίκα του είχε φέρει στον κόσμο τον Γιάννο του, τον γιό του. Αγρια χρόνια, απάνθρωπα...
Ο θάνατος του κυρ-Δημητρού είχε για τα καλά στοιχειώσει μέσα στη ψυχή και στο νού του Γιάννου. Η μάνα του δε του είχε πεί μια και καλή τις λεπτομέρειες, μα σιγά-σιγά, με τα χρόνια. Καθώς ο Γιάννος της μεγάλωνε, κάθε τόσο του αποκάλυπτε και νέες λεπτομέρειες για τον "γέρο" του και τη δράση του. Στον πόλεμο, στη Κατοχή, στην Αντίσταση, στους διωγμούς, στις φυλακές και τις εξορίες. Ετσι λάτρεψε με τόσο πάθος την Ιστορία ο Γιάννος. Απ τις διηγήσεις της μάνας του.
Χρόνια την "έψηνε" τη φουκαριάρα να του πάρει με δόσεις την Ιστορία του Ελληνικού Εθνους του Παπαρρηγόπουλου κι εκείνη, παρά τις δυσκολίες, δε του χάλασε το χατήρι. Με χίλιες - δυό στερήσεις και απο γνωστό της πλανώδιο πωλητή βιβλίων, τα κατάφερε και του την έκανε δώρο στα δέκατα πέμπτα γενέθλιά του, κάνοντάς τον τον πιο ευτυχισμένο γιό της γής! Η Ιστορία του Παπαρρηγόπουλου σταμάταγε λίγο μετά την επανάσταση του 21 και με τις νέες προσθήκες έφτανε μέχρις τα 1922, μα δεν είχε σημασία.
- Την υπόλοιπη μάνα, μια μέρα θα τη γράψω εγώ, μέσα απ τα μάτια του πατέρα μου...
Ετσι της είπε κι έτσι λογάριαζε να κάνει. Μα μέχρι τα τώρα, δε τα είχε καταφέρει. Θες η σκληρή δουλειά, οι υποχρεώσεις, οι σπουδές, η Αμερική, οι θυελλώδεις ερωτές του, οι ευθύνες της εδρας του καθηγητή Οικονομικής Ιστορίας και Οικονομολογίας στο Καίμπριτζ, οι μετέπειτα πολιτικοί αγώνες του με τους σοσιαλιστές, η έδρα του βουλευτή και αργότερα του υπουργού, πού χρόνος. Μα αυτό ήταν κάτι σαν τάμα. Ενα τάμα στον πατέρα του, στον εαυτό του και στην ίδια τη πατρίδα...
- Τίνος ιδέα ήταν; ξαναρώτησε με πιο αυστηρή φωνή τον κοντόχοντρο ανθρωπάκο.
- Πάντως όχι δική μου, μη βαράς, έκανε χαμογελώντας ο "ανθρωπάκος". Εγώ δεν θα σε χαράμιζα έτσι εύκολα. Όμως, όπως ξέρεις, όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί σε εκτιμούν. Είσαι - αυτό που λέμε - "υπεράνω". Παλιά καραβάνα στη δική μας πιάτσα και Οικονομολόγος απο τους λίγους. Και το κυριότερο...
Σταμάτησε και έβγαλε ένα πακέτο με τσιγάρα απ τη τσέπη του και κάνει να ανάψει ένα.
- Σε πειράζει;
Ο Γιάννος γνέφει αρνητικά.
- ...και το κυριότερο, "δικός μας" άνθρωπος, ολοκλήρωσε, φυσώντας με δύναμη τον καπνό. Αυτή η χιτλερική πουτάνα κι ο άλλος ο μουσιού χλεχλές δεν έχουν καμμιά αντίρρηση, μιας κι ο προηγούμενος, ο "δικός τους", τα θαλάσσωσε. Μα ήταν δυνατόν βρε Γιάννο να προχωρούσε; Οχι σε ρωτάω, ήταν; Εγώ τους το φώναζα απο τη πρώτη στιγμή! Ε, ύστερα απο δυό μήνες, να τα αποτελέσματα. Επρεπε να καεί το Σύνταγμα και πάλι για να το καταλάβουν.
Ο Γιάννος άναψε κι αυτός τσιγάρο. Για κανένα δύλεπτο, επικρατούσε βουβαμάρα. Μόνο οι συρτοί ήχοι απ το κάπνισμα σπάγανε τη σιωπή. Ο Γιάννος έσπευσε προς το παράθυρο και το άνοιξε. Ο παγωμένος αγέρας του Φλεβάρη του χάιδεψε το πρόσωπο. Κορναρίσματα και οχλοβοή γέμισαν τα αυτιά του. Αναστέναξε.
- Γιατί εγώ Γρηγόρη; Το ξέρεις οτι δεν είμαι κι ούτε ποτέ θα γίνω ..."δικός σας". Οπότε παράτα τις τσιριμόνιες και μίλα καθαρά. Πάνε πολλά χρόνια απο τότε που τραγουδούσαμε μαζί το "Καλημέρα Ηλιε" κι απ τους δυό μας, ο μόνος που το εννοούσε ήμουν εγώ. Μέχρι πριν απο δέκα χρόνια, σχεδόν όλη η κομματική επιτροπή ήθελε την κεφαλή μου επι πίνακι και το κατάφερε. Κι ένας απο αυτούς ήσουν κι εσύ. Γιατί λοιπόν τώρα εγώ; Τίνος το παιχνίδι θα παίξω; Το δικό σας; Της χιτλερικής πουτάνας; Του μουσιού; Του ΔΝΤ; Των τραπεζών; Ποιανού; Και προπάντων, γιατί διάλεξαν εσένα να μου το πείς;
Ο "ανθρωπάκος" εξακολουθεί να χαμογελάει μ' αυτό το αηδιαστικό χαμόγελο, σε βαθμό που σού' ρχεται να του σπάσεις τα μούτρα.
- Γιάννο, ΕΙΣΑΙ δικός μας. Ο,τι κι αν έγινε τότε, ό,τι κι αν έκανες τότε, είσαι και θα εξακολουθείς να είσαι ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ. Το ξέραμε όλοι μας οτι παρήστανες τότε τον δόν Κιχώτη όταν και κυνήγαγες τους άλλους για διαφθορά. Το μόνο που δε ξέραμε ήταν για τα συμφέροντα τίνος το έκανες. Ωσπου καταλάβαμε πως δεν ήταν τίποτε άλλο απο το ξερό σου το κεφάλι. Δεν ήξερες ότι θα σε βάζανε τότε οι άλλοι στο ψυγείο; Υπουργός μια ολόκληρη τετραετία ήσουν ρε αδερφέ! Και κατάφερες το ακατόρθωτο! Να κάνεις τους πάντες εχθρούς σου! Απ΄τα κανάλια μέχρι τον πρόεδρο! Το οτι σε κρατούσαν οι άλλοι στο κόμμα, ήταν γιατί είχες έρισμα στο κόσμο. Σε προόριζε η βάση για αρχηγό! Ε, ό,τι ακολούθησε ήταν επόμενο! Βαρούσες γροθιά στο μαχαίρι κι αυτό δεν άρεσε σε κανέναν! Απορώ αδερφέ μου, με τέτοια μυαλά, πως μπήκες στη πολιτική! Δε τό ξερες οτι μια μέρα θα σε σταύρωναν; ... Αλλά τι τα θέλουμε πια όλα αυτά και τα θυμόμαστε, τι σημασία έχουν πλέον. Εδώ σου παρουσιάζεται μια τρομερή ευκαιρία. Θα ηγηθείς εσύ της μεταβατικής κυβέρνησης που θα πάει τη χώρα σε εκλογές και είσαι το μόνο πρόσωπο απο τον πολιτικό κόσμο που είσαι αποδεκτός από το λαό. Είμαστε στα πρόθυρα εμφυλίου κι εσύ αυτή τη στιγμή είσαι ο μόνος που μπορεί να εγγυηθεί την ομαλότητα για αδιάβλητες εκλογές.
- Ο μόνος;
- Ναί, γιατί απορείς. Φυσικά ο μόνος. Αποδέξου την ευκαιρία, κάνε το καθήκον σου και μετά φύγε. Ενα σωρό πανεπιστήμια σε ζητάνε, ενα σωρό ιδρύματα απ όλο τον κόσμο. Κι εσύ, εδώ και δέκα χρόνια, σαπίζεις εδώ μέσα θαρρείς και είσαι μούμια. Δε λέω, στο πανεπιστήμιο το δικό μας είσαι, αλλά διάολε, αξίζεις για πολύ πιο πάνω!
- Δηλαδή, εν ολίγοις, μου ζητάς να γίνω η σανίδα σωτηρία σας; Αυτό είναι;
- Μη λές ανοησίες. Δεν πρόκειται να γίνεις η σανίδα σωτηρίας κανενός. Απλά, επειδή πολλά λέγονται και ψιθυρίζονται, εσύ απλώς θα είσαι η εγγύηση. Τίποτε λιγότερο η περισσότερο. Ο τόπος χρειάζεται ενότητα Γιάννο και μιας και τό' φερε έτσι η τύχη κι ο κλήρος έπεσε σε σένα, σε συμβουλεύω να το δεχτείς. Για το δικό σου καλό.
- Και για το δικό σας, τον έκοψε με μιας ο Γιάννος.
Ο άλλος έσβησε το τσιγάρο του χωρίς να μιλήσει και προχώρησε προς τη πόρτα. Κοντοστάθηκε και γύρισε προς το μέρος του Γιάννου.
- Στις τρείς σε περιμένουν οι πολιτικοί αρχηγοί με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Να είσαι στην ώρα σου. Έτσι κι αλλιώς, είναι δυό βήματα από δω, ούτε αυτοκίνητο δε θα χρειαστείς.
Χαμογέλασε και πάλι με κείνο το σπαστικό χαμόγελο.
- Αλήθεια, δε σε ρώτησα ποτέ μου. Αληθεύουν αυτές οι φήμες που κυκλοφορούσαν τότε πως κατάγεσαι απο βυζαντινή γενιά; Ποτέ δεν τις επιβεβαίωσες.
Ο Γιάννος κρατήθηκε δύσκολα για να μην του ορμήξει. Ένοιωσε τις παλάμες του να ιδρώνουν μες τις τσέπες του. Πέταξε μόνο ένα ξερό "θα είμαι στην ώρα μου" και του γύρισε τη πλάτη καθώς ο άλλος έφευγε.
Ξαφνικά ένοιωσε έναν αφόρητο πόνο στα μηνίγγια. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του, έχωσε το πρόσωπό του στις ιδρωμένες παλάμες του κι ακούμπησε στον τοίχο. Τι παιχνίδι παίζουν; Γιατί αυτόν; Είναι παγίδα, σίγουρα είναι παγίδα, γιατί όμως; Οχι, δεν μπορεί να είναι ο λόγος οι εκλογές, κάτι άλλο παίζει. Κάτι άλλο, που θέλουν να του το φορτώσουν στις πλάτες και μετά να τον ρίξουν βορά στο μανιασμένο πλήθος για να τον ξεσκίσει. Δεν μπορεί έτσι, από το πουθενά, να τον θυμήθηκαν όλοι, ακόμη και η χιτλερική καριόλα. Ο κόσμος είναι ευκολόπιστος και σήμερα, ακόμα χειρότερα, είναι και μπερδεμένος. Εδώ πολλοί έχουν φτάσει στο σημείο να μνημονεύουν ακόμα και την ίδια τη ...χούντα! Να βγαίνει - αν είναι δυνατόν(!) - αυτό το τέρας δικαιωμένο για τις...πράξεις του! Αυτά τα ψυχοπαθή καθάρματα, έφτασαν στο σημείο, κοντά σαράντα χρόνια μετά, να θεωρούνται...δικαιωμένοι! Γιατί αυτοί που τους διαδέχτηκαν, αποδείχτηκαν ίσως πολύ χειρότεροι απο δαύτους!
"Είμαι κι εγώ άραγε μέσα σ΄αυτούς;" μονολόγησε. Ενα κρύο ρεύμα διαπέρασε τη σπονδυλική του στήλη. "Οχι, εγώ κάποτε φώναξα, ούρλιαξα, αλλά ήμουν μόνος. Τι μπορούσα να κάνω παραπάνω απ αυτό που έκανα;"
Ο κόσμος γύρω του άρχισε να στροβιλίζει επικίνδυνα. Στηρίχτηκε πιο δυνατά στον τοίχο για να μην πέσει. Οχι, τώρα πρέπει να συμμαζέψει το νού του. Εχει δίκιο αυτό το κάθαρμα, είναι η ευκαιρία του. Είναι η ώρα η δική του. Αλλά όχι όπως το νομίζει αυτός και οι άλλοι. Απλά, είναι η ώρα της πατρίδας. Και κάποιοι, του την πρόσφεραν στο πιάτο.
Το δροσερό μαγιάτικο αεράκι που ρχότανε απ τον Κεράτιο τον έκανε να ανατριχιάσει. Κρύωνε; Η απλώς ήταν άλλου είδους ανατριχίλα; Ολα εδώ μοιάζαν μαγικά. Ακόμη και η εκνευριστική μουσική που έβγαζε το τουμπερλέκι του πιτσιρικά λίγα μέτρα πιο πέρα, που ξεκούφαινε τους περαστικούς, απαιτώντας μ΄αυτόν τον τρόπο να τον προσέξουν και να του ρίξουν καμμιά δεκάρα για τον βραδυνό του πατσά. Ολα εδώ μοιάζαν μαγικά. Οι γλάροι που κράζαν ευτυχισμένοι έχοντας καταπιεί ήδη κάποιο φουκαριάρικο ψαράκι, οι μαούνες που μπαινόβγαιναν ασθμαίνοντας στη μικρή και στενή αυτή λουρίδα θάλασσας, ακόμη και τούτος εδώ ο Μεχμέτ, με τα πατομπούκαλα γυαλιά που φόραγε και τη στραβή "οθωμανική" μύτη. Ολα μοιάζαν μαγικά. Γύρισε το βλέμμα του προς τα πίσω και κοίταξε για χιλιοστή φορά το θεοδοσιανό τείχος που ορθόνοντας, αγέρωχο, μέσα στις χιλάδες μερόνυχτα ζωής που είχε. Λαβωμένο απο τις μπαρουτιές των πυροβόλων του Ουρβανού και το ανελέητο μαστίγωμα του αμείλικτου χρονου, αλλά πάντα όρθιο κι αγέρωχο. Περιμένοντας κι αυτό, όπως κι η μεγάλη Εκκλησιά, εκείνον που ταξε ο Θεός στη μπαιλτισμένη απ' το κλάμα Παναγιά τότες, τη φοβερή εκείνη μέρα της φωτιάς, σαν σήμερα. Περιμένοντας Εκείνον, που θα ανάσταινε το Γένος, ύστερα απο χρόνια και καιρούς. Το Γένος, που θα ξέπλενε με τα δεινά της τιμωρίας του απ τις ορδές των βαρβάρων, τις αμαρτίες αιώνων. Εκείνον, που τραγουδήθηκε σαν θρύλος αιώνες τώρα. Εκείνον, που έμεινε τραγουδισμένος ως "Μαρμαρωμένος Βασιλιάς".
Η τούρκικη ρακή και το πικάντικο σουτζούκ στα κάρβουνα του καίγανε τα σωθικά. Δεν έχουν το θεό τους τουτοι δώ οι σκυφτογλύφτηδες τουρκαλάδες, πουλιούνται κυριολεκτικά ακόμη και σ΄έναν "οχτρό" τους για μια χιλιάδα δραχμές ή για ένα δεκαδόλλαρο. Τους κοίταζε χαιρέκακα, που σκοτώνονταν να ικανοποιήσουν την κάθε απαίτησή του, που έσκυβαν το κεφάλι και μυξόκλαιγαν υποκριτικές "συγνώμες" στην κάθε του παρατήρηση που 'βγαινε απ το στόμα του σε άπταιστα τουρκικά. Μέχρις κι ο ίδιος ο ιδιοκτήτης, ενας μαυριδερός ασιάτης με δυο χαλασμένα μπροστινά δόντια ήρθε να ρωτήσει αν είναι ευχαριστημένος απο το...servic! "Hizmet efendim memnun musunuz?" και άλλα τέτοια υποκριτικά που σού 'ρχεται να τον κλωτσήσεις απο αηδία.
Ο Μεχμέτ κατέβασε μονορούφι τη ρακή απ το ποτήρι του και το κοπάνησε πάνω στο τραπέζι. Ητανε φανερό πως είχε ξεπεράσει εδώ και ώρα τα όρια του επιτρεπτού για το αλκοόλ. Τα μάτια του είχα ώρα που είχαν γίνει κόκκινα, τα χέρια του ψιλοτρέμανε, όχι απ το αγέρι, μα απ το δυνατό ποτό που είχε γίνει ένα με το αίμα του.
- Σείς οι τωρινοί Γιουνάνοι είστε μπουνταλά ασκέρ. Δεν πιστεύετε. Δε τιμάτε τις παραδόσεις σας. Ξεφτύσατε. Μα ο Αλλάχ σας αγαπάει. Δε ξέρω γιατί, μα σας αγαπάει. Τη δική σας φάρα θέλει να βασιλέψετε, όχι τη δική μας... Εμείς θα χαθούμε μια μέρα!...
Ξαναβάζει ποτό στο ποτήρι του και τραβάει μια γρήγορη γουλια. Ενας ξερόβηχας τον πνίγει απ το ποτό που απότομα καθώς κύλησε μέσα του, του καψε το λάρυγγα.
- Για εσάς φυλάει τη καλή ρακή. Δε το πιστεύεις ε;
Σκύβει κοντά στον άλλον, σε σημειο να νοιώθει την γεμάτη πιοτίλα ανασεμιά του.
- Είδα τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, λέει και μια υποψία απο δάκρια λαμπιρίζει στα μάτια του. Οχι στον ύπνο μου, στον ξύπνιο μου ηλίθιε Γιουνάνη!
"Παίζει μαζί μου το τσογλάνι, δεν εξηγείται αλλοιώς! Εχει μεθύσει και παίζει μαζί μου! Κατάλαβε τις σκέψεις μου και θέλει να με ξεφτυλίσει. Αλλη μια κουβέντα να πεί θα του σπάσω τα μούτρα"
- Τον είδα γαμώτο μου! Μου τον έδειξε ο θείος μου προτού πεθάνει! Ήξερε το μέρος! Ήξερε που βρίσκεται!
"Κόφτο γαμημένο κοπρόσκυλο, βούλωστο!"
- Θες να μου δώσεις μια στη μούρη ε; Κάνε το, αλλά εγώ τον είδα!... Θα σου πω μιαν ιστορία... Την ιστορία μου... Αυτή που δε σου είπα ποτέ...
"Πού το πάει ο τουρκαλάς, μεθυσμένος σκνίπα είναι ή τον παριστάνει;"
- Πάνε δέκα χρόνια απο τότε... Ο θείος μου ήταν Αρχαιολόγος απο τους λίγους. Τον έτρωγε πολλά χρόνια η παράδοση αυτή. Σαν να έψαχνε κάποιος δικός σας το Αγιο Δισκοπότηρο! Ζήτησε και πήρε την επιμέλεια και τη συντήρηση της ΑγιαΣοφιάς και των τειχών ενα γύρω. Διάβαζε και επεξεργαζόταν χιλιάδες χριστιανικά κείμενα που αφορούσαν το πράγμα. Έσκαβε κρυφά τα βράδια, ώσπου βρήκε ένα λαγούμι, ενα πηγάδι, πέντε μέτρα κάτω απ την Αγιά Σοφιά. Το κατέβηκε μόνος του. Δε ξέρω τι είδε. Την άλλη μέρα ήρθε στο σπίτι να μας δεί. Ήταν κάτωχρος. Άσπρος σαν το πανί. Ζήτησε απ το πατέρα μου το αμάξι του και δυο κάσες τρόφιμα. Εξαφανίστηκε για κάνα δυό μήνες. Κανένας δεν ήξερε που ήταν. Ενα βράδυ γύρισε. Ηρθε σπίτι. Ήμουνα μόνος. Οι γονείς μου είχαν πάει σε ένα γάμο και ξενύχτησαν εκεί. Μου είπε "Μπορείς να κρατήσεις ένα μυστικό; Εγώ δε θα ζήσω για πολύ ακόμα. Είμαι άρρωστος. Και θέλω να το περάσω σε σένα. Μπορείς; Έχεις το κουράγιο;" "Μπορώ", του λέω εγώ. Μπήκαμε στο αμάξι. Οδηγούσε με τρεμάμενα χέρια. Φτάσαμε στο Σουλτάν Αχμέτ. Αφήσαμε το αμάξι και προχωρήσαμε με τα πόδια. Με πήγε απο πίσω, απο ένα πέρασμα που κανείς δεν ήξερε και βγήκαμε στα πίσω της μεγάλης εκκλησιάς. Εκεί, με κατέβασε μπροστά σε μια μικρή σιδερόφραχτη πορτούλα, την άνοιξε με ειδικό κλειδί και κατεβήκαμε σε ένα πέρασμα. Ετρεμα απ το φόβο μου. Ολο τον ρώταγα τι θα δούμε και τι θα δούμε και συνέχει μου βούλωνε το στόμα. Ο αγέρας μύριζε μούχλα και σαπίλα. Ύστερα απο ώρα, βρέθηκα μπροστά σε ένα πηγάδι τόσο στενό, που ίσα χώρα γα να μπώ στη τρύπα. Με έσπρωξε κι ακολούθησε κι αυτός. Δε ξέρω πόση ώρα κατεβαίναμε. Γλίστρησα σε μια στιγμή και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στον πάτο. Και τότε τον είδα. Τον είδα σου λέω! Ηταν ξαπλωμένος, πάνω σε μια κατάλευκη μαρμάρινη σαρκοφάγο. Τρόμαξα. Το σκούντηγμα του θείου μου με συνέφερε. Εριξε όλο το φώς του φανού πάνω στο εύρημα. "Τί είναι αυτό;", τον ρώτησα τρέμοντας. "Αυτό είναι το Αγιο Δισκοπότηρο των Γραικών", μου είπε. "Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς! Ελα να δείς, προχώρα πιο κοντά. Βλέπεις το δέρμα του; Εχει αρχίσει να ροδίζει. Δεν είναι πια πέτρα. Κοίτα το σπαθί του. Το μισό έχει βγεί απ το θηκάρι. Ο θρύλος λέει πως αν το σπαθί βγεί ολόκληρο απ τη θήκη, οι Γραικοί θα ξαναπάρουν τη Πόλη και μείς θα αφανιστούμε! Τ' άκουσες;" Αρχισε να με ταρακουνάει. Μου μίλαγε θαρρείς και ήταν απόκοσμος. Η φωνή του ακουγόταν σαν απο φάντασμα. Ωγράντισα! Αρχισα να τρέχω κι ανέβαινα με ορμή το πηγάδι. Ετρεχα να φύγω με όση δύναμη μου έμεινε. Ετρεχα, έτρεχα... Κι ακόμα τρέχω...
Εβαλε τα κλάμματα. Παράτησε το ποτήρι και σήκωσε το μπουκάλι. Η ρακή έτρεχε απ τα χείλη του μουσκεύοντας το πουκάμισό του.
- Απο τότε δεν ξαναείδα το θείο μου. Σκοτώθηκε την άλλη μέρα. Στούκαρε πάνω σ' ένα φορτηγό, στα περίχωρα, πέρα απ το Γαλάτα. Ούτε το σώμα του δε βρήκαν για να θάψουν. Μόνο μια μάζα αίματα και σάρκες. Εγώ μόνο ξέρω. Κανείς άλλος. Γι αυτό σου είπα να έρθεις. Γι αυτό έπιασα φιλίες μαζί σου στο πανεπιστήμιο. Για να 'ρθει μια μέρα να στο πώ. Κι αυτή η μέρα είναι σήμερα.... Πριν έρθεις, πήγα να βρώ εκείνη τη πορτούλα τη σιδερένια που οδηγούσε στο πέρασμα. Την είχαν κλείσει με τσιμέντο και σίδερο. Δεν έχω αποδείξεις γι αυτά που είδα και γι αυτά που σου είπα. Στα είπα όμως γιατί έπρεπε. Και γιατί δε ξέρω αν κι εγώ θα έχω τη τύχη του θείου μου. Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς άρχισε το θανατικό με εκείνον. Μπορεί να είμαι εγώ ο επόμενος...
"Εντάξει. Είναι τύφλα στο μεθύσι, δε ξέρει τι λέει και είναι του θανατά πληγωμένος που τον παράτησε η Οσκάλ."
- Παραήπιες Μεχμέτ. Ελα, θα σε πάω σπίτι προτού σωριαστείς εδώ απογεματιάτικα.
Ο Μεχμέτ χαμογέλασε και τσίτωσε το βλέμμα του πάνω στο βλέμμα του άλλου.
- Δε με πιστεύεις, ε; είπε και κατέβασε άλλες δυό γουλιές ρακή απ το μπουκάλι.
Ο ήλιος πέρα στο Γαλατά είχε για τα καλά κρυφτεί. Μόνο οι χρυσοκόκκινες ακτίδες του σκορπούσαν μια πανδαισία χρωμάτων πέρα στον ορίζοντα. Ο αγέρας έγινε πιο κρύος.
- Κάποιοι στη σχολή μου πέταξαν οτι κρατάς απο βυζαντινή γενιά. Αν είναι αλήθεια αυτό, καλά θα κάνεις να πιστέψεις! Οι παππούδες σου θα ντρέπονται για σένα και για την ηλιθιότητά σου, που έμαθες την αλήθεια απο μένα κι όχι απο μόνος σου και το χειρότερο, δε τη πίστεψες κιόλας!
Ολοι τον κοίταζαν με σκεπτικισμό αλλά και μια δόση περιέργειας. Προηγουμένως είχε ιδιαίτερες συναντήσεις με όλους. Η ίδια πάντα διαβεβαίωση. "Είσαι αυτή τη στιγμή η μοναδική μορφή ενότητας για να οδηγηθούμε με ομαλότητα στις εκλογές".
Υποκρισία.
Ενα παραμυθάκι που πλασάρουν όλοι μαζί, λέγοντας το ίδιο ακριβώς μότο παίζοντας το παιχνίδι τους πάνω στις πλάτες του. Καμμία ενότητα δε παίζει. Το παιχνίδι τέλειωσε. Οι υπογραφές είχαν πέσει, τα χαρτιά και τα μνημόνια είχαν υπογραφεί εδώ κι ένα μήνα. Η Ελλάδα είχε ήδη ξεπουληθεί. Οι τοκογλύφοι ήδη μοίραζαν φιλέτα, έκαναν υπολογισμούς, τσακώνονταν μεταξύ τους ποιός και τί θα πρωτοπάρει. Και τούτοι δώ, απλά προσπαθούσαν να διαφυλάξουν το μέλλον τους. Να εξασφαλίσουν το μισθό και τις θέσεις τους. Να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Τι γύρευε με όλους αυτούς εδώ; Ενοιωθε σαν τη μύγα μεσ΄το γάλα. Σε μια στιγμή ζαλίστηκε. Σαν ο αέρας μέσα στο Μέγαρο να ήταν μολυσμένος. Τον συνέφερε η φωνή του Προέδρου.
- Οι πολιτικοί αρχηγοί συμφωνούν να σας παραδώσουν την πρωθυπουργία κύριε Βατάτζη. Εσείς τι πιστεύετε, θα τα καταφέρετε;
Ο Γιάννος πήρε βαθιά ανάσα και σηκώθηκε όρθιος.
- Πιστεύω πως ναί κύριε Πρόεδρε. Αλλωστε, δεν θα είναι μακρύ το διάστημα, όπως συζητήσαμε. Το έργο που θα επιτελέσει η κυβέρνησή μου είναι μικρό και συγκεκριμένο. Υπηρεσιακή κυβέρνηση και ομαλή διεξαγωγή των εκλογών. Θα προσπαθήσω για το καλύτερο, να είστε βέβαιος.
Ο Ρωμανός τον κάρφωσε με ένα δηλητηριώδες χαμόγελο.
- Ξεχάσατε να μας πείτε "ευχαριστώ" κύριε Βατάτζη!
- Για ποιό πράγμα κύριε Ρωμανέ;
- Για την τιμή που σας κάναμε ασφαλώς! Ουτε κάν τον Πρόεδρο δεν ευχαριστήσατε! Δεν είναι και μικρό πράγμα να γίνεσαι πρωθυπουργός απ τη μιά στιγμή στην άλλη, έστω και υπηρεσιακός, έτσι δεν είναι;
- Επιτρέψτε μου να σας ευχαριστήσω στο τέλος της ...θητείας μου κύριε πρόεδρε του Σοσιαλιστικού Κινήματος, να είστε απολύτως βέβαιος γι' αυτό! Άλλωστε, δεν σας παρακάλεσα εγώ για κάτι τέτοιο, ως τα χτές σείς προσωπικά αγνοούσατε και την ύπαρξη μου! Αλλοι με πρότειναν κι εσείς απλώς συναινέσατε, σωστά; Το να σας ευχαριστήσω απο τώρα, δε νομίζω οτι έχει και πολλή σημασία. Σημασία έχει το αποτέλεσμα. Ελπίζω να είναι θετικό, μιας και μου παραχωρήσατε τη δυνατότητα να σχηματίσω κυβέρνηση με άτομα της απολύτου εμπιστοσύνης μου.
- Κι εμείς το ελπίζουμε κύριε Βατάτζη, είπε με τρεμάμενη φωνή ο Πρόεδρος. Θα ήθελα λοιπόν να μου παραδώσετε τα ονόματα των μελών της κυβέρνησής σας το συντομότερο δυνατόν καθώς επίσης και το προεδρικό διάταγμα.
Ο Βατάτζης κατάλαβε πού το πήγαινε το γεροντάκι αυτό που είχε απέναντί του και έσπευσε να τον καθησυχάσει.
- Μείνετε ήσυχος κύριε Πρόεδρε. Ολα θα γίνουν όπως προβλέπονται απο το Σύνταγμα. Και τώρα, παρακαλώ να μου επιτρέψετε, πρέπει να πάω στο γραφείο μου και να γίνουν οι σχετικές δηλώσεις στον Τύπο.
Οι τρείς πολιτικοί αρχηγοί αντάλλαξαν βλέμματα ηρεμίας. Δεν είχαν λόγους να ανησυχούν για οτιδήποτε.
'Η μήπως είχαν;
Ο Δημήτρης Στρατάκης δεν ήξερε καν γιατί πήγε σε αυτό το ...ραντεβού. Και το πλέον χειρότερο ήταν οτι δεν μπορούσε να αρνηθεί. Εδώ οι ασφαλίτες τον πήραν σχεδόν "σηκωτό" μπροστά απο το μικρόφωνο, μεσούσης της ραδιοφωνικής εκπομπής του. Αρον-άρον που λέμε. Για αρνήσεις ήταν τώρα; Τον κοίταζε κανένα πεντάλεπτο χωρίς να μιλάει, που δούλευε πάνω στα χαρτιά του και στον υπολογιστή. "Μηνύματα θα στέλνει", σκέφτηκε. "Αλλόκοτος τύπος, μ' έχει στημένο εδώ και πέντε λεπτά κι ούτε μπήκε στο κόπο να μου απευθύνει το λόγο. Τι σόι παιχνίδι παίζει άραγε;"
Κάποια στιγμή, ο Βατάτζης σηκώνεται όρθιος. Ο Στρατάκης τον κοιτάξε περίεργα. Ο Γιάννος τον προλαβαίνει.
- Είναι πιο άνετα εκεί, στις πολυθρόνες, δε νομίζετε κύριε Στρατάκη;
Ο Βατάτζης δεν περιμένει απάντηση και με σταθερό βήμα κατευθύνεται προς το σαλονάκι του πρωθυπουργικού γραφείου. Ο άλλος τον ακολουθεί με την περιέργεια να του σπάεί ήδη τα νεύρα.
- Ακόμα προσπαθώ να μαντέψω το λόγο για τον οποίο με κουβαλήσατε ώς εδώ κύριε πρωθυπουργέ αλλά δε τα καταφέρνω. Θα με βοηθούσατε πολύ αν μου λέγατε ανοιχτά το λόγο για τον οποίο βρίσκομαι εδώ.
- Μα είναι απλό κύριε Στρατάκη. Σας ακούω καθημερινά στο ραδιόφωνο και μάλιστα μια φορά έτυχε να έρθω κι εγώ σε μια απο τις συγκεντρώσεις σας. Είστε απο τους καλύτερους οικονομολόγους και άριστος γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας. Θέλω να πιστεύω οτι είστε κι έντιμος κι οτι δεν κατευθύνεστε απο κάποια κέντρα. Θα ήθελα λοιπόν να κάνουμε μια κουβέντα έντιμη. Να συζητήσουμε σε συμβουλευτική βάση. Να πείτε και σε μένα, αυτά που λέτε στον κόσμο έξω απο το ραδιόφωνο και το διαδύκτιο.
Ταυτόχρονα, στο χέρι του Στρατάκη βρισκόταν ένα κομμάτι χαρτί που του έδωσε ο Βατάτζης την ώρα που μιλούσε.
"Μπορώ να σε εμπιστευτώ κύριε Στρατάκη;"
Ο Στρατάκης τον κοίταξε με βλέμμα απεγνωσμένης απορίας και περιέργειας.
(Συνεχίζεται)
Γιάννης Βούρος
Μελβούρνη- Αυστραλία