Η πρώτη συνεδρίαση του 2012 της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου μεταξύ 10-12 Ιανουαρίου πραγματοποιείται σε περίοδο κορύφωσης του αρνητικού κλίματος στον...
τομέα της εκκλησιαστικής ενημέρωσης, με δύο πτυχές: τον Ραδιοφωνικό Σταθμό «89,5» και το Γραφείο Τύπου.
Το Δεκέμβριο του 2011 ο ραδιοφωνικός σταθμός, «η άλλη φωνή στα FM», έφτασε στο χείλος όχι της «αφωνίας» αλλά του ουσιαστικού στραγγαλισμού. Ήταν αποτέλεσμα μακρόχρονων μεθοδεύσεων από την διευθυντική ομάδα και με ξεκάθαρη παραπλάνηση των μελών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και της Ιεραρχίας από τον Διευθυντή του ραδιοφωνικού σταθμού. Με τις ενέργειές του έφερε πάλι στο προσκήνιο το ερώτημα «ποιοί και πώς επιλέγουν και τοποθετούν τον εκάστοτε διευθυντή του ραδιοφωνικού σταθμού», όπως επίσης και αν τώρα οι εργαζόμενοι του ραδιοφωνικού σταθμού θα «βαφτίσουν» τον διευθυντή ως «Ακατανόμαστος Νο 2», διότι το θέμα έχει ιστορία.
Ίσως ήρθε η ώρα οι εργαζόμενοι του ραδιοφωνικού σταθμού να τολμήσουν και να πάρουν την τύχη του στα χέρια τους, ώστε να θεραπευθεί και από τη μόλυνση που του έχουν διοχετεύσει ορισμένοι διευθυντές τα τελευταία χρόνια, ενώ παράλληλα η συχνότητά του να ενημερώσει για οτιδήποτε παραμένει θαμμένο κάτω από τη σημερινή λειτουργία.
Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα η διευθυντική ομάδα του ραδιοφωνικού σταθμού (η οποία έχει καταγγελθεί ότι στηρίζεται από τον επιχειρηματικό χώρο Μνημονιακού ΜΜΕ νοτίων προαστίων) άσκησε ακραία πίεση στους εργαζόμενους να υπογράψουν έγγραφα παραιτήσεως με την προοπτική να επαναπροσληφθούν, όχι όμως ως δημοσιογράφοι, τεχνικοί, κ.λπ. αλλά ως εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, ενταγμένοι στο ενιαίο μισθολόγιο με σοβαρότατες περικοπές. Φυσικά αυτή η μεθόδευση του διευθυντή προκάλεσε έκρηξη αντιδράσεων και δεν έγινε δεκτή από κανένα. Μόνο το γεγονός οι εργαζόμενοι να αποκτήσουν στάτους εκκλησιαστικού υπαλλήλου, δηλαδή εξαρτημένη σχέση με φορέα που θεωρείται ότι είναι δημόσιος, θα σήμαινε την άμεση διαγραφή τους από την ΕΣΗΕΑ, ΕΤΕΡ κ.λπ.. Δηλαδή δεν θα είχαν καμία συνδικαλιστική κάλυψη. Ταυτόχρονα όμως θα κινδύνευε άμεσα ο ίδιος ο ραδιοφωνικός σταθμός διότι ο σχετικός νόμος απαιτεί το άτομο που ασκεί τη διεύθυνση του ειδησεογραφικού τμήματος να είναι μέλος αναγνωρισμένης Ένωσης Συντακτών. Δηλαδή η Εκκλησία θα έχανε τις νομικές προϋποθέσεις να έχει τον ραδιοφωνικό σταθμό. Θα ήταν η ταφόπλακα του Σταθμού. Εκτός αν τη διεύθυνση αποκτούσε εξωεκκλησιαστικό δημοσιογραφικό στέλεχος των νοτίων προαστίων.
Αν και για τουλάχιστον δύο χρόνια είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό ότι διαμορφώθηκε μια προσπάθεια από την πλευρά των διαπλεκομένων συμφερόντων, που στηρίζουν το καθεστώς της παγκοσμιοποίησης, για την ανάληψη του ελέγχου σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, οι οποίοι έχουν συλλογική διοίκηση, δηλαδή δημοτικούς σταθμούς και το σταθμό της Εκκλησίας, δεν υπήρξε κάποια κίνηση για την αντιμετώπιση του θέματος στην ολότητά του. Στόχος ήταν να πεταχτεί λάσπη λέγοντας ότι οι συλλογικές διοικήσεις δεν μπορούν να διοικήσουν τους σταθμούς και το μάνατζμεντ να δοθεί σε ιδιώτες ή να κλείσουν σταθμοί και οι συχνότητες να δοθούν σε διαπλεκόμενους επιχειρηματίες. Η ΕΣΗΕΑ έχει ξεκάθαρες ευθύνες διότι το «αριστερό συστατικό της» σε κάποιο βαθμό ήθελε την εξουδετέρωση οποιουδήποτε είχε σχέση με την Εκκλησία. Σε κάποιο βαθμό, όμως, οι εργαζόμενοι στον ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας έχουν και εκείνοι ευθύνη διότι ανέχθηκαν και δεν εξουδετέρωσαν αυτή τη μεθόδευση από την αρχή.
Οι δημοσιογράφοι έχουν και θεσμικό ρόλο στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας που ονομάζεται «συχνότητα εκπομπής». Οι προβλέψεις του νόμου για να υπάρχει μέλος ένωσης συντακτών ως υπεύθυνος του ενημερωτικού τμήματος ενός ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού αντανακλούν την απαίτηση για εξασφάλιση των πολιτών ότι αυτός ο άνθρωπος θα είναι πειθαρχικά ελεγχόμενος, με βάση την δημοσιογραφική δεοντολογία, για τη σωστή αξιοποίηση της συχνότητας εκπομπής. Οι δημοσιογράφοι αποτελούν τη διασύνδεση με τους πολίτες και το τελικό στάδιο παροχής ενημέρωσης. Ο ιδιοκτήτης του ΜΜΕ έχει απλώς επιχειρηματικό ρόλο, αλλά κανέναν θεσμικό ρόλο ούτε πρόβλεψη στο νόμο. Μόνο για τους δημοσιογράφους προβλέπεται θεσμικός ρόλος, ο οποίος όμως περιέχει και ευθύνες απέναντι στο κοινωνικό σύνολο.
Οι δημοσιογράφοι στον ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας έπεσαν στην παγίδα της διάσπασης και έθεσαν στο περιθώριο την συλλογική δράση στα πλαίσια της υποχρέωσής τους για αξιοποίηση του εθνικού περιουσιακού στοιχείου, της συχνότητας εκπομπής, στην οποία εκπέμπει και μέσω της οποίας υπάρχει ένας ραδιοφωνικός ή τηλεοπτικός σταθμός. Σε μεγάλο βαθμό ανάλογα πράγματα έχουν γίνει και σε άλλους σταθμούς. Η ιδιομορφία, όμως, ενός εκκλησιαστικού σταθμού έγκειται και στην πνευματική διάσταση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας του λόγου. Ένας εκκλησιαστικός ραδιοφωνικός σταθμός στις μέρες μας μπορούσε να παίξει το ρόλο (και έπαιζε τέτοιον ρόλο πριν αρχίσει η εσωτερική διάβρωση από περίεργους διευθυντές) της πλήρους και ολοκληρωτικά ανεξάρτητης ενημέρωσης. Αυτό δηλαδή που λείπει σήμερα. Μόνο από την Εκκλησία μπορεί να βγει ένα τέτοιο αποτέλεσμα διότι η ελευθερία και ανεξαρτησία υπάρχουν μόνο μέσα στην Εκκλησία στις γνήσιες μορφές τους.
Ο νυν διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού στην αρχή κατήργησε τις εκπομπές που έκαναν οι δημοσιογράφοι του σταθμού και στις οποίες είχαν ειδίκευση και πολλές γνώσεις. Τους έβαλε να κάνουν εντελώς άσχετες εκπομπές με το αντικείμενό τους και σχεδόν εξάλειψε τη θεμελιώδη πνευματικότητα που είχε το σύνολο του προγράμματος του σταθμού. Κατήργησε μέχρι και την εκπομπή που ανέφερε πολύ χρήσιμες πληροφορίες για τις παραθρησκευτικές και αντιχριστιανικές εξτρεμιστικές οργανώσεις, ενώ η συμπεριφορά του (όπως δημόσια κατήγγειλαν) απέναντι σε συνεργάτες του σταθμού που ήταν από την αρχή της λειτουργίας του, ήταν άκρως αλαζονική, προσβλητική και απολίτιστη, εντελώς έξω από το Ορθόδοξο ήθος και φρόνημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρεσβυτέρα πολύ γνωστού και αξιοσέβαστου κληρικού στην οποία το μόνο που δεν είπε είναι ότι έπρεπε να αισθάνεται τιμή που της απευθύνει το λόγο.
Μιλήσαμε με πολλούς Ιεράρχες, πολλοί από τους οποίους είναι μέλη της τρέχουσας Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, ώστε να εντοπίσουμε το λόγο που συμβαίνουν οι ριζικές δομικές αλλαγές στον ραδιοφωνικό σταθμό. Όλοι ανέφεραν ενημέρωση που είχαν από τον διευθυντή για προβλήματα, αλλά ο καθένας ανέφερε διαφορετικό θέμα στο οποίο να έχει εστιαστεί η «ενημέρωση» από τον διευθυντή. Μας ανέφεραν ότι το Ίδρυμα υπό το οποίο λειτουργούσε μέχρι τώρα ο ραδιοφωνικός σταθμός, παρουσιάζει σοβαρά νομικά προβλήματα (χωρίς όμως να τους έχει αναλυθεί απευθείας από τη νομική υπηρεσία το είδος και οι λεπτομέρειες των «προβλημάτων»), άλλοι ανέφεραν ότι ο διευθυντής τους είπε ότι όλοι οι εργαζόμενοι στο ραδιοφωνικό σταθμό αμείβονται με πολύ μεγάλα ποσά (τουλάχιστον 3.000 ευρώ!!!), κ.λπ.. Από την έρευνα που κάναμε διαπιστώσαμε ότι ελάχιστοι εργαζόμενοι φθάνουν σε τέτοια επίπεδα και τέτοιες αμοιβές αφορούν μόνο λίγα άτομα που έχουν μεγάλες οικογένειες και πολύ μεγάλη προϋπηρεσία, γεγονός που είναι απολύτως αποδεκτό και νόμιμο με βάση την ισχύουσα εργατική νομοθεσία. Οι καταγγελίες όμως κατά του διευθυντή περιελάμβαναν και συγκαλυμμένες υπέρογκες αμοιβές ανθρώπων που εκείνος έφερε στο σταθμό και αλλοίωσαν το εκκλησιαστικό και πνευματικό κλίμα των εκπομπών του. Οι Ιεράρχες δεν πληροφορήθηκαν τίποτα για αυτό το θέμα και έπεσαν θύματα μεθοδευμένης και κατευθυνόμενης παραπληροφόρησης ώστε να πέσει σε αυτούς η ευθύνη της διάλυσης του σταθμού και της εξαφάνισης της φωνής της Εκκλησίας σε αυτή την κρίσιμη περίοδο. Αντίθετα, ο εκπρόσωπος τύπου της προηγούμενης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ανέφερε σε συνέντευξη τύπου πριν από ορισμένους μήνες ότι και δεν υπάρχει κανένα θέμα αλλαγής συνθηκών στο ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας, ούτε στις αποδοχές των εργαζομένων. Βλέπουμε δηλαδή μια ξεκάθαρη σύγκρουση αντιλήψεων μεταξύ των Ιεραρχών και της διευθυντικής ομάδας του σταθμού. Πώς «ξαφνικά» ανακαλύφθηκαν τόσα προβλήματα για τα οποία η μοναδική λύση ήταν η εθελούσια παραίτηση όλων των εργαζομένων και το κλείσιμο του Ιδρύματος εντός του οποίου στηρίζεται η ύπαρξη του σταθμού;
Ένα άλλο στοιχείο που οδηγεί ορισμένους Ιεράρχες να υποστηρίξουν την μη αναγκαιότητα ύπαρξης ραδιοφωνικού σταθμού είναι και η περιορισμένη δυνατότητα για διαφημίσεις. Όταν ο σταθμός λειτουργούσε στην υγιή μορφή του, ακόμη και με εκπομπές για τα εθνικά θέματα και μια ουσιαστική ενημέρωση που συνέδεε το παρόν με την ιστορία και την ορθόδοξη πνευματικότητα, είχε πολύ υψηλή ακροαματικότητα παρά το γεγονός ότι δεν συμπεριλαμβανόταν στις επίσημες μετρήσεις ακροαματικότητας. Απλώς η προσέλκυση διαφήμισης δεν αποτελούσε στόχο υψηλής προτεραιότητας, αν και ήταν ευπρόσδεκτη όταν συνέβαινε. Η διάβρωση του προγράμματος και η πλήρης υποβάθμιση του σταθμού με την καινούργια διεύθυνση έριξε το σταθμό της Εκκλησίας στην απαξίωση σε σημείο που πολλές μητροπόλεις να μην αναμεταδίδουν το πρόγραμμά του διότι το θεωρούν μέχρι και αντιεκκλησιαστικό και πολλοί σταθεροί παλιοί ακροατές απλώς να μην αντέχουν τους νεωτερισμούς και την κούφια εκκοσμίκευση. Οι εν λόγω Ιεράρχες, λοιπόν, όταν πληροφορούνται από την διευθυντική ομάδα του σταθμού ότι το ποσοστό των διαφημίσεων είναι χαμηλό και θεωρούν ότι ο σταθμός δεν είναι βιώσιμος, θα μπορούσαν να αναρωτηθούν πώς και από ποιους έχει καταντήσει ο σταθμός σε αυτό το επίπεδο με περιορισμένη ακροαματικότητα, διότι τότε θα διαπιστώσουν ότι αυτοί που τους σερβίρουν τέτοιες διαπιστώσεις είναι και αυτοί που ευθύνονται για την κατάσταση.
Εδώ έχουν φτάσει τα πράγματα σε σημείο ώστε στο παρελθόν να υπάρχουν διευθυντές που χαρακτήρισαν τον Αγιασμό ως «βρωμόνερο» και να αποτελούν τους εκλεκτούς της περιβόητης Μαριέττας Γιαννάκου Κουτσίκου ή του Ψυχάρη (του οποίου η μοναδική βέβαιη σχέση με την Εκκλησία ήταν τα «καντήλια» που κατέβαζε κάθε μέρα στις εφημερίδες του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη) ή άλλων προσώπων ενταγμένων στο αντιεκκλησιαστικό σύστημα που επιλέγονται από τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο (ή το υπόγειο περιβάλλον του) ως «ένδειξη καλής θέλησης»!!! Η διοίκηση της Εκκλησίας δίνει εξετάσεις;
Στις 11 Ιανουαρίου είχε προσδιοριστεί και η δίκη για τα ασφαλιστικά μέτρα της διευθύντριας του γραφείου τύπου της Ιεράς Συνόδου, Μαρίτας Πάλλη, για παράνομη απόλυση, η πρώτη σε μια σειρά πιθανών μελλοντικών νομικών ενεργειών, όπου καταγγέλλει ολόκληρο εσωτερικό «κύκλωμα» εντός της Εκκλησίας για να αποκόψει τους Μητροπολίτες από την ενημέρωση και να εξουδετερώσει τη φωνή της Εκκλησίας στην κοινωνία. Μεταξύ άλλων, καταγγέλλει και ότι η παράνομη απόλυσή της έγινε η ότι δεν εντάχθηκε στο «κύκλωμα». Η δίκη αναβλήθηκε μεν λόγω απεργίας των δικηγόρων, αλλά αυτή η υπόθεση συνδυάζεται και αλληλοσυμπληρώνεται με την υπόθεση του ραδιοφωνικού σταθμού, όπως προαναφέραμε. Και οι δύο φωτίζουν πραγματικά την ύπαρξη «κυκλώματος» εντός της Εκκλησίας για εξουδετέρωση της φωνής της Εκκλησίας και της πληροφόρησης προς τους Ιεράρχες.
Ειδικά για το ραδιοφωνικό σταθμό όμως, δεν μπορεί να μην τονιστεί και η ευθύνη των εργαζομένων και κυρίως των δημοσιογράφων, οι οποίοι έχουν αφήσει τον σταθμό στην τύχη που του επιφυλάσσει η διευθυντική ομάδα χωρίς μέχρι τώρα κάποια ουσιαστική κίνηση για να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Προφανώς, στηρίχθηκαν στην ΕΣΗΕΑ, αλλά το «αριστερό συστατικό» της (όπως αυτοχαρακτηρίζεται) είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν προσφέρει ουσιαστική στήριξη. Μια ματιά στη σύνθεση του Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ, τόσο του σημερινού όσο και του προηγούμενου, αποκαλύπτει άτομα που προέρχονται από μεγάλα διαπλεκόμενα εκδοτικά συγκροτήματα, ακόμη και άλλα υποστήριξαν εξτρεμιστικές οργανώσεις εναντίον της Εκκλησίας. Η ανοχή των εργαζομένων σημαίνει απαξίωση και καταστροφή του κοινωνικού αγαθού και δημόσιας περιουσίας (της συχνότητας εκπομπής). Ειδικά για την Εκκλησία, οι κάτοχοι της ιδιοκτησίας εκτός από Έλληνες πολίτες στη συντριπτική πλειοψηφία τους είναι και Ορθόδοξοι Χριστιανοί, άρα πλήττονται διπλά από την απαξίωση και αχρήστευση του Σταθμού.
http://www.farosradio.gr/