Ακόμα και σήμερα η Ευρυδίκη Παπαδά-Πολυπόρτη, απόγονος της μεγάλης οικογένειας Κουντουράκη στον Άρδακτο Ρεθύμνου και στα...
άλλα χωριά του «Κέντα», παρότι έχουν περάσει 69 χρόνια δεν μπορεί να ξεριζώσει τις εικόνες των ολοκαυτωμάτων και της προσφυγιάς από τα χωριά του «Κέντρους».
Γεννήθηκε στον Άρδακτο στη «γειτονιά του Πρίνου» και ο πόλεμος την «έπιασε» κοριτσάκι στο χωριό. «Όταν μπήκανε οι Γερμανοί εγώ ήμουν 9 χρονών και δούλευα φαμέγια σε σπίτια και σε χωράφια ξυπόλυτη, και έβλεπα πρόβατα στο «Σιδέρωτα» για να τρώγω ένα κομμάτι ψωμί…»
Όμως, το γεγονός που την καθήλωσε στα 12 της χρόνια, ήταν οι καπνοί, οι πυροβολισμοί και οι ανατινάξεις στο απέναντι χωριό την Κρύα Βρύση στις 22 Αυγούστου 1944. Ήταν η μαύρη μέρα που οι Γερμανοί κατακτητές, επιβάλλοντας σκληρά αντίποινα, μετέτρεψαν σε ερείπια εφτά χωριά και οικισμούς στους πρόποδες του «Κέντρους» στην επαρχία Αμαρίου και ένα στην επαρχία Αγίου Βασιλείου…
«Εκείνες τις ώρες», λέει σαν να ζωντανεύουν και πάλι οι φρικτές εικόνες, «ήμουν κάτω από μια ελιά της γιαγιάς μου Ευανθίας Κουντουράκη, μαζί με άλλους χωριανούς και βλέπαμε απέναντι στην Κρύα Βρύση. Ακούσαμε ξαφνικά εκρήξεις και βλέπαμε να βγαίνουν από το χωριό μαύροι καπνοί. Σκεφτήκαμε ότι σκότωναν τον κόσμο και έκαναν ανατινάξεις. Φοβηθήκαμε ότι θα πάθουμε και εμείς τα ίδια. Αυτός ο φόβος υπάρχει και σήμερα…
ολοκαύτωμα κρήτη παπαδά πολυπόρτη κρύα βρύση χωριά γερμανοί»Εκείνη τη μέρα και λίγες ώρες μετά, είδαμε να φτάνουν στον Άρδακτο άλλοι με τα ζώα και άλλοι με τα πόδια, άνθρωποι από την Κρύα Βρύση, φορτωμένοι με μπόγους από ρούχα και άλλα είδη του σπιτιού. Τραβούσαν σαν πρόσφυγες και μικρά παιδιά και έρχονταν σε σπίτια συγγενών τους. Είχα δει το Μανώλη τον Πιτσιδιανάκη με τη γυναίκα και τα δυο παιδιά τους, και η γυναίκα του η Όλγα Κουντουράκη ήταν χωριανή μας…»
«Ο ΕΝΑΣ ΒΟΗΘΟΥΣΕ ΤΟΝ ΑΛΛΟ…»
Αξιολύπητοι έφταναν στα σπίτια συγγενικών τους προσώπων για να περάσουν, όπως μπορούσαν, τον πρώτο καιρό. «Αυτή η καταστροφή με σημάδεψε από τότε», συνεχίζει η κυρία Παπαδά. «Όλοι οι χωριανοί βλέπαμε τους κοντοχωριανούς από την Κρύα Βρύση με λύπη και όλοι προσπαθούσαμε από αυτά που είχαμε να τους βοηθήσουμε. Και τότε στα χωριά και ειδικά σε εκείνα που φιλοξενούσαν ξεριζωμένους από τις καταστροφές, η βοήθεια που τους δίναμε ήταν από την ψυχή μας. Τα σπίτια ήταν όλα ανοιχτά, έμπαινε ο ένας άφηνε ένα πιάτο φαγητό και έφευγε…»