δήμοι στην Ελλάδα, ενώ στην υπόλοιπη χώρα ο πληθυσμός είναι γερασμένος.
Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξαν οι καθηγητές του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας Μαρί-Νοέλ Ντύκεν και Βύρωνας Κοτζαμάνης, που εκπόνησαν έρευνα με βάση την ανάλυση των διαθέσιμων από την ΕΛΣΤΑΤ δημογραφικών δεδομένων για την περίοδο 1999-2010.
Βασικά, το «νεανικό» πρόσωπο της Ελλάδας εντοπίζεται στην ηπειρωτική Ελλάδα (κυρίως στη μητροπολιτική περιοχή της πρωτεύουσας και σε τμήμα της Κεντρικής Μακεδονίας και της Θράκης) και δευτερευόντως στη βόρεια Κρήτη και σε ένα μικρό αριθμό νησιών του Αιγαίου με υψηλή εξειδίκευση στον τουρισμό.
Στον αντίποδα, όπως επισημαίνουν οι δύο επιστήμονες, στην υπόλοιπη χώρα ο πληθυσμός είναι γερασμένος και οι θάνατοι ξεπερνούν τις γεννήσεις, ενώ τα όποια θετικά μεταναστευτικά ισοζύγια της εξεταζόμενης δεκαετίας (η είσοδος δηλ. αλλοδαπών) κρύβουν την ένταση του προβλήματος, και, προφανώς, δεν είναι σε θέση στο μέσο-απώτερο χρόνο να ανατρέψουν τις προαναφερθείσες τάσεις, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ.
Η έρευνα έδειξε ακόμη ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας (όπως και ο πληθυσμός όλων των ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη μας), τις τελευταίες δεκαετίες, έχει περιορίσει τη γονιμότητά του κι έχει αυξήσει το μέσο προσδόκιμο χρόνο ζωής του.
Οι εξελίξεις αυτές είχαν αφενός ως αποτέλεσμα μια σημαντική αλλαγή των πληθυσμιακών του πυραμίδων και ταυτόχρονα τη συρρίκνωση του δημογραφικού δυναμισμού του, καθώς η πτώση της γεννητικότητας και η αύξηση της θνησιμότητας περιόρισαν σημαντικά τα φυσικά του ισοζύγια (γεννήσεις-θάνατοι).
Οι μέσοι εθνικοί όροι, όμως, υποκρύπτουν συχνά σημαντικές διαφοροποιήσεις, καθώς η ταχύτητα των αλλαγών διαφοροποιείται στο χώρο. Η ανάλυση τόσο των πληθυσμιακών δομών των δήμων το 2001, όσο και της γεννητικότητας, της θνησιμότητας και των φυσικών ισοζυγίων τους για την ενδεκαετή περίοδο 1999-2009 το επιβεβαιώνει. Ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Ελλάδας συγκεντρώνεται σε μια πληθώρα «γερασμένων» δήμων, ενώ ένα άλλο μικρό τμήμα του σε ένα πολύ μικρότερο αριθμό δήμων που παραμένουν ακόμη-συγκριτικά- «νεανικοί».
Ταυτόχρονα, αναφέρεται στην ίδια έρευνα, και με δεδομένη την προηγούμενη διαφοροποίηση, η πλειοψηφία των δήμων μας έχει υψηλούς δείκτες θνησιμότητας, χαμηλούς δείκτες γεννητικότητας και προφανώς μηδενικά ή ακόμη και αρνητικά φυσικά ισοζύγια. Γ
Γενικεύοντας, όπως εξηγεί στο ΑΜΠΕ ο κ. Κοτζαμάνης, «μπορούμε βάσιμα να ισχυρισθούμε ότι ο δημογραφικός δυναμισμός του πληθυσμού της τεράστιας πλειοψηφίας των δήμων της χώρας μας είναι υποτονικός έως προβληματικός, οι δε εξαιρέσεις από τον κανόνα αφορούν έναν περιορισμένο αριθμό ενοτήτων (λιγότερο του 1/5 του συνόλου) που συγκεντρώνει μόλις το 28% του πληθυσμού της Ελλάδας το 2001».
Θάνατοι και Θνησιμότητα του πληθυσμού
Σε εθνικό επίπεδο, ο αριθμός των θανάτων στη χώρα μας αυξάνει προοδευτικά (102,7 χιλ. το 1999, 107,5 χιλ. το 2009), λόγω της γήρανσης του πληθυσμού της, ενώ αντίστοιχη αυξητική πορεία ακολουθεί και ο δείκτης θνησιμότητας (θάνατοι επί 1000 κατοίκων).
Έτσι, στην ενδεκαετή υπό εξέταση περίοδο, ο μέσος ετήσιος αριθμός θανάτων ανέρχεται σε 105,1 χιλ. ενώ καταγράφονται ταυτόχρονα κατά μέσο όρο ετησίως 9,61 θάνατοι επί 1000 κατοίκων (Αδρός Δείκτης Θνησιμότητας/Α.Δ.Θ).
Αν εξετάσουμε όμως, τονίζουν οι ερευνητές, τις τιμές που λαμβάνει ο Δείκτης αυτός στους δήμους μας θα διαπιστώσουμε ότι οι αποκλίσεις από τον μέσο εθνικό όρο είναι σημαντικές: αν π.χ. στον δήμο Μεγίστης (Ρόδο) καταγράφονται κατά μέσο όρο ετησίως την περίοδο 1999- 2009 μόλις 3,6 θάνατοι επί 1000 κατοίκων, στο δήμο Μεγανήσου (Λευκάδα) οι θάνατοι επί 1000 κατοίκων ανέρχονται σε 25.
Η ταξινόμηση των δήμων με βάση τις τιμές του ΑΔΘ μας επιτρέπει- επισημαίνουν οι ερευνητές- να διακρίνουμε 4 διακριτές ομάδες. Σε μια πρώτη, σχετικά μεγάλη ομάδα δήμων (75/325), που συγκεντρώνουν το 36% του πληθυσμού της χώρας μας το 2001, ο Α.Δ.Θ κυμαίνεται γύρω στον μέσο εθνικό όρο (8,81-10,46 θάνατοι επί1000 κατοίκων) και σε μια δεύτερη ομάδα (114 δήμοι, 24% του πληθυσμού) οι τιμές του τον υπερβαίνουν ελαφρώς. Οι άλλες δυο άλλες ομάδες διαφοροποιούνται σαφώς. Στη τρίτη ομάδα η θνησιμότητα είναι χαμηλή (3,6 έως 8,7 θάνατοι επί 1000 κατοίκων), ενώ στην τελευταία είναι 3-4 φορές υψηλότερη από τον μέσο εθνικό όρο (13,5 έως 24,9‰).
Η πρώτη ομάδα απαρτίζεται κυρίως από μεγάλους δήμους της Αττικής και του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης, δευτερευόντως δε από ένα μικρό αριθμό διάσπαρτων ενοτήτων στον ελλαδικό χώρο (Ρόδος, Ηράκλειο, Λάρισα, μερικά κυκλαδίτικα νησιά), ενώ οι δήμοι της δεύτερης και λιγότερο πολυπληθούς ομάδας συγκεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στην ηπειρωτική Ελλάδα, και ειδικότερα σε τρεις περιοχές: στην ορεινή Ήπειρο και Θεσσαλία, στο κεντρικό ορεινό τμήμα της Πελοποννήσου ως και σε δυο νομούς της Μακεδονίας (στους νομούς Δράμας και Σερρών).
Οι δυνάμεις ανανέωσης του πληθυσμού (γεννητικότητα)
O αριθμός των γεννήσεων -όπως αυτός των θανάτων- αυξάνει την τελευταία περίοδο (100,1 χιλ. το 1999, 117,9 χιλ. το 2009) και αντίστοιχη αυξητική πορεία ακολουθεί και ο αδρός δείκτης γεννητικότητας (γεννήσεις επί 1000 κατοίκων).
Ο μέσος ετήσιος αριθμός των γεννήσεων για την εξεταζόμενη περίοδο υπερβαίνει ελαφρώς τους θανάτους, ανερχόμενος σε 107,5 χιλ.