tromaktiko: To Παραμύθι - Τό Άλφα πού γίνεται ..καί Ήτα

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

To Παραμύθι - Τό Άλφα πού γίνεται ..καί Ήτα



Μέρες πού είναι καιρός πού είναι, άς πούμε κι ένα παραμύθι…
Άναψε την γκαζόλαμπα κι έριξε, λοιπόν, η γιαγιά μας η καλή στη θράκα τα κάστανα, κάθισε στην κόχη της, φόρεσε τα γυαλιά χαμηλά στη μύτη της, κι άρχισε να πλέκει την δαντέλα της και να μας λέει: Παραμύθι – παραμύθι, το κουκί και το ρεβίθι.. κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη. Δός της μπάτσο, δός της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι αρχινήσει…και μείς, εμείς τριγύρω της, φωλιασμένα κλωσόπουλα τ΄ Απρίλη, την ακούγαμε μ΄ ανοιχτό τό στόμα..

- Ήτανε πού λέτε παιδιά μου, σε έναν τρανό κουλουριασμένο ατελείωτο κατάλογο, από πάπυρο καμωμένο, γραμμένα πολλά γεγονότα, σημαντικές προσωπικότητες και άλλα. Όλα γραμμένα με τό Νύ και με τό Σίγμα με απόλυτη αλφαβητική σειρά. Σ’ αυτόν τον μακρύ κατάλογο πλησίασε, λοιπόν, ένας ανθρωπάκος με την πορφυρή του χλαμύδα και με την κάπα του ριγμένη στους ώμους - είχε ένα κρύο κεί απόξω! - πού τον κρατούσε σφιχτά κι αγέρωχα, η αγέραστη κι αειθαλής Παραμυθού γριά -πολύ πιο γριά από μένα - η Ιστορία.

- Είμαι ο Αυγείας είπε, κοντοστάθηκε και στύλωσε τα ποδάρια σάν μουλάρι. Ψάξτε στο «Α», ψάξτε γλήγορα, γλήγορα ρε!!! στο ΑΛΦΑ. (Α-ρχή, Λ-όγου, Φ-ωνή, Α-νθρώπου) και χτυπά την ράβδο της εξουσίας των κοπαδιών του καταποδιαστά τρείς – τέσσερες φορές καταγής.

–Και ποιός είσαι
συ ρέ, για να ψάξουμε να σε βρούμε; ρώτησε με αυστηρότητα σκληρή ο καλαμαράς τής Ιστορίας.

- Είναι γνωστό το ποιός είμαι!…είμαι Βασιλιάς!. Γιός του Ήλιου!.

- Ξέρεις Μεγαλειότατε, οι Βασιλιάδες είναι πάρα πολλοί, δεν χωρούν και δεν μπαίνουν όλοι στα κιτάπια της. Πες μας συγκεκριμένα, ποιά είναι τα έργα σου;.
Τότε είναι που μπήκε στη συζήτηση ο αρχιγραμματέας, πού βαστούσε βιογραφικά σημειώματα, ημερολόγια, ληξιαρχικές πράξεις και ντοκουμέντα, για τις συνεδριάσεις της Ιστορικής Επιτροπής.

- Ψάξτε στο «Η», γλήγορα στό ΗΤΑ. ( Ήθος, Τόλμη, Αρετή ).

- Είναι εκείνος ο Αυγείας, εκείνος στην περιουσία του οποίου και στη δούλεψή του, δούλεψε πρίν πολλά – πολλά χρόνια ο Ηρακλής. «Θυμόσαστε άραγε παιδιά μου τους στάβλους, τα γελάδια και τις κοπριές τού Αυγεία;», έ παιδιά μου; ρώτησε η γιαγιά μας, και πήγε να βγάλει τα κάστανα, να μας τα μοιράσει...

Ο αρχιγραμματέας κούνησε στενάχωρα την κεφάλα του:
-‘Αχ! αναστέναξε, και μονολόγησε… αυτός ο Ηρακλής! Πόσες μηδενικές ασημαντότητες έσυρε μαζί του, καί σέρνει στην Ιστορία!. κι γιαγιά μου συνέχισε να ετοιμάζει τα προικιά μας, η ξοχέρα!!!

-Γέμισε θαλπωρή και γλυκιά ευωδία η κάμαρα, θάμπωσαν τα παραθύρια, μάς πήρε ο ύπνος στα ψαθιά και στα κιλίμια, ήρθαν τα ονείρατα.. τα μεσάνυχτα, ήρθαν τα κικιρίκου …κι έζησαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα.-
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!