Το εντυπωσιακό εύρημα, που βλέπει για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας μέσω του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ, ανακαλύφθηκε κατά τις ανασκαφικές περιόδους 2010-2011 και παρουσιάστηκε προχθές, στο πλαίσιο του 4ου Πανελλήνιου Συνεδρίου για το Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας, της τελευταίας τριετίας, που πραγματοποιείται στο Βόλο. Οι ανασκαφικές έρευνες που ξεκίνησαν το 2006 στην περιοχή των Πευκακίων, έφεραν στο φως τμήμα του παραθαλάσσιου οικισμού που αποτελεί το λιμάνι της Ιωλκού και συνδέεται άμεσα με το ανακτορικό κέντρο του Διμηνιού, καθώς και τον ανάλογης χρονολόγησης οικισμό που εντοπίστηκε στο Κάστρο των Παλαιών. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός, ότι κατά την πρόσφατη ανασκαφική περίοδο ανακαλύφτηκε κτήριο με συμποσιακή και τελετουργική χρήση, το οποίο έρχεται να ενισχύσει την θέση ότι τα ανακτορικά κέντρα οργάνωναν συμπόσια σε ευρεία κλίμακα όχι μόνο στην έδρα τους αλλά και στην περιφέρειά τους, προκειμένου να ενισχύσουν την εικόνα και την κοινωνική τους θέση.
Το τρίτο τμήμα οικιών που αποκαλύφθηκε πρόσφατα και παρουσιάστηκε στο προαναφερθέν συνέδριο από την επικεφαλής των ανασκαφών και Διευθύντρια της ΙΕ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων κ. Ανθή Μπάτζιου-Ευσταθίου, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συγκεκριμένα, έχουν ανακαλυφθεί μέχρι στιγμής καμένα οστά ζώων, καμένα αγγεία, δύο εστίες, πολυάριθμα αποθηκευτικά αγγεία, αρκετά εδώδιμα οστρακόδερμα όπως πορφύρες και πίνες, καθώς επίσης δύο μεγάλοι πήλινοι λουτήρες μαζί με ψευδόστομους αμφορείς, οι οποίοι περιείχαν αρωματικά έλαια και βρέθηκαν στον χώρο όπου εντοπίστηκε η δεύτερη εστία. Την τελετουργική και συμποσιακή χρήση του χώρου ενισχύουν παράλληλα τα πολυάριθμα αγγεία μεταφοράς και διανομής τροφίμων που βρέθηκαν, ενώ ανακαλύφθηκαν επίσης πύραυνα, σκεύη δηλαδή, που χρησιμοποιούνταν συνήθως για την μεταφορά κάρβουνου, προκειμένου να παρασκευαστούν τα γεύματα. Το σχήμα πέραν αυτής της οικιακής χρήσης του, έχει συνδεθεί και με τελετουργικές πρακτικές, είτε για την απολύμανση είτε για το κάψιμο θυμιάματος.
Νέα δεδομένα στο φως
«Ο παράλιος οικισμός που ανακαλύπτεται, χρονολογείται την ίδια ακριβώς περίοδο με τον οικισμό του Διμηνιού και του Κάστρου των Παλαιών, οι οποίοι είναι τρεις μυκηναϊκοί οικισμοί γύρω από το Βόλο. Ο συγκεκριμένος οικισμός είναι παραλιακός και έχει σχέση με το εμπόριο και την ναυπήγηση, αποτελούσε δε, το λιμάνι της αρχαίας Ιωλκού» εξηγεί η κ. Μπάτζιου.
Όπως προσθέτει παράλληλα η ίδια «τα κτίρια που αρχίζουν να διαφαίνονται είναι πολύ σημαντικά, διότι δεν είναι απλά μια μυκηναϊκή οικία, αλλά διαπιστώνουμε πρακτικές που εφαρμόζονται στα ανακτορικά κέντρα ή σε οικισμούς, που εξαρτώνται από τα ανακτορικά κέντρα. Τα συμπόσια, προσθέτει η ίδια, είναι μια πρακτική των ανακτορικών κέντρων τον 14ο και 13ο πΧ αιώνα, προκειμένου να στηρίξουν την ανακτορική εξουσία».
Τα αγγεία που βρέθηκαν δεν σχετίζονται μόνο με οικιακή, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και με συμποσιακή χρήση, ενώ παράλληλα οι μεγάλοι πήλινοι λουτήρες και οι ψευδόστομοι αμφορείς που βρέθηκαν στο κτίριο που ανακαλύφθηκε, μπορούν να συσχετιστούν με τον εξαγνισμό και την προετοιμασία του σώματος για το συμπόσιο.
Μεταξύ των πολυάριθμων κινητών ευρημάτων περιλαμβάνονται, σημειωτέον, πάρα πολλά αγγεία που σχετίζονται με την μέτρηση και διανομή υγρών, πιθανότατα κρασιού, που είναι πολύ σημαντικό στοιχείο για συμπόσια. Έχουν βρεθεί επίσης μεγάλα πιθάρια, το ένα εκ των οποίων βρέθηκε ακέραιο στην θέση του, σφραγισμένο με λίθινο καπάκι. Στο εσωτερικό του εντοπίστηκε χώμα σε ύψος 5 εκατοστών από τον πυθμένα και ήδη εξετάζεται, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν περιείχε καρπούς. Δίπλα από το πιθάρι βρέθηκε σέσουλα από θαλάσσιο όστρεο, ενώ παράλληλα βρέθηκαν πάρα πολλά μαγειρικά σκεύη και χύτρες, που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή συμποσίων. Χαρακτηριστικός είναι ως προς αυτό, ο χώρος αποθήκευσης πολλών μαγειρικών σκευών που εντοπίστηκε σε τμήμα του συγκεκριμένου αρχαίου κτιρίου, καθώς και δύο μεγάλα κύπελλα που βρέθηκαν, τα οποία προορίζονταν για μέτρηση τροφίμων και διανομή, όπως μαρτυρούν οι οριζόντιες εγχάρακτες γραμμές που φέρουν.
Στην διάρκεια των ανασκαφών ανακαλύφθηκε επίσης λαβή από πυρσό, όπου τοποθετούνταν ρητίνη και χρησιμοποιούνταν για τον φωτισμό των χώρων όπου πραγματοποιούνταν συμπόσια κατά την αρχαιότητα.
Η έρευνα συνεχίζεται
Τα νέα αρχαιολογικά ευρήματα εντοπίζονται σε πλούσιες επιχώσεις, σε βάθος από ενάμιση έως τρία περίπου μέτρα. Οι ομοιότητες του αρχαιολογικού υλικού με άλλα μυκηναϊκά κέντρα της κεντρικής και νότιας Ελλάδας σε συνδυασμό με τον αρχαιολογικό χώρο του Διμηνίου, δίνουν μια πληρέστερη εικόνα για την μυκηναϊκή περίοδο στην περιοχή του Βόλου.
Οι ανασκαφές διενεργούνται με χρηματοδότηση του Ιδρύματος Ψύχα και του ΙΝΣΤΑΠ, του Ινστιτούτου για την Προϊστορική Έρευνα στο Αιγαίο και εκτιμάται ότι η συνέχισή τους θα προσθέσει νέα σημαντικά δεδομένα στα ήδη υπάρχοντα. «Στενός συνεργάτης όλα αυτά τα χρόνια και πολύτιμος βοηθός είναι ο αρχαιολόγος Δρ. Γρ. Στουρνάρας, ενώ η Προϊσταμένη και το προσωπικό της ΙΓ΄ ΕΠΚΑ, η αρχαιολόγος κ. Π. Τριανταφυλλοπούλου, οι συντηρητές Μάνια Μαργαριτώφ, Μάνος Διονυσίου και Δημ. Παπακυριάκος, είναι πολύτιμοι αρωγοί στο έργο μας» τονίζει η κ. Μπάτζιου.
Όπως επισημαίνει, τέλος, η επικεφαλής της ανασκαφικής ομάδας «στις ανασκαφές που διενεργήσαμε τα προηγούμενα χρόνια αποκαλύφθηκαν δύο τμήματα οικιών και στην διάρκεια της πρόσφατης ανασκαφικής περιόδου, αποκαλύπτεται τρίτο κτήριο, το οποίο μας δίνει πολύ σημαντικά στοιχεία. Ελπίζουμε, καταλήγει η κ. Μπάτζιου, να συνεχιστούν οι ανασκαφικές εργασίες, προκειμένου να αποκτήσουμε πληρέστερη εικόνα του παράλιου μυκηναϊκού οικισμού, που μόλις αρχίζει να αποκαλύπτει την ταυτότητά του».