Γεννήθηκε το 1900 στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης και έζησε τα νεανικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Το 1915 αποφοίτησε από το Ζωγράφειο Γυμνάσιο και τον επόμενο χρόνο εμφανίσθηκε ερασιτεχνικά σε θεατρική σκηνή της Κωνσταντινούπολης κάνοντας μεγάλη εντύπωση. Το 1918 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο κάνει την εμφάνισή του ως επαγγελματίας πλέον ηθοποιός με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη με τον οποίο και συνεργάσθηκε μέχρι το 1935 όταν για μια μόνο θεατρική περίοδο δημιούργησε ο ίδιος θίασο συνεταιρικά με την Αλίκη και τον Κώστα Μουσούρη.
Μετά το τέλος της περιόδου εκείνης επανήλθε στο θίασο της Κοτοπούλη παραμένοντας μέχρι το 1946. Κατά τη θερινή περίοδο του 1947 συνεργάσθηκε με την Κατερίνα Ανδρεάδη και τον χειμώνα του ίδιου έτους συγκρότησε αποκλειστικά δικό του θίασο.
Στη διάρκεια της λαμπρής και πλούσιας σε επιτυχίες θεατρική σταδιοδρομία του έπαιξε σε περισσότερα από 200 ξένα θεατρικά έργα μεταξύ των οποίων στο Αρσενικό και παλιά δαντέλλα του Κέσσερλινγκ, στο Έξυπνοι και κουτοί του Γκάρσον Κάνιν, στην κωμωδία του Σαίξπηρ Όπως σας αρέσει, στο Βολπόνε του Μπεν Τζόνσον, στο Γαμπρός του κ. Πουαριέ του Ωζιέ, στο Κνοκ του Ζυλ Ρομαίν κ.ά. καθώς επίσης και σε περισσότερες από 110 ελληνικές κωμωδίες.
Ο Βασίλης Λογοθετίδης ήταν και από τους πρώτους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου, όπου πρωτοεμφανίζεται το 1933, σε ταινίες που σχεδόν σε όλες και πρωταγωνιστεί όπως Ο κακός δρόμος (1933), Μαντάμ Σουσού (1948), Οι Γερμανοί ξανάρχονται (1948), Ένα βότσαλο στη λίμνη (1952), Σάντα Τσικίτα (1953), Δεσποινίς ετών 39 (1954), Ούτε γάτα, ούτε ζημιά (1955), Η κάλπικη λίρα (1955), Ο ζηλιαρόγατος (1956), Δελησταύρου και υιός (1957) και Ένας ήρως με παντούφλες (1958) που ήταν και η τελευταία κινηματογραφική του παρουσία.
Το 1957 ανέλαβε καλλιτεχνική περιοδεία στις ΗΠΑ με σκοπό τη καθιέρωση συστηματικής επαφής μεταξύ των θεάτρων όλων των χωρών της γης, δίνοντας παραστάσεις σε οκτώ πόλεις των ΗΠΑ όπου και θριάμβευσε. Κατά δε την υποδοχή του στη πόλη Πίτσμπουργκ, ο δήμαρχος της πόλης του παρέδωσε το χρυσό κλειδί της πόλης, τιμή που δεν έχει ξαναγίνει σε Έλληνα ηθοποιό. Ακριβώς σε αναγνώριση της συμβολής του αυτής για την πρόοδο της ελληνικής θεατρικής τέχνης και παρουσίας σε διεθνές κοινό, ο Βασιλιάς Παύλος του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος. Νωρίτερα (1952), είχε τιμηθεί και με το Έπαθλο Ξενόπουλου.
Ο Βασίλης Λογοθετίδης πέθανε στο σπίτι του στις 20 Φεβρουαρίου 1960 από καρδιακή προσβολή, ενώ ετοιμαζόταν να πάει στο θεάτρό του. Τη διεύθυνση του θιάσου του συνέχισε επάξια ο Χρήστος Ευθυμίου. Ήταν άγαμος, δεν είχε στενούς συγγενείς και κατοικούσε στο Παλαιό Φάληρο.