Γράφει ο Γιάννης Ζαφείρης, Ηθοποιός – Σκηνοθέτης (Καλλιτεχνικός Διευθυντής ΔΗΠΕΘΕ Βορείου Αιγαίου)
Υπηρέτης «δύο» αφεντάδων ο Έλληνας, εσύ, εγώ. Όλοι εμείς, που ξεπηδήσαμε από μια διάφορη του Γκολντόνι κωμωδία.Τούτο το έργο το δικό μας, σε καθημερινή επανάληψη, δεν είναι κωμωδία, δεν είναι τραγωδία, ούτε παρωδία. Ίσως για αυτό κανείς δε γελά μαζί του. Προκαλεί όμως κατάθλιψη, που ποτίζει -λες- κορμί, μα χειρότερα, το νου. Ίσως γιατί πιστέψαμε ότι υποδυόμενοι ο κάθε ένας με το δικό του ταμπεραμέντο τον καταφερτζή Τρουφαλδίνο, θα καταφέρναμε εντέχνως με έναν σκαμπρόζικο χορό μπροστά σε δύο αφεντικά, να διασώσουμε τα τομάρια μας, την ιδεολογία μας και την αξιοπρέπειά μας. Ίσως πάλι, ποντάροντας κάποιοι στην αφέλεια και την ελλιπή (και ελεγχόμενη) ενημέρωσή μας, να μας έπεισαν ότι θα τα φέρουμε βόλτα. Και εμείς; Υπηρέτες δύο αφεντάδων, διαπιστώνουμε κατά τη διάρκεια της παράστασης, ότι οι δύο αφεντάδες, είναι ένας. Γιατί, είναι ξεκάθαρο περισσότερο από ποτέ, ότι τα διεφθαρμένα και ανυπόληπτα πολιτικά αφεντικά που πρωταγωνίστησαν στην πολιτική σκηνή του τόπου τις τελευταίες δεκαετίες και η αφέντρα οικονομία που σχεδιάζεται χρόνια τώρα μέσα σε λέσχες και στοές από λίγους, συναρτώνται, καθιστώντας μας -τελικά- «ιδεολογικούς μπουλουξήδες». Τέτοιοι γίναμε. Περιφερόμαστε πεινασμένοι, σα θεατρίνοι που μοχθούν για μεροκάματο, αλλά πληρώνουμε στο τέλος πανάκριβα το εισιτήριο της παράστασής μας, ακόμη και με θάνατο. Θάνατο, ναι, γιατί αυτή η παράσταση έχει αυτοκτονίες και καθημερινούς γύρους θανάτου στην προσπάθεια της απόσπασης ενός «χειροκροτήματος», στην προσπάθεια της επιβίωσης. Θα μου πεις, ως παράσταση, δεν έχει και μιαν ελπίδα; Βεβαίως και έχει. Μια ελπίδα, που όπως όλες οι άλλες, υπόσχεται να σατιρίσει, να χλευάσει τα κακώς κείμενα, τα όσα παράδοξα συμβαίνουν, τα καμώματα εκείνων των γραφικών που κάνουν «λάθη», που στομφάζουν, που υπόσχονται. Όλα τούτα όμως, περισσότερο θυμίζουν παράσταση επιθεωρησιακών νούμερων των εποχών που ασχολούνταν με άλλα «νούμερα», τότε που ο κόσμος ήξερε να γελά. Τι νούμερο να γράψει κανείς σήμερα, εφόσον τα «τότε νούμερα» μετεξελίχθηκαν παίρνοντας master σε ότι αφορά στο ξεπούλημα; Πως σατιρίζεται η ανεργία; Πως σατιρίζεις την κατάσταση που ώθησε εκείνον να τινάξει τα μυαλά του στο σύνταγμα; Και πως το ξερίζωμα της υγείας και της παιδείας; Πως ανάθεμα σατιρίζεις την προδοσία; Άρα; Μένει αστήριχτη λοιπόν η υπόσχεση και η ελπίδα σε αυτή μας την παράσταση, γιατί η ζωή η ίδια κατάφερε να ξεπεράσει κάθε ευφάνταστο νούμερο, κάθε φάρσα, κάθε σάτιρα και κάθε κωμωδία. Για ποιον παίζουμε τότε, όταν οι άλλοι μας εμπαίζουν, αφήνοντας απλήρωτο και το τελευταίο εισιτήριο ελπίδας για ζωή;