Του Βουλευτή Αττικής ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ Νάσου Άθανασιου
Εδώ και τρεις δεκαετίες η Ανατολική Αττική παρουσιάζει ραγδαία... πλην άναρχη, οικιστική ανάπτυξη. Ο πληθυσμός της γιγαντώνεται, χωρίς να υπάρχουν οι στοιχειώδεις υποδομές διαχείρισης των αστικών λυμάτων. Η δημιουργία τεσσάρων Κέντρων Επεξεργασίας Λυμάτων (Μαρκόπουλο, Ραφήνα, Παλαιά Φώκαια, Κορωπί) βρίσκεται στα χαρτιά. Δέκα χρόνια μετά την τελευταία μελέτη, όχι μόνο δεν έχει ολοκληρωθεί κανένα έργο, αλλά κινδυνεύουν να χαθούν και τα κονδύλια που έχουν εγκριθεί από τα ευρωπαϊκά ταμεία συνοχής.
Η συνεχιζόμενη διαμάχη σχετικά με την αναθεώρηση των απαραίτητων μελετών (περιβαλλοντολογικών, χωροθέτησης) εξοργίζει κάθε κάτοικο της περιοχής. Εκτός από τη δημόσια υγεία, στα θύματα της τραγικής αυτής κατάστασης, πρέπει να προστεθούν ο υδροφόρος ορίζοντας και ο οικογενειακός προϋπολογισμός. Όσον αναφορά την επιβάρυνση του περιβάλλοντος και της επιπτώσεις στην δημόσια υγεία, έχουν δημοσιευτεί αξιόλογα επιστημονικά άρθρα που παρουσιάζουν άρτια και τεκμηριωμένα τις επιπτώσεις της παρούσας κατάστασης. Το χειρότερο: Πρακτικές αυτοσχέδιων εκκενώσεων των βόθρων, ώστε τα λύματα να καταλήγουν στους δρόμους ή στα χωράφια δεν είναι πια και τόσο σπάνιες.
Αναρωτιέται κανείς: Μήπως εν μέσω της εντεινόμενης οικονομικής κρίσης, ολοένα και περισσότεροι κάτοικοι της Ανατολικής Αττικής αρχίσουν να στέφονται προς τέτοιου είδους πρακτικές; Η οικονομικής δυσπραγία μπορεί να κάμψει την ευσυνειδησία μας, ιδιαίτερα όταν το μηνιαίο κόστος που αναλογεί σ’ ένα (μέσο) διαμέρισμα των 80-100 τμ για εκκένωση βόθρου, φτάνει στα 70-80 ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι ο κάτοικος της Ανατολικής Αττικής επιβαρύνεται με δεύτερο χαράτσι, περίπου ισόποσο με αυτό της ΔΕΗ. Συμφώνα με τους ιδιοκτήτες των βυτιοφόρων που δραστηριοποιούνται στην ευρύτερη περιοχή, το κόστος εκκένωσης ενός βυτίου 25m3 είναι περίπου 80 ευρώ. Συνεπώς, τιμές στα 110-120 ευρώ θεωρούνται λογικές. Δεν διαφαίνεται λοιπόν η δυνατότητα μείωσης των τιμών, γεγονός που, σε συνδυασμό με τη ραγδαία πτώση του οικογενειακού εισοδήματος, προσδίδει στο πρόβλημα εκρηκτικές διαστάσεις. Ας συνυπολογιστεί ότι, με βάση τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις, η ολοκλήρωση των κυριότερων Κέντρων Επεξεργασίας Λυμάτων τοποθετείται χρονικά μετά το 2015. Επομένως, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη εξεύρεσης μιας ενδιάμεσης λύσης που θα έχει στον πυρήνα της δύο στόχους: Πρώτον, την ανακούφιση των οικογενειακών προϋπολογισμών και, δεύτερον, τον περιορισμό της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης.
Στη σκέψη πολλών ευαισθητοποιημένων πολιτών της περιοχής γεννήθηκε το εξής εύλογο ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν η αποκομιδή των σκουπιδιών να γίνεται μέσω των δήμων και για τα λύματα να μην μπορεί να συσταθεί ένας αντίστοιχος φορέας; Μιλούμε για μια επιχείρηση, που λόγω της φύσης και της έκτασης του προβλήματος απαιτεί κατ’ ελάχιστο τη συνεργασία των όμορων δήμων. Είναι τούτο εφικτό; Με δεδομένη την περιστολή των κρατικών κονδυλίων προς όλους τους δήμους της χώρας και την υποχρηματοδότηση των δημοτικών επιχειρήσεων, η ενδεχόμενη λύση πρέπει να αναζητηθεί κυρίως στα πλαίσια της σύμπραξης των δήμων με τους ιδιώτες. Μια επιχείρηση αυτής της μορφής, με τη συμμετοχή δηλαδή ενός διαδημοτικού φορέα και ενός ιδιωτικού σχήματος, θα είχε τη δυνατότητα να μειώσει αισθητά τις τιμές, εντείνοντας τον ανταγωνισμό, να εξασφαλίσει κερδοφόρα αποτελέσματα τόσο για τους ιδιώτες που θα συμμετέχουν όσο και για τους δήμους και εν τέλει να συμβάλλει δραστικά στη μείωση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης.
Την πρόταση αυτή που έλαβα από ενεργό πολίτη θα τη συζητήσουμε εκτενώς σε ειδική ημερίδα που προγραμματίζουμε για το τέλος Σεπτεμβρίου. Έχουν κληθεί να παραστούν και όσοι έχουν την αρμοδιότητα των τελικών αποφάσεων.
Η συνεχιζόμενη διαμάχη σχετικά με την αναθεώρηση των απαραίτητων μελετών (περιβαλλοντολογικών, χωροθέτησης) εξοργίζει κάθε κάτοικο της περιοχής. Εκτός από τη δημόσια υγεία, στα θύματα της τραγικής αυτής κατάστασης, πρέπει να προστεθούν ο υδροφόρος ορίζοντας και ο οικογενειακός προϋπολογισμός. Όσον αναφορά την επιβάρυνση του περιβάλλοντος και της επιπτώσεις στην δημόσια υγεία, έχουν δημοσιευτεί αξιόλογα επιστημονικά άρθρα που παρουσιάζουν άρτια και τεκμηριωμένα τις επιπτώσεις της παρούσας κατάστασης. Το χειρότερο: Πρακτικές αυτοσχέδιων εκκενώσεων των βόθρων, ώστε τα λύματα να καταλήγουν στους δρόμους ή στα χωράφια δεν είναι πια και τόσο σπάνιες.
Αναρωτιέται κανείς: Μήπως εν μέσω της εντεινόμενης οικονομικής κρίσης, ολοένα και περισσότεροι κάτοικοι της Ανατολικής Αττικής αρχίσουν να στέφονται προς τέτοιου είδους πρακτικές; Η οικονομικής δυσπραγία μπορεί να κάμψει την ευσυνειδησία μας, ιδιαίτερα όταν το μηνιαίο κόστος που αναλογεί σ’ ένα (μέσο) διαμέρισμα των 80-100 τμ για εκκένωση βόθρου, φτάνει στα 70-80 ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι ο κάτοικος της Ανατολικής Αττικής επιβαρύνεται με δεύτερο χαράτσι, περίπου ισόποσο με αυτό της ΔΕΗ. Συμφώνα με τους ιδιοκτήτες των βυτιοφόρων που δραστηριοποιούνται στην ευρύτερη περιοχή, το κόστος εκκένωσης ενός βυτίου 25m3 είναι περίπου 80 ευρώ. Συνεπώς, τιμές στα 110-120 ευρώ θεωρούνται λογικές. Δεν διαφαίνεται λοιπόν η δυνατότητα μείωσης των τιμών, γεγονός που, σε συνδυασμό με τη ραγδαία πτώση του οικογενειακού εισοδήματος, προσδίδει στο πρόβλημα εκρηκτικές διαστάσεις. Ας συνυπολογιστεί ότι, με βάση τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις, η ολοκλήρωση των κυριότερων Κέντρων Επεξεργασίας Λυμάτων τοποθετείται χρονικά μετά το 2015. Επομένως, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη εξεύρεσης μιας ενδιάμεσης λύσης που θα έχει στον πυρήνα της δύο στόχους: Πρώτον, την ανακούφιση των οικογενειακών προϋπολογισμών και, δεύτερον, τον περιορισμό της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης.
Στη σκέψη πολλών ευαισθητοποιημένων πολιτών της περιοχής γεννήθηκε το εξής εύλογο ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν η αποκομιδή των σκουπιδιών να γίνεται μέσω των δήμων και για τα λύματα να μην μπορεί να συσταθεί ένας αντίστοιχος φορέας; Μιλούμε για μια επιχείρηση, που λόγω της φύσης και της έκτασης του προβλήματος απαιτεί κατ’ ελάχιστο τη συνεργασία των όμορων δήμων. Είναι τούτο εφικτό; Με δεδομένη την περιστολή των κρατικών κονδυλίων προς όλους τους δήμους της χώρας και την υποχρηματοδότηση των δημοτικών επιχειρήσεων, η ενδεχόμενη λύση πρέπει να αναζητηθεί κυρίως στα πλαίσια της σύμπραξης των δήμων με τους ιδιώτες. Μια επιχείρηση αυτής της μορφής, με τη συμμετοχή δηλαδή ενός διαδημοτικού φορέα και ενός ιδιωτικού σχήματος, θα είχε τη δυνατότητα να μειώσει αισθητά τις τιμές, εντείνοντας τον ανταγωνισμό, να εξασφαλίσει κερδοφόρα αποτελέσματα τόσο για τους ιδιώτες που θα συμμετέχουν όσο και για τους δήμους και εν τέλει να συμβάλλει δραστικά στη μείωση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης.
Την πρόταση αυτή που έλαβα από ενεργό πολίτη θα τη συζητήσουμε εκτενώς σε ειδική ημερίδα που προγραμματίζουμε για το τέλος Σεπτεμβρίου. Έχουν κληθεί να παραστούν και όσοι έχουν την αρμοδιότητα των τελικών αποφάσεων.