Η ιστορία ξεκινά τον Οκτώβριο του 1988, όταν η Σίντι Λόουρι, υπεύθυνη της Greenpeace στην πόλη Ανκορατζ στην Αλάσκα, διαβάζει στην τοπική εφημερίδα πως τρεις νεαρές γκρίζες φάλαινες έχουν εγκλωβιστεί μέσα στους πάγους στο βορειότερο σημείο του αμερικανικού εδάφους, την πόλη Μπάροου.
Η Λόουρι, που είχε μοναδική παρέα τον σκύλο της, ένα ντόμπερμαν με το όνομα Ντόνι, ασχολείτο με θέματα που αφορούσαν τις εταιρείες εξόρυξης πετρελαίου και την υπεραλίευση, όμως μέσα σε λίγες ώρες η ζωή της άλλαξε ριζικά. Το πρώτο τηλεφώνημα που δέχεται είναι από έναν βιολόγο που της λέει πως οι φάλαινες έχουν ελάχιστο χρόνο ζωής, όμως η Greenpeace δεν μπορεί να βοηθήσει καθώς δεν έχει δικό της παγοθραυστικό.
«Αλάσκα καλεί Μόσχα»
Χωρίς να χάσει λεπτό, ξεκινά με δική της πρωτοβουλία να τηλεφωνεί σε όποιον μπορεί να βοηθήσει. Καλεί τον κυβερνήτη της περιοχής, έναν γερουσιαστή, το υπουργείο Αλιείας, την ακτοφυλακή, τις εταιρείες πετρελαίου, ακόμη και τον στρατηγό που ήταν υπεύθυνος για την Εθνοφρουρά της Αλάσκας, χωρίς όμως κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ενας φίλος της δημοσιογράφος την ενημερώνει ότι υπάρχει συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, η οποία προβλέπει πως σε περίπτωση που πλοία των δυο χωρών βρεθούν σε ανάγκη οφείλει η μια χώρα να βοηθήσει την άλλη. Χωρίς να χάσει λεπτό, τηλεφωνεί στη Μόσχα. Μέσα σε λίγες ώρες, μια πετρελαϊκή εταιρεία υπόσχεται να συνδράμει με ένα από τα πλοία της και ο Αμερικανός υφυπουργός για τις Θαλάσσιες Υποθέσεις υπόσχεται στην ίδια πως θα βοηθήσει. «Επικρατούσε μια τρελή κατάσταση και όλοι τηλεφωνούσαν σ’ εμένα. Δεν μου φαινόταν περίεργο εκείνη την ώρα γιατί ήμουν απασχολημένη με τη διάσωση των ζώων», εξηγεί η ίδια. Η κινητοποίηση ήταν τόσο μεγάλη που μέσα σε 36 ώρες η Λόουρι με ένα ελικόπτερο του τηλεοπτικού δικτύου NBC βρέθηκε στο σημείο που είχαν εγκλωβιστεί οι φάλαινες.
Οπως αφηγείται ο Κάμπελ Πλόουντεν, που εκείνη την περίοδο ήταν ο υπεύθυνος της οργάνωσης για το πρόγραμμα των φαλαινών και στο ημερολόγιο του οποίου στηρίχτηκαν τα γυρίσματα, το έργο της διάσωσης ήταν υπεράνθρωπό. «Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν πως έπρεπε να σπάσουμε ένα τεράστιο κομμάτι πάγου μήκους 8 χιλιομέτρων, προκειμένου οι φάλαινες να βγουν στα ανοιχτά. Ομως, κανένα από τα παγοθραυστικά της κυβέρνησης, της Ακτοφυλακής αλλά και μιας πετρελαϊκής εταιρείας δεν ήταν διαθέσιμο. Χωρίς να έχουμε πολλές εναλλακτικές λύσεις, σκεφτήκαμε πως θα έπρεπε να ζητήσουμε βοήθεια από τη Σοβιετική Ενωση. Η ιδέα ήταν εντελώς τρελή, καθώς ο Πρόεδρος Ρίγκαν δεν «συμπαθούσε» καθόλου τους Σοβιετικούς. Τελικά και ύστερα από περίπου μια εβδομάδα συνεχών τηλεφωνημάτων, καταφέραμε να ενώσουμε σε μια κοινή προσπάθεια τους Αμερικανούς, τους Σοβιετικούς και την κοινότητα των Εσκιμώων και να ελευθερώσουμε τις φάλαινες. Η αμερικανική αεροπορία χρησιμοποίησε το μεγαλύτερο μεταφορικό αεροπλάνο της για να προσφέρει στους διασώστες ένα παγοθραυστικό μηχάνημα βάρους 11 τόνων, ενώ η Σοβιετική Ενωση συνέδραμε με το παγοθραυστικό «Ναύαρχος Μακάροφ» και ένα φορτηγό πλοίο.
Προσομοίωση
Οπως αναφέρουν οι συντελεστές της ταινίας, οι συνθήκες που αντιμετώπισαν στη διάρκεια των γυρισμάτων ήταν ιδιαίτερα δύσκολες, όμως, με τη βοήθεια της Λόουρι που συνεργάστηκε στενά με την Μπάριμορ και παρά τις αντιξοότητες, το αποτέλεσμα τους δικαίωσε. Η θερμοκρασία την περίοδο των γυρισμάτων έφτανε τους 37 οC, σε αντίθεση με τους -20 οC που επικρατούσαν τον Οκτώβριο του ’88, ενώ πολλά από τα κτίρια όπου διαδραματίστηκε η πραγματική ιστορία δεν υπήρχαν. Ετσι, στήθηκε εξ αρχής μια μικρή πόλη, χιλιόμετρα ενός λευκού πλαστικού υλικού χρησιμοποιήθηκαν για να μοιάζει η περιοχή παγωμένη και μια μηχανή τεχνητού χιονιού λειτουργούσε αδιάκοπα. «Η μόνη παρόμοια δουλειά που έχω κάνει ήταν με την ταινία “ΕΤ”. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων υπήρχε τόση ένταση λόγω του θέματος και χημεία, που δεν καταλάβαινα πως τα ζώα ήταν ψεύτικα. Τα συναισθήματα ήταν τόσο έντονα και η ατμόσφαιρα τρομερά φορτισμένη, πράγμα που πιστεύω πως αποτυπώνεται και στην ταινία», εξηγεί η Μπάριμορ.