από ψυχολογικές διαταραχές.
Η έρευνα σε δειγμα 17.000 παιδιών έδειξε πως η παρατεταμένη απουσία από το σχολείο συνδέεται με την εμφάνιση προβλημάτων ψυχολογικής φύσης κατά τη διάρκεια της εφηβείας ή αργότερα.
«Γνωρίζουμε ότι οι μαθητές που απουσιάζουν επί μακρόν από το σχολείο είναι πιθανό να εμφανίσουν ψυχολογικές διαταραχές, αλλά δεν γνωρίζουμε για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό», αναφέρει ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας Τζέφρι Γουντ.
Ο ίδιος επισημαίνει ότι πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο στον οποίο μπορεί να εισέλθει ένας μαθητής αφού οι ψυχολογικές διαταραχές, που είναι πιθανό να προκληθούν από την παρατεταμένη απουσία, οδηγούν σε νέες, αναγκαστικές απουσίες για λόγους ασθενείας αυτή τη φορά.
Σύμφωνα με την έρευνα, μαθητές από την πρώτη τάξη του δημοτικού έως την τρίτη τάξη του γυμνασίου που εμφανίζουν ψυχολογικές διαταραχές, όπως είναι η αντικοινωνική συμπεριφορά και η κατάθλιψη, χάνουν πολύ περισσότερες ώρες μαθημάτων στη διάρκεια μιας χρονιάς σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο και σε σύγκριση με τους υπόλοιπους συμμαθητές τους.
Παράλληλα, οι μαθητές που απουσίαζαν παρατεταμένα από το σχολείο μια χρονιά, τείνουν να εμφανίσουν αντικοινωνική συμπεριφορά ή ακόμη και κατάθλιψη τα επόμενα χρόνια.
Για παράδειγμα, μαθητές του Γυμνασίου που απουσίαζαν επί είκοσι μέρες από το σχολείο έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν υψηλότερα επίπεδα άγχους και κατάθλιψη στο Λύκειο.
Τα συμπεράσματα της έρευνας θα μπορούσαν να φανούν πολύ χρήσιμα στην ανάπτυξη προγραμμάτων που στοχεύουν στην αντιμετώπιση του φαινομένου των συχνών απουσιών από το σχολείο.
«Το διδακτικό προσωπικό θα μπορούσε να επωφεληθεί από τα συμπεράσματα της έρευνας. Αποτρέποντας τα παιδιά από το να απουσιάζουν από το σχολείο, τα θωρακίζουμε από τυχόν ψυχολογικές διαταραχές και επομένως από τα νέα μακρά διαστήματα απουσίας από το σχολείο», αναφέρει ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Στην έρευνα, που πραγματοποιήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνεργάστηκαν ερευνητές από τα πανεπιστήμια της Καλιφόρνιας, του Λος Άντζελες (UCLA), της Φλόριντας, της Βοστώνης και του πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς.
Οι ερευνητές συγκέντρωσαν το υλικό τους από συνεντεύξεις με γονείς, μαθητές και καθηγητές
καθώς και από τα αρχεία που διατηρούν τα σχολεία.