Ένας αρχαίος λατίνος φιλόσοφος, ο Αυγουστίνος Ιππώνος, είπε ότι το «σφάλλειν είναι ανθρώπινο» (errare humanum est). Πράγματι, σε οποιοδήποτε επάγγελμα...
δικαιολογείται ένα ποσοστό λάθους και όσο πιο μικρό είναι αυτό, τόσο καλύτερο θεωρούμε τον επαγγελματία. Πόσο αποδεκτή από την κοινωνία είναι μία τέτοια θεώρηση για τον ιατρικό κόσμο;
Στις Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής οι θάνατοι από ιατρικά λάθη υπολογίζονται ότι φτάνουν έως και τους 98.000 το χρόνο, αριθμός μεγαλύτερος από τα περιστατικά οδικών τροχαίων ατυχημάτων, AIDS ή καρκίνου του μαστού. Κάποιες μελέτες αμφισβητούν αυτά τα νούμερα και θεωρούν ότι εάν υπάρξει πλήρης καταγραφή των ιατρικών λαθών μπορεί ο αριθμός των θανάτων από ιατρογενείς λόγους να φτάσει τους 250.000 και να αποτελεί την τρίτη αιτία θανάτου στη χώρα. Και στην Ευρώπη υπάρχουν αντίστοιχες μελέτες οι
οποίες καταγράφουν μία ανάλογη εικόνα. Συγκεκριμένα στη γειτονική μας Ιταλία υπολογίζεται ότι ο ετήσιος αριθμός θανάτων από ιατρικά σφάλματα είναι κατά μέσο όρο 35.000 και ο αριθμός των ατόμων που έχουν πέσει θύμα ιατρικού λάθους υπολογίζεται σε 320.000 ετησίως.
Στην Ελλάδα η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή των ιατρικών σφαλμάτων με αποτέλεσμα να υπάρχουν μόνο κάποιες εκτιμήσεις με μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους. Κάποιες από αυτές αποδίδουν σε σφάλματα ιατρών περίπου 6.000 θανάτους το χρόνο. Αυτό που είναι μετρήσιμο και μπορεί να καταγραφεί και στη χώρα μας είναι τα περιστατικά αναζήτησης ιατρικής ευθύνης που φτάνουν στα δικαστήρια. Δηλαδή να καταγραφούν οι μηνύσεις και οι αγωγές οι οποίες κατατίθενται εναντίων ιατρών. Μία σχετικά πρόσφατη καταγραφή μιλούσε για τετραπλασιασμό αυτών των υποθέσεων στο διάστημα μίας τετραετίας. Τι άλλαξε όμως στην Ελλάδα και έχουμε αυτή την εντυπωσιακή αύξηση;
Είναι ιδιαίτερα δύσκολο κάποιος να δώσει μία απλή απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Κυρίως γιατί διαπιστώνεται ότι αυτή η πραγματικότητα επηρεάζεται από μία σειρά παραγόντων. Αξίζει όμως να κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά σε δύο συγκεκριμένους παράγοντες που ίσως να επηρέασαν καθοριστικά στη δημιουργία αυτού του φαινομένου και στη χώρα μας, ακολουθώντας τα λεγόμενα «δυτικά» πρότυπα.
Ο πρώτος σημαντικός παράγοντας είναι η σαφής μεταβολή του δεοντολογικού-νομοθετικού πλαισίου. Συγκεκριμένα μέχρι πρόσφατα το πλαίσιο αυτό διέγραφε μία ξεκάθαρη πατερναλιστική αντίληψη της ιατρικής. Σύμφωνα με αυτή, ο ιατρός αποφάσιζε για το σύνολο της ιατρικής πράξης, καθώς έχοντας το πλεονέκτημα της γνώσης, ήταν ο πλέον κατάλληλος να το πράξει χωρίς καμία άλλη υποχρέωση. Η μεταβολή στο νομικό πλαίσιο άρχισε να διαφαίνεται με το Ν.2071/1992 όπου γίνεται πρώτη φορά αναφορά στα «δικαιώματα του νοσοκομειακού ασθενούς». Λίγο αργότερα, το 1998 η χώρα μας κυρώνει με νόμο την ευρωπαϊκή «Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική» (Ν. 2619/1998). Τέλος η επιστέγαση μίας οριστικής κατάρρευσης της πατερναλιστικής αντίληψης της ιατρικής ήρθε με το νέο Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας του 2005 (Ν. 3418/2005). Ας σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι ο προηγούμενος «Κανονισμός Ιατρικής Δεοντολογίας» ίσχυε από το 1955 χωρίς καμία αναθεώρηση! Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι και σύμφωνα με τη νέα νομοθετική-δεοντολογική πραγματικότητα ο ιατρός, όπως και ο ασθενής, έχει συγκεκριμένα δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις.
Ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας είναι η ενημέρωση του κόσμου για τα ιατρικά θέματα. Σε αυτό συνέβαλε καθοριστικά η ανάπτυξη των Μ.Μ.Ε στη χώρα μας. Συγκεκριμένα η δημιουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης στις αρχές του ’90 με την παρουσίαση όλων και περισσότερων θεμάτων ιατρικού περιεχομένου, η ανάπτυξη περισσότερων έντυπων μέσων, με ιδιαίτερο ή και αποκλειστικό ενδιαφέρον για θέματα υγείας, μέχρι την διαδικτυακή ενημέρωση μέσα από ιστότοπους γενικού ενδιαφέροντος με ιατρικές ενότητες ή ακόμα και άλλους αμιγώς ιατρικούς. Τέλος, δεν πρέπει να παραληφθούν ως πηγή ενημέρωσης οι πολυπληθείς δικτυακοί χώροι των ίδιων των ιατρών. Όλα αυτά έχουν δώσει στους πολίτες τη δυνατότητα να ενημερώνονται ανά πάσα στιγμή για όλες τις ιατρικές ασθένειες, ακόμα και να λύνουν απορίες τους για συγκεκριμένες ιατρικές πράξεις (όπως χειρουργικές τεχνικές, φαρμακευτικές αγωγές κ.α). Εδώ βέβαια τίθεται το θέμα της επιστημονικής εγκυρότητας καθώς η όποια άποψη εκφράζεται με μεγάλη πλέον ευκολία από διάφορους ειδικούς. Σε κάθε περίπτωση είναι γεγονός ότι και ο Έλληνας ασθενής έχει πλέον τη δυνατότητα να ενημερώνεται, να κρίνει και να συγκρίνει.
Με την καθοριστική συμβολή των δύο αυτών παραγόντων, φτάσαμε σήμερα σε μία διαφορετική αντίληψη της ιατρικής πράξης από την ελληνική κοινωνία. Ο Έλληνας ασθενής έχει πλέον πολλαπλές πηγές ενημέρωσης για τα ιατρικά θέματα και επιπλέον γνωρίζει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του. Κατά συνέπεια αρκετές φορές κρίνει από μόνος του ότι ο γιατρός υπέπεσε σε ιατρικό σφάλμα. Σε αυτή τη περίπτωση όλο και πιο συχνά αποφασίζει να ακολουθήσει τη νομική διαδικασία. Κεντρικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία έχει ο ιατροδικαστής. Ο ιατροδικαστής είναι ο ιατρός στον οποίο πρέπει να απευθυνθούμε στην όποια υπόνοια ιατρικού σφάλματος. Αυτός θα κλιθεί αρχικά να μας συμβουλέψει για το εάν μπορεί επιστημονικά να υποστηριχτεί μία τέτοια διαδικασία και σε δεύτερο χρόνο θα κλιθεί να γνωμοδοτήσει με βάση το σύνολο του ιατρικού φακέλου. Αυτό είναι απαραίτητο είτε σε απώλεια ζωής, είτε σε περίπτωση σωματικών βλαβών. Είναι σημαντικό να μην ξεκινά ποτέ στα «τυφλά» μία νομική διαδικασία με βάση μία γενική ενημέρωση ούτως ώστε η όποια αναζήτηση ιατρικού «σφάλλειν» να αποφέρει τελικά περισσότερα οφέλη παρά επιπλέον απώλειες.
* Ο Γρηγόρης Λέων είναι Ιατροδικαστής- Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών