Το πρόβλημα της κοινωνικής ασφάλισης (Τράπεζα της Ελλάδος, 1998)
Παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το σημερινό συνταξιοδοτικό σύστημα δεν είναι διατηρήσιμο μεσομακροπρόθεσμα. Οι κυριότεροι λόγοι που οδηγούν σ’ αυτό το συμπέρασμα είναι το δημογραφικό πρόβλημα και το γενναιόδωρο των ασφαλιστικών παροχών.
Η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο και πολλές χώρες αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα. Σύμφωνα όμως με στοιχεία του ΟΟΣΑ, το πρόβλημα της Ελλάδος είναι οξύτερο. Οι συνταξιούχοι στη χώρα μας υπερβαίνουν σήμερα τα 2,2 εκατ. άτομα, η το 60% του ενεργού πληθυσμού. Το ποσοστό αυτό (dependency ratio) είναι από τα υψηλότερα στις χώρες του ΟΟΣΑ και αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά μετά το 2000 και ιδιαίτερα μετά το 2005.
Σε σχέση με τη διεθνή εμπειρία, δίδεται η εντύπωση ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα στη χώρα μας είναι συγκριτικά γενναιόδωρο. Αυτός ο χαρακτηρισμός βασίζεται όχι μόνο στο ύψος των συντάξεων (σε σχέση με τις εν ενεργεία αποδοχές), αλλά και στην “ευκολία” θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όπως προσδιορίζονται από τις εξής παραμέτρους του συστήματος:
α) Υψηλό “ποσοστό αναπληρωσης” (replacement rate) του μισθού από τη σύνταξη. Το ποσοστό αυτό στη χώρα μας είναι προς το παρόν το 80% των αποδοχών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι παροχές των επικουρικών ταμείων, ενώ στις περισσότερες χώρες του κόσμου είναι 60 έως 65%. Επιπλέον, η βάση επί της οποίας υπολογίζεται το ποσοστό αυτό στη χώρα μας είναι (στη χειρότερη περίπτωση) ο μέσος όρος των μισθών της τελευταίας πενταετίας (παλαιότερα διετίας η και ο μισθός του τελευταίου μηνός), γεγονός που συντελεί στη χορήγηση υψηλών συντάξεων, καθώς οι αποδοχές τα τελευταία έτη υπηρεσίας είναι συνήθως μεγαλύτερες στην Ελλάδα. Έτσι, οι κύριες συντάξεις στη χώρα μας (σε σχέση με τις εν ενεργεία αποδοχές) είναι από τις υψηλότερες του ΟΟΣΑ, με εξαίρεση, ίσως, αυτούς οι οποίοι άρχισαν να εργάζονται μετά την 1η Ιανουαρίου 1993.
β) Το 33% των συνταξιούχων στη χώρα μας λαμβάνει δύο ή περισσότερες συντάξεις.
γ) Επίσης, το δικαίωμα για “πλήρη σύνταξη” θεμελιώνεται σχετικά εύκολα, στη χειρότερη περίπτωση μετά από 35 χρόνια υπηρεσίας. Στη Γαλλία απαιτούνται 38 χρόνια υπηρεσίας, στη Γερμανία 40 και στην Ολλανδία 49 χρόνια υπηρεσίας. Εξαιρετικά ευνοϊκές είναι οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης των γυναικών στη χώρα μας, ιδιαίτερα όσων έχουν ανήλικα παιδιά.
δ) Το γεγονός ότι το “ποσοστό αναπλήρωσης” (80%) είναι υψηλό και τα απαιτούμενα χρόνια υπηρεσίας λίγα προκύπτει και από το “συντελεστή συσσώρευσης” (accumulation rate) ασφαλιστικών δικαιωμάτων (δηλαδή το λόγο 80%/35), ο οποίος στη χώρα μας κυμαίνεται από 2,286 έως 3 ετησίως, ενώ στις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ από 0,5 έως 1,5.
ε) Η ύπαρξη του “εφάπαξ” για πάρα πολλές κατηγορίες ασφαλισμένων, το οποίο ουσιαστικά έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των συντάξεων.
στ) Το γεγονός ότι το 40% των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ ανήκουν στα “βαρέα και ανθυγιεινά” επαγγέλματα, με αποτέλεσμα η ηλικία θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος να μειώνεται κατά 5 έτη, και
ζ) Τέλος, το δικαίωμα για την “κατώτατη σύνταξη” θεμελιώνεται πολύ εύκολα (13,5 έτη, που πρόσφατα αυξήθηκαν σε 15 έτη εργασίας) και το ποσό της σύνταξης αυτής είναι πολύ υψηλό, σε σχέση με τις εισφορές που καταβλήθηκαν. Το χαρακτηριστικό αυτό του συστήματος συντελεί μεταξύ άλλων και σε αύξηση της εισφοροδιαφυγής.
Η γενναιοδωρία του συστήματος αντανακλάται και στο ύψος των συσσωρευμένων απαιτήσεων των ασφαλισμένων από τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι υποχρεώσεις των ασφαλιστικών ταμείων στην Ελλάδα υπερβαίνουν το 150% του ΑΕΠ και είναι από τις υψηλότερες ανάμεσα στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ.
Εκτός όμως από τις υψηλές παροχές, και οι ασφαλιστικές εισφορές στην Ελλάδα είναι ήδη υψηλές, ιδιαίτερα μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1990-1992. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πολύ χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και τις νέες συνθήκες ανταγωνισμού που διαμορφώνονται από την είσοδο στην ΟΝΕ και την παγκοσμιοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας, δεν αφήνει περιθώρια για νέα αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών (με εξαίρεση ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις).
Εξάλλου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, μετά την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης προβλέπει ουσιαστικά ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, ενώ παράλληλα θα πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια για περαιτέρω μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ. Στο πλαίσιο αυτό, τα περιθώρια ενίσχυσης των ασφαλιστικών ταμείων από τον τακτικό προϋπολογισμό θα είναι εξαιρετικά περιορισμένα, αν όχι ανύπαρκτα.
Από τα ανωτέρω είναι φανερό ότι μεσομακροπρόθεσμα είναι δύσκολο να διατηρηθεί η σημερινή κατάσταση και απαιτούνται άμεσες μεταρρυθμίσεις. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα είναι αναγκαστικά προς την κατεύθυνση της μείωσης των παροχών και της καθιέρωσης αυστηρότερων προϋποθέσεων για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
Λόγω της φύσεως του προβλήματος και της χρονικής υστέρησης με την οποία αποδίδουν τα διάφορα μέτρα, όσο νωρίτερα γίνουν οι μεταρρυθμίσεις αυτές τόσο πιο αποτελεσματικές και πιο ανώδυνες θα είναι.
Από την έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (Λ. Παπαδήμου) του έτους 1998 , σελίδα 207-208
greekfinanceforum.com
greekfinanceforum.com