Δεν προβλέπεται με όρο της ασφαλιστικής σύμβασης εξαίρεση της κάλυψης του Φ.Π.Α..Ο Φ.Π.Α. συμπεριλαμβάνεται αναπόσπαστα στα έξοδα που καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι για τη νοσηλεία τους και είναι ανεξάρτητος από τη σύμβαση ασφάλισης. Ο όρος που επικαλείται η ασφαλιστική εταιρεία αναφέρεται σε φορολογικές επιβαρύνσεις που συνδέονται με τη σύναψη της ασφάλισης και όχι σε φόρους που υφίστανται ανεξαρτήτως της ύπαρξης της ασφάλισης. Παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά η μη καταβολή του Φ.Π.Α. από την ασφαλιστική εταιρεία. Πρόκληση ζημίας στην καταναλώτρια. Επιβολή χρηματικού προστίμου 8.000 ευρώ για παράβαση του απαγορευτικού κανόνα του ά. 8 παρ. 1 του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών, σύμφωνα με την από 19.12.2011 εισήγηση της Διεύθυνσης Προστασίας Καταναλωτή.
1. ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή υποβλήθηκε η υπ’ αριθμ. πρωτ. Ζ2-….. καταγγελία της …, σύμφωνα με την οποία η ανωτέρω εταιρεία (στη συνέχεια «η εταιρεία») αρνήθηκε να καταβάλλει ως όφειλε δυνάμει του υπ’ αριθμ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που έχει συνάψει με αυτήν, το ποσό των 662,32 (εξακοσίων εξήντα δύο και τριάντα δύο) ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν σε Φ.Π.Α. 11% επί εξόδων νοσηλείας της.
Η Υπηρεσία μας με την υπ’ αριθμ. πρωτ. Ζ2-…/22.06.2011 επιστολή της διαβίβασε την καταγγελία στην εταιρεία, η οποία με την από 18.07.2011 υποβληθείσα στην Υπηρεσία μας επιστολή της (αρ. πρωτ. Ζ2-…), αναφέρει ότι δεν δύναται να καλύψει τον Φ.Π.Α. επί των εξόδων νοσηλείας, κατ’ εφαρμογή σχετικού όρου που διέπει τις ασφαλιστικές συμβάσεις περί μη κάλυψης των φορολογικών επιβαρύνσεων των ασφαλιστηρίων, το περιεχόμενο του οποίου έχει ως ακολούθως: «Όλες οι φορολογικές επιβαρύνσεις, ή άλλες κρατήσεις που βαρύνουν το ασφαλιστήριο, οι αποδείξεις καταβολής του ασφαλίσματος, οι αποδείξεις εξόφλησης των ασφαλίστρων κ.λ.π., βαρύνουν τον Συμβαλλόμενο, τον Ασφαλισμένο, το Δικαιούχο ή άλλα πρόσωπα, τα οποία έχουν δικαιώματα από το ασφαλιστήριο».
Η Υπηρεσία μας με το υπ’ αρ. πρωτ. Ζ2-…./28.07.2011 έγγραφό της κάλεσε την εταιρεία να υποβάλει υπόμνημα με τις απόψεις της για παραβίαση του ά. 8 του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών.
Η εταιρεία υπέβαλε στην Υπηρεσία μας το από 12.08.2011 υπόμνημά της, το οποίο έλαβε αρ. πρωτ. Ζ2-…./12.08.2011), με το οποίο αρνείται την προσαπτόμενη παράβαση και υποστηρίζει συνοπτικά τα ακόλουθα:
- Συγκεκριμένη αναφορά στον Φ.Π.Α. δε θα μπορούσε να υπάρχει, αφού κατά το χρόνο σύναψης του συμβολαίου, δεν προβλεπόταν τέτοια επιβάρυνση
- Η ερμηνεία της σύμβασης κατά το ΑΚ 200 υποστηρίζει τη μη εκ μέρους της εταιρείας κάλυψης της ξαφνικής και απρόοπτης επιβολής Φ.Π.Α.
- Σύμφωνα με το ά. 30 του ν.δ. 400/1970, το ασφάλιστρο στις ασφαλίσεις ζωής πρέπει να είναι επαρκές
- Είναι ορθότερο η συγκεκριμένη διαφορά να αχθεί στα δικαστήρια και να μην αποτελέσει αντικείμενο κρίσης από την υπηρεσία μας, καθώς η ΓΓΚ είναι αρμόδια για την εξέταση καταγγελιών και την επιβολή κυρώσεων, μόνο στην περίπτωση που υπάρχει πράξη παράνομη και υπαίτια, η οποία δεν υπάρχει εν προκειμένω
Στις 15.09.2011 με το υπ’ αριθμ. πρωτ. Ζ2-… έγγραφο, ο Γενικός Γραμματέας Καταναλωτή αιτήθηκε την παροχή γνώμης από τη Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με το ά. 13 α παρ. 6 του ν. 2251/1994. Η Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος υπέβαλε στην υπηρεσία μας το από 21.11.2011 έγγραφό της (αρ. …/22.11.2011), με το οποίο διατυπώνει άποψη περί μη επιβολής κυρώσεων εναντίον της καταγγελλόμενης επιχείρησης.
2. ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Ν. 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών»
Άρθρο 2: Γενικοί όροι συναλλαγών-Καταχρηστικοί γενικοί όροι
4.Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή.
Άρθρο 8: Ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες
1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο.
Άρθρο 13 α: Κυρώσεις
….
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, του Αγορανομικού Κώδικα και διατάξεων άλλων ειδικών νομοθετημάτων, σε βάρος των προμηθευτών που παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος νόμου, επιβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πρόστιμο από χίλια πεντακόσια (1.500) έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ. Σε περίπτωση που εκδοθούν σε βάρος του ίδιου προμηθευτή περισσότερες από τρεις (3) αποφάσεις επιβολής προστίμου, το ανώτατο όριο προστίμου διπλασιάζεται και ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να διατάξει την προσωρινή διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης ή τμήματός της για χρονικό διάστημα από τρεις (3) μήνες έως ένα (1) έτος.
…..
6. Αν οι παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος διαπράττονται από: α) πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις και οργανισμούς του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας, που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή β) εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, που εποπτεύονται από την επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή γ) ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που εποπτεύονται από την Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), οι Κυρώσεις που προβλέπονται στον παρόντα νόμο επιβάλλονται μετά από γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της ΕΠ.Ε.Ι.Α., κατά περίπτωση. Η γνώμη αυτή παρέχεται μετά από σχετική αίτηση του Γενικού Γραμματέα Καταναλωτή εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου, οι διοικητικές Κυρώσεις επιβάλλονται χωρίς την ανωτέρω γνώμη…
N. 2496/1997 «Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις»
Άρθρο 1: Η έννοια και τα στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης
1. Με την ασφαλιστική σύμβαση, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα, ή εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση).
2. Η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αν αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο, τη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης, το πρόσωπο ή το αντικείμενο και τη χρηματική αξία του ή την περιουσία που απειλούνται ή σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου, το είδος των κινδύνων (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή (ασφαλιστικό ποσό), τις τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης, το ασφάλιστρο και το εφαρμοστέο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό.
….
Αστικός Κώδικας
Άρθρο 288: Ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη.
3. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΑΣ
Η εταιρεία εξέθεσε με το έγγραφο υπόμνημά της αναλυτικά τους ισχυρισμούς της αναφορικά με την παράβαση που της προσάπτεται.
Από την εξέταση των στοιχείων του φακέλου και των προβαλλομένων στο σχετικό υπόμνημα λόγων περί μη επιβολής διοικητικών κυρώσεων, η Υπηρεσία μας έχει την άποψη ότι στην εξεταζόμενη περίπτωση συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 2 του ά. 13 α του ν. 2251/1994, καθ’ όσον η εταιρεία, όπως αναλυτικά αναφέρεται στο ιστορικό του παρόντος προέβη στην ακόλουθη παράβαση του ν. 2251/1994:
Με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στο συμβαλλόμενό της ή σε τρίτον, παροχή σε χρήμα, ή εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή της.
Στην υπό κρίση περίπτωση, με τους «Ειδικούς Όρους Συμπληρωματικών Καλύψεων-…», που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του υπ’ αριθμ. ………/07.01.1994 ασφαλιστηρίου συμβολαίου, η εταιρεία αναλαμβάνει τη ρητή υποχρέωση έναντι των ληπτών της ασφάλισης να τους αποζημιώνει κάθε ποσό που θα καλούνται να καταβάλλουν για τις υπηρεσίες που αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 6 της Ασφάλισης Υπερκάλυψης …. Σύμφωνα ειδικότερα με το άρθρο 1 των ειδικών όρων της συγκεκριμένης ασφάλισης «Σε περίπτωση νοσηλείας από ατύχημα, ασθένεια ή λόγω τοκετού του (της) κυρίως ασφαλισμένου (ης) ..η Εταιρεία εγγυάται την πληρωμή του 100% των αναγνωριζομένων εξόδων που δαπάνησε ο Ασφαλισμένος με βάση το Τιμολόγιο Νοσοκομείου ή κλινικής και μέχρι του ορίου που προβλέπεται στον πίνακα παροχών». Σαν αναγνωριζόμενα έξοδα θεωρούνται τα χρεούμενα από το νοσοκομείο έξοδα για δωμάτιο και τροφή, οι δαπάνες για αμοιβή χειρούργου, βοηθών χειρούργου και αναισθησιολόγου, ιατρική και νοσηλευτική περίθαλψη, χρήση χειρουργείου, επιδέσμους, νάρθηκες, φάρμακα, αξονικές τομογραφίες κ.ά, όπως αναφέρονται στο ίδιο άρθρο. Στο άρθρο 9 των ειδικών όρων αναφέρονται οι εξαιρέσεις από την ασφαλιστική κάλυψη, κυρίως δηλαδή περιπτώσεις ασθενειών ή ατυχημάτων που δεν καλύπτονται από την ασφάλιση. Ουδεμία αναφορά γίνεται σε Φ.Π.Α. που τυχόν συμπεριλαμβάνεται στα έξοδα ή άλλα έξοδα που υποβάλλεται ο ασφαλισμένος για την νοσηλεία του. Περαιτέρω, σε κανένα άλλο σημείο του εντύπου των γενικών όρων της πρόσθετης ασφάλισης εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης και εν γένει της ασφάλισης που έχουν συνάψει οι ως άνω καταναλωτές με την εταιρεία δεν περιλαμβάνεται όρος, σύμφωνα με τον οποίο ο Φ.Π.Α. επί των διαφόρων εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης επιβαρύνει τον αντισυμβαλλόμενο καταναλωτή.
Η εταιρεία επικαλείται για να δικαιολογήσει την άρνηση κάλυψης του ΦΠΑ τον όρο 8 των γενικών όρων ασφαλίσεως, και όχι όρο του προσαρτήματος της συμπληρωματικής ασφάλισης νοσηλείας. Ωστόσο, και από τη διατύπωση του άρθρου 8 των γενικών όρων ατομικών ασφαλίσεων, που επικαλείται η εταιρεία καθίσταται σαφές, πέραν κάθε αμφιβολίας, ότι αυτός αναφέρεται σε φορολογικές επιβαρύνσεις που συνδέονται με τη σύναψη της ασφάλισης, και όχι σε φόρους που υφίστανται ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή της σύναψης της ασφάλισης, όπως συμβαίνει με το φόρο προστιθέμενης αξίας επί νοσηλίων, φαρμάκων κλπ. Αναφέρεται, ειδικότερα, σε φορολογικές επιβαρύνσεις επί του ασφαλιστηρίου οποιασδήποτε φύσης, των πράξεων είσπραξης ασφαλίστρων, των προκαταβολών, των πρόσθετων πράξεων και κάθε πράξης σχετικής με τη σύμβαση ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά τη διάρκεια ισχύος του. Δεν αφορούν καταδήλως φόρους που εμπεριέχονται στις δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται ο ασφαλισμένος και οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο και το περιεχόμενο των ασφαλιστικών καλύψεων (εν προκειμένω έξοδα νοσηλείας, φάρμακα, υλικά κλπ). Ακόμα, πάντως, κι αν υπήρχε αμφιβολία – που πάντως ουδεμία υφίσταται εν προκειμένω - για το περιεχόμενο του όρου που επικαλείται η εταιρεία, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 ν. 2251/1994 ο όρος θα έπρεπε να ερμηνευτεί υπέρ του καταναλωτή.
Συγκεκριμένα, το περιεχόμενο του άρθρου 8 των γενικών όρων ατομικών ασφαλίσεων έχει ως ακολούθως:
«Όλες οι φορολογικές επιβαρύνσεις, ή άλλες κρατήσεις που βαρύνουν το ασφαλιστήριο, οι αποδείξεις καταβολής του ασφαλίσματος, οι αποδείξεις εξόφλησης των ασφαλίστρων κ.λ.π., βαρύνουν τον Συμβαλλόμενο, τον Ασφαλισμένο, το Δικαιούχο ή άλλα πρόσωπα, τα οποία έχουν δικαιώματα από το ασφαλιστήριο».
Ο Φ.Π.Α., που επιβλήθηκε στα νοσήλια από 1η Ιουλίου 2010 με το νόμο 3842/2010 («αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης, αντιμετώπιση φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις»), συμπεριλαμβάνεται αναπόσπαστα στα έξοδα που καταβάλει ο ασφαλισμένος για τη νοσηλεία του (στο, σύμφωνα με τον όρο 1 για την περιγραφή της ασφάλισης, «100% των αναγνωριζόμενων εξόδων που δαπάνησε ο Ασφαλισμένος με βάση το τιμολόγιο νοσοκομείου ή κλινικής») και ως τέτοιος είναι ανεξάρτητος από τη σύμβαση ασφάλισης. Επομένως ο παραπάνω όρος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου δεν καλύπτει την περίπτωση αυτή. Η εταιρία δεν έχει συμπεριλάβει στη πολύχρονη διαρκείας ασφαλιστική σύμβαση όρο που να εξαιρεί το μέρος του τιμήματος που αντιστοιχεί σε Φ.Π.Α. ή φόρο, μολονότι μάλιστα ο εν λόγω φόρος είχε καθιερωθεί για άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και των φαρμάκων, οι δαπάνες των οποίων ανήκουν σύμφωνα και με τους όρους του ασφάλισης στις καλυπτόμενες δαπάνες. Η άρνηση από την εταιρεία καταβολής των εξόδων περίθαλψης που αντιστοιχούν στο ΦΠΑ παραβιάζει γι’ αυτό τις επιταγές της καλής πίστης, και ιδίως την από αυτή απορρέουσα αρχή προστασίας και ασφάλειας των συναλλασσομένων με αυτή.
Επομένως, στο μέτρο που η υπό κρίση φορολογική επιβάρυνση επιβάλλεται επί των νοσηλίων, είναι ανεξάρτητη από τη σύμβαση ή την ύπαρξη της ασφάλισης και δεν τελεί σε καμία σχέση με τη σύμβαση ασφάλισης, βαρύνει την ασφαλιστική εταιρεία. Περαιτέρω, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη στην ασφαλιστική σύμβαση που να εξαιρεί από τα έξοδα που υποβάλλεται ο ασφαλισμένος για την ιατρική του και νοσηλευτική του περίθαλψη, οποιοδήποτε μέρος αυτών που αποδίδεται από τον προμηθευτή των υπηρεσιών σε τρίτο, είτε ως φόρος είτε για οποιαδήποτε άλλη αιτία. Αντιθέτως, η ασφαλιστική κάλυψη περιλαμβάνει, ρητά μάλιστα, το 100% των εξόδων που δαπάνησε ο Ασφαλισμένος με βάση το τιμολόγιο. Με την άρνηση καταβολής του Φ.Π.Α. επί των εξόδων νοσηλείας της καταναλώτριας, η εταιρεία διέψευσε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του λήπτη της ασφάλισης, ότι με την από μέρους της τήρηση των όρων των ασφαλιστηρίων και την εμπρόθεσμη καταβολή των ασφαλίστρων θα έχει πλήρη κάλυψη για τις περιπτώσεις που προβλέπονται σε αυτό, κατά παράβαση των επιταγών της καλής πίστης, υπό την έννοια της ευθύτητας, της εντιμότητας, της δικαιολογημένα προσδοκώμενης ασφάλειας των συναλλαγών και των συμφερόντων της και της προστασίας της ως συναλλασσομένης με αυτή. Με την παράνομη αυτή συμπεριφορά της η εταιρεία προκάλεσε ζημία στην καταναλώτρια αρνούμενη, παράνομα και υπαίτια, την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Κατά τούτο η συμπεριφορά της εταιρείας εμπίπτει στην πρώτη παράγραφο του ά. 8 παρ. 1 του ν. 2251/1994, τον απαγορευτικό κανόνα της οποίας παραβίασε, καθώς η εταιρεία κατά την παροχή των υπηρεσιών της προκάλεσε υπαίτια και παράνομα περιουσιακή ζημία στην καταναλώτρια.
Εξάλλου, το κόστος της ιατρικής και νοσηλευτικής περίθαλψης εξαρτάται από πλήθος παραγόντων που καθιστούν την εξέλιξή του σε μακροχρόνια τουλάχιστον βάση απρόβλεπτη. Αυτός άλλωστε είναι ένας σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί για τις ασφαλιστικές εταιρείες τη δυνατότητα να περιλαμβάνουν στις σχετικές ασφαλιστικές συμβάσεις όρο για την αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου, ο οποίος μάλιστα για να είναι έγκυρος θα πρέπει να μνημονεύει εύλογα για τον καταναλωτή κριτήρια με βάση τα οποία θα γίνεται η αναπροσαρμογή (βλ. άρθρο 2 παρ. 6 και 7 εδ. ε και ια ν. 2251/94), και τέτοια είναι μεταξύ άλλων και οι στατιστικοί δείκτες που καταγράφουν την εξέλιξη του κόστους των υπηρεσιών υγείας (βλ. ΑΠ 1030/2001). Είναι δε αξιοσημείωτο ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Στατιστική Αρχή για το 2010, το κόστος της υποομάδας «νοσοκομειακή περίθαλψη» του υποδείκτη υγείας μεταβλήθηκε από 123,58 μονάδες τον Ιανουάριο 2010 (και 124,02 μονάδες τον Ιούνιο 2010) – μετά την επιβολή του ΦΠΑ – σε 128,46 μονάδες τον Ιούλιο 2010 και σε 129,05 τον Δεκέμβριο 2010. Ομοίως, το κόστος της υποομάδας «νοσοκομεία και κλινικές» του υποδείκτη υγείας μεταβλήθηκε από 123,28 μονάδες τον Ιανουάριο 2010 (και 123,85 τον Ιούνιο 2010) σε 129,44 μονάδες τον Ιούλιο 2010 και σε 130,19 μονάδες τον Δεκέμβριο 2010. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι το μεγαλύτερο μέρος του επιβληθέντος ΦΠΑ (13%) απορροφήθηκε από τους παρόχους των υπηρεσιών, καθώς η αυξητική μεταβολή που καταγράφεται ανάμεσα στην πριν και μετά την επιβολή ΦΠΑ περίοδο δεν υπερβαίνει το 4,43-5,60%. Εξάλλου, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία της στατιστικής αρχής οι αυξητικές μεταβολές στις λοιπές δαπάνες των υπηρεσιών υγείας (αμοιβές ιατρών, στις οποίες δεν επιβλήθηκε ΦΠΑ, κ.ά.) ήταν την ίδια περίοδο ασήμαντες, ενώ δεν υπήρξε καμία αυξητική μεταβολή του υποδείκτη υγείας, στον οποίο εμπεριέχονται όλες οι δαπάνες για την υγεία, συμπεριλαμβανομένων και των παραπάνω. Επισημαίνεται ότι η ασφαλιστική εταιρεία προβλέπει στον όρο 7 του εντύπου των ειδικών όρων της παραπάνω ασφαλιστικής κάλυψης άνευ ετέρου μία ελάχιστη ετήσια αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου ύψους 6%.
1. ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή υποβλήθηκε η υπ’ αριθμ. πρωτ. Ζ2-….. καταγγελία της …, σύμφωνα με την οποία η ανωτέρω εταιρεία (στη συνέχεια «η εταιρεία») αρνήθηκε να καταβάλλει ως όφειλε δυνάμει του υπ’ αριθμ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που έχει συνάψει με αυτήν, το ποσό των 662,32 (εξακοσίων εξήντα δύο και τριάντα δύο) ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν σε Φ.Π.Α. 11% επί εξόδων νοσηλείας της.
Η Υπηρεσία μας με την υπ’ αριθμ. πρωτ. Ζ2-…/22.06.2011 επιστολή της διαβίβασε την καταγγελία στην εταιρεία, η οποία με την από 18.07.2011 υποβληθείσα στην Υπηρεσία μας επιστολή της (αρ. πρωτ. Ζ2-…), αναφέρει ότι δεν δύναται να καλύψει τον Φ.Π.Α. επί των εξόδων νοσηλείας, κατ’ εφαρμογή σχετικού όρου που διέπει τις ασφαλιστικές συμβάσεις περί μη κάλυψης των φορολογικών επιβαρύνσεων των ασφαλιστηρίων, το περιεχόμενο του οποίου έχει ως ακολούθως: «Όλες οι φορολογικές επιβαρύνσεις, ή άλλες κρατήσεις που βαρύνουν το ασφαλιστήριο, οι αποδείξεις καταβολής του ασφαλίσματος, οι αποδείξεις εξόφλησης των ασφαλίστρων κ.λ.π., βαρύνουν τον Συμβαλλόμενο, τον Ασφαλισμένο, το Δικαιούχο ή άλλα πρόσωπα, τα οποία έχουν δικαιώματα από το ασφαλιστήριο».
Η Υπηρεσία μας με το υπ’ αρ. πρωτ. Ζ2-…./28.07.2011 έγγραφό της κάλεσε την εταιρεία να υποβάλει υπόμνημα με τις απόψεις της για παραβίαση του ά. 8 του ν. 2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών.
Η εταιρεία υπέβαλε στην Υπηρεσία μας το από 12.08.2011 υπόμνημά της, το οποίο έλαβε αρ. πρωτ. Ζ2-…./12.08.2011), με το οποίο αρνείται την προσαπτόμενη παράβαση και υποστηρίζει συνοπτικά τα ακόλουθα:
- Συγκεκριμένη αναφορά στον Φ.Π.Α. δε θα μπορούσε να υπάρχει, αφού κατά το χρόνο σύναψης του συμβολαίου, δεν προβλεπόταν τέτοια επιβάρυνση
- Η ερμηνεία της σύμβασης κατά το ΑΚ 200 υποστηρίζει τη μη εκ μέρους της εταιρείας κάλυψης της ξαφνικής και απρόοπτης επιβολής Φ.Π.Α.
- Σύμφωνα με το ά. 30 του ν.δ. 400/1970, το ασφάλιστρο στις ασφαλίσεις ζωής πρέπει να είναι επαρκές
- Είναι ορθότερο η συγκεκριμένη διαφορά να αχθεί στα δικαστήρια και να μην αποτελέσει αντικείμενο κρίσης από την υπηρεσία μας, καθώς η ΓΓΚ είναι αρμόδια για την εξέταση καταγγελιών και την επιβολή κυρώσεων, μόνο στην περίπτωση που υπάρχει πράξη παράνομη και υπαίτια, η οποία δεν υπάρχει εν προκειμένω
Στις 15.09.2011 με το υπ’ αριθμ. πρωτ. Ζ2-… έγγραφο, ο Γενικός Γραμματέας Καταναλωτή αιτήθηκε την παροχή γνώμης από τη Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με το ά. 13 α παρ. 6 του ν. 2251/1994. Η Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος υπέβαλε στην υπηρεσία μας το από 21.11.2011 έγγραφό της (αρ. …/22.11.2011), με το οποίο διατυπώνει άποψη περί μη επιβολής κυρώσεων εναντίον της καταγγελλόμενης επιχείρησης.
2. ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Ν. 2251/1994 «Προστασία των καταναλωτών»
Άρθρο 2: Γενικοί όροι συναλλαγών-Καταχρηστικοί γενικοί όροι
4.Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή.
Άρθρο 8: Ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες
1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο.
Άρθρο 13 α: Κυρώσεις
….
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, του Αγορανομικού Κώδικα και διατάξεων άλλων ειδικών νομοθετημάτων, σε βάρος των προμηθευτών που παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος νόμου, επιβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, πρόστιμο από χίλια πεντακόσια (1.500) έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ. Σε περίπτωση που εκδοθούν σε βάρος του ίδιου προμηθευτή περισσότερες από τρεις (3) αποφάσεις επιβολής προστίμου, το ανώτατο όριο προστίμου διπλασιάζεται και ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να διατάξει την προσωρινή διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης ή τμήματός της για χρονικό διάστημα από τρεις (3) μήνες έως ένα (1) έτος.
…..
6. Αν οι παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος διαπράττονται από: α) πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις και οργανισμούς του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας, που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή β) εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, που εποπτεύονται από την επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή γ) ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που εποπτεύονται από την Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), οι Κυρώσεις που προβλέπονται στον παρόντα νόμο επιβάλλονται μετά από γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της ΕΠ.Ε.Ι.Α., κατά περίπτωση. Η γνώμη αυτή παρέχεται μετά από σχετική αίτηση του Γενικού Γραμματέα Καταναλωτή εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου, οι διοικητικές Κυρώσεις επιβάλλονται χωρίς την ανωτέρω γνώμη…
N. 2496/1997 «Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις»
Άρθρο 1: Η έννοια και τα στοιχεία της ασφαλιστικής σύμβασης
1. Με την ασφαλιστική σύμβαση, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα, ή εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση).
2. Η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει τουλάχιστον τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αν αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο, τη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης, το πρόσωπο ή το αντικείμενο και τη χρηματική αξία του ή την περιουσία που απειλούνται ή σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου, το είδος των κινδύνων (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή (ασφαλιστικό ποσό), τις τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης, το ασφάλιστρο και το εφαρμοστέο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό.
….
Αστικός Κώδικας
Άρθρο 288: Ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη.
3. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΑΣ
Η εταιρεία εξέθεσε με το έγγραφο υπόμνημά της αναλυτικά τους ισχυρισμούς της αναφορικά με την παράβαση που της προσάπτεται.
Από την εξέταση των στοιχείων του φακέλου και των προβαλλομένων στο σχετικό υπόμνημα λόγων περί μη επιβολής διοικητικών κυρώσεων, η Υπηρεσία μας έχει την άποψη ότι στην εξεταζόμενη περίπτωση συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 2 του ά. 13 α του ν. 2251/1994, καθ’ όσον η εταιρεία, όπως αναλυτικά αναφέρεται στο ιστορικό του παρόντος προέβη στην ακόλουθη παράβαση του ν. 2251/1994:
Με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στο συμβαλλόμενό της ή σε τρίτον, παροχή σε χρήμα, ή εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή της.
Στην υπό κρίση περίπτωση, με τους «Ειδικούς Όρους Συμπληρωματικών Καλύψεων-…», που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του υπ’ αριθμ. ………/07.01.1994 ασφαλιστηρίου συμβολαίου, η εταιρεία αναλαμβάνει τη ρητή υποχρέωση έναντι των ληπτών της ασφάλισης να τους αποζημιώνει κάθε ποσό που θα καλούνται να καταβάλλουν για τις υπηρεσίες που αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 6 της Ασφάλισης Υπερκάλυψης …. Σύμφωνα ειδικότερα με το άρθρο 1 των ειδικών όρων της συγκεκριμένης ασφάλισης «Σε περίπτωση νοσηλείας από ατύχημα, ασθένεια ή λόγω τοκετού του (της) κυρίως ασφαλισμένου (ης) ..η Εταιρεία εγγυάται την πληρωμή του 100% των αναγνωριζομένων εξόδων που δαπάνησε ο Ασφαλισμένος με βάση το Τιμολόγιο Νοσοκομείου ή κλινικής και μέχρι του ορίου που προβλέπεται στον πίνακα παροχών». Σαν αναγνωριζόμενα έξοδα θεωρούνται τα χρεούμενα από το νοσοκομείο έξοδα για δωμάτιο και τροφή, οι δαπάνες για αμοιβή χειρούργου, βοηθών χειρούργου και αναισθησιολόγου, ιατρική και νοσηλευτική περίθαλψη, χρήση χειρουργείου, επιδέσμους, νάρθηκες, φάρμακα, αξονικές τομογραφίες κ.ά, όπως αναφέρονται στο ίδιο άρθρο. Στο άρθρο 9 των ειδικών όρων αναφέρονται οι εξαιρέσεις από την ασφαλιστική κάλυψη, κυρίως δηλαδή περιπτώσεις ασθενειών ή ατυχημάτων που δεν καλύπτονται από την ασφάλιση. Ουδεμία αναφορά γίνεται σε Φ.Π.Α. που τυχόν συμπεριλαμβάνεται στα έξοδα ή άλλα έξοδα που υποβάλλεται ο ασφαλισμένος για την νοσηλεία του. Περαιτέρω, σε κανένα άλλο σημείο του εντύπου των γενικών όρων της πρόσθετης ασφάλισης εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης και εν γένει της ασφάλισης που έχουν συνάψει οι ως άνω καταναλωτές με την εταιρεία δεν περιλαμβάνεται όρος, σύμφωνα με τον οποίο ο Φ.Π.Α. επί των διαφόρων εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης επιβαρύνει τον αντισυμβαλλόμενο καταναλωτή.
Η εταιρεία επικαλείται για να δικαιολογήσει την άρνηση κάλυψης του ΦΠΑ τον όρο 8 των γενικών όρων ασφαλίσεως, και όχι όρο του προσαρτήματος της συμπληρωματικής ασφάλισης νοσηλείας. Ωστόσο, και από τη διατύπωση του άρθρου 8 των γενικών όρων ατομικών ασφαλίσεων, που επικαλείται η εταιρεία καθίσταται σαφές, πέραν κάθε αμφιβολίας, ότι αυτός αναφέρεται σε φορολογικές επιβαρύνσεις που συνδέονται με τη σύναψη της ασφάλισης, και όχι σε φόρους που υφίστανται ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή της σύναψης της ασφάλισης, όπως συμβαίνει με το φόρο προστιθέμενης αξίας επί νοσηλίων, φαρμάκων κλπ. Αναφέρεται, ειδικότερα, σε φορολογικές επιβαρύνσεις επί του ασφαλιστηρίου οποιασδήποτε φύσης, των πράξεων είσπραξης ασφαλίστρων, των προκαταβολών, των πρόσθετων πράξεων και κάθε πράξης σχετικής με τη σύμβαση ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά τη διάρκεια ισχύος του. Δεν αφορούν καταδήλως φόρους που εμπεριέχονται στις δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται ο ασφαλισμένος και οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο και το περιεχόμενο των ασφαλιστικών καλύψεων (εν προκειμένω έξοδα νοσηλείας, φάρμακα, υλικά κλπ). Ακόμα, πάντως, κι αν υπήρχε αμφιβολία – που πάντως ουδεμία υφίσταται εν προκειμένω - για το περιεχόμενο του όρου που επικαλείται η εταιρεία, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 ν. 2251/1994 ο όρος θα έπρεπε να ερμηνευτεί υπέρ του καταναλωτή.
Συγκεκριμένα, το περιεχόμενο του άρθρου 8 των γενικών όρων ατομικών ασφαλίσεων έχει ως ακολούθως:
«Όλες οι φορολογικές επιβαρύνσεις, ή άλλες κρατήσεις που βαρύνουν το ασφαλιστήριο, οι αποδείξεις καταβολής του ασφαλίσματος, οι αποδείξεις εξόφλησης των ασφαλίστρων κ.λ.π., βαρύνουν τον Συμβαλλόμενο, τον Ασφαλισμένο, το Δικαιούχο ή άλλα πρόσωπα, τα οποία έχουν δικαιώματα από το ασφαλιστήριο».
Ο Φ.Π.Α., που επιβλήθηκε στα νοσήλια από 1η Ιουλίου 2010 με το νόμο 3842/2010 («αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης, αντιμετώπιση φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις»), συμπεριλαμβάνεται αναπόσπαστα στα έξοδα που καταβάλει ο ασφαλισμένος για τη νοσηλεία του (στο, σύμφωνα με τον όρο 1 για την περιγραφή της ασφάλισης, «100% των αναγνωριζόμενων εξόδων που δαπάνησε ο Ασφαλισμένος με βάση το τιμολόγιο νοσοκομείου ή κλινικής») και ως τέτοιος είναι ανεξάρτητος από τη σύμβαση ασφάλισης. Επομένως ο παραπάνω όρος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου δεν καλύπτει την περίπτωση αυτή. Η εταιρία δεν έχει συμπεριλάβει στη πολύχρονη διαρκείας ασφαλιστική σύμβαση όρο που να εξαιρεί το μέρος του τιμήματος που αντιστοιχεί σε Φ.Π.Α. ή φόρο, μολονότι μάλιστα ο εν λόγω φόρος είχε καθιερωθεί για άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και των φαρμάκων, οι δαπάνες των οποίων ανήκουν σύμφωνα και με τους όρους του ασφάλισης στις καλυπτόμενες δαπάνες. Η άρνηση από την εταιρεία καταβολής των εξόδων περίθαλψης που αντιστοιχούν στο ΦΠΑ παραβιάζει γι’ αυτό τις επιταγές της καλής πίστης, και ιδίως την από αυτή απορρέουσα αρχή προστασίας και ασφάλειας των συναλλασσομένων με αυτή.
Επομένως, στο μέτρο που η υπό κρίση φορολογική επιβάρυνση επιβάλλεται επί των νοσηλίων, είναι ανεξάρτητη από τη σύμβαση ή την ύπαρξη της ασφάλισης και δεν τελεί σε καμία σχέση με τη σύμβαση ασφάλισης, βαρύνει την ασφαλιστική εταιρεία. Περαιτέρω, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη στην ασφαλιστική σύμβαση που να εξαιρεί από τα έξοδα που υποβάλλεται ο ασφαλισμένος για την ιατρική του και νοσηλευτική του περίθαλψη, οποιοδήποτε μέρος αυτών που αποδίδεται από τον προμηθευτή των υπηρεσιών σε τρίτο, είτε ως φόρος είτε για οποιαδήποτε άλλη αιτία. Αντιθέτως, η ασφαλιστική κάλυψη περιλαμβάνει, ρητά μάλιστα, το 100% των εξόδων που δαπάνησε ο Ασφαλισμένος με βάση το τιμολόγιο. Με την άρνηση καταβολής του Φ.Π.Α. επί των εξόδων νοσηλείας της καταναλώτριας, η εταιρεία διέψευσε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του λήπτη της ασφάλισης, ότι με την από μέρους της τήρηση των όρων των ασφαλιστηρίων και την εμπρόθεσμη καταβολή των ασφαλίστρων θα έχει πλήρη κάλυψη για τις περιπτώσεις που προβλέπονται σε αυτό, κατά παράβαση των επιταγών της καλής πίστης, υπό την έννοια της ευθύτητας, της εντιμότητας, της δικαιολογημένα προσδοκώμενης ασφάλειας των συναλλαγών και των συμφερόντων της και της προστασίας της ως συναλλασσομένης με αυτή. Με την παράνομη αυτή συμπεριφορά της η εταιρεία προκάλεσε ζημία στην καταναλώτρια αρνούμενη, παράνομα και υπαίτια, την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Κατά τούτο η συμπεριφορά της εταιρείας εμπίπτει στην πρώτη παράγραφο του ά. 8 παρ. 1 του ν. 2251/1994, τον απαγορευτικό κανόνα της οποίας παραβίασε, καθώς η εταιρεία κατά την παροχή των υπηρεσιών της προκάλεσε υπαίτια και παράνομα περιουσιακή ζημία στην καταναλώτρια.
Εξάλλου, το κόστος της ιατρικής και νοσηλευτικής περίθαλψης εξαρτάται από πλήθος παραγόντων που καθιστούν την εξέλιξή του σε μακροχρόνια τουλάχιστον βάση απρόβλεπτη. Αυτός άλλωστε είναι ένας σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί για τις ασφαλιστικές εταιρείες τη δυνατότητα να περιλαμβάνουν στις σχετικές ασφαλιστικές συμβάσεις όρο για την αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου, ο οποίος μάλιστα για να είναι έγκυρος θα πρέπει να μνημονεύει εύλογα για τον καταναλωτή κριτήρια με βάση τα οποία θα γίνεται η αναπροσαρμογή (βλ. άρθρο 2 παρ. 6 και 7 εδ. ε και ια ν. 2251/94), και τέτοια είναι μεταξύ άλλων και οι στατιστικοί δείκτες που καταγράφουν την εξέλιξη του κόστους των υπηρεσιών υγείας (βλ. ΑΠ 1030/2001). Είναι δε αξιοσημείωτο ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Στατιστική Αρχή για το 2010, το κόστος της υποομάδας «νοσοκομειακή περίθαλψη» του υποδείκτη υγείας μεταβλήθηκε από 123,58 μονάδες τον Ιανουάριο 2010 (και 124,02 μονάδες τον Ιούνιο 2010) – μετά την επιβολή του ΦΠΑ – σε 128,46 μονάδες τον Ιούλιο 2010 και σε 129,05 τον Δεκέμβριο 2010. Ομοίως, το κόστος της υποομάδας «νοσοκομεία και κλινικές» του υποδείκτη υγείας μεταβλήθηκε από 123,28 μονάδες τον Ιανουάριο 2010 (και 123,85 τον Ιούνιο 2010) σε 129,44 μονάδες τον Ιούλιο 2010 και σε 130,19 μονάδες τον Δεκέμβριο 2010. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι το μεγαλύτερο μέρος του επιβληθέντος ΦΠΑ (13%) απορροφήθηκε από τους παρόχους των υπηρεσιών, καθώς η αυξητική μεταβολή που καταγράφεται ανάμεσα στην πριν και μετά την επιβολή ΦΠΑ περίοδο δεν υπερβαίνει το 4,43-5,60%. Εξάλλου, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία της στατιστικής αρχής οι αυξητικές μεταβολές στις λοιπές δαπάνες των υπηρεσιών υγείας (αμοιβές ιατρών, στις οποίες δεν επιβλήθηκε ΦΠΑ, κ.ά.) ήταν την ίδια περίοδο ασήμαντες, ενώ δεν υπήρξε καμία αυξητική μεταβολή του υποδείκτη υγείας, στον οποίο εμπεριέχονται όλες οι δαπάνες για την υγεία, συμπεριλαμβανομένων και των παραπάνω. Επισημαίνεται ότι η ασφαλιστική εταιρεία προβλέπει στον όρο 7 του εντύπου των ειδικών όρων της παραπάνω ασφαλιστικής κάλυψης άνευ ετέρου μία ελάχιστη ετήσια αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου ύψους 6%.