ανθρώπου, κούκλα, (μτφ) άνθρωπος χωρίς βούληση.
Ανθέλληνας (ο) ουσ. - Αυτός που εχθρεύεται τους Έλληνες ή την Ελλάδα.
Ανίκανος, η, ο επίθ. - Όχι ικανός για κάτι.
Δοτός (ο) επίθ. - Ο μη εκλεγμένος.
Εκβιασμός (ο) ουσ. - Η πράξη και το αποτέλεσμα του εκβιάζω, η άσκηση βίας ή ηθικής πίεσης για την επίτευξη, συνήθως, αθέμιτου σκοπού.
Ενδοτικός, ή, ό επίθ. - Υποχωρητικός.
Ξενόδουλος, η, ο επίθ. - Ο υποταγμένος στους ξένους, ο δουλικά μιμούμενος τους ξένους, τις ξενικές συνήθειες.
Πατριδοκάπηλος, (ο) ουσ. - Ο εκμεταλλευόμενος την ιδέα της πατρίδας.
Τυχάρπαστος, η, ο επίθ. - Αυτός που αναδείχτηκε από την τύχη και τις περιστάσεις και όχι από τις ικανότητες του.
Υπόδουλος, η, ο επίθ. - Ο ευρισκόμενος κάτω από ξένη κυριαρχία, σκλάβος. Συνών.: ραγιάς.
Υποτελής, ής, ές επίθ. - Ο υποκείμενος σε φορολογία, ο υπό την εξουσία άλλου, υπόδουλος.
Υ.Γ.(1) Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις δεν είναι καθόλου συμπτωματική.
Υ.Γ.(2) " Το να σου παραδώσω την Πόλη δεν είναι ούτε δικό μου δικαίωμα ούτε κανενός άλλου κατοίκου της" είχε απαντήσει στον Μωάμεθ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Και πέθανε
μαχόμενος στις επάλξεις.
Από το λεξικό Τεγόπουλος-Φυτράκης
Αναγνώστης