Όπως όμως διευκρινίζει, σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 4 του Ν. 4024/2011, το μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά, εξαιρουμένων των εργοδοτικών εισφορών, απαγορεύεται να υπερβαίνει τα 1.900 ευρώ το μήνα.
«Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει ότι για τον υπολογισμό του μέσου κατά κεφαλή κόστους-και όχι των μηνιαίων τακτικών αποδοχών-λαμβάνονται υπόψη το σύνολο των αποδοχών, επιδομάτων κλπ, που καταβάλλονται στους εργαζόμενους και επιβαρύνουν τη μισθοδοσία του φορέα», αναφέρει ο υπουργός Οικονομικών και προσθέτει ότι «στο πλαίσιο αυτο, και προκειμένου να εφαρμοστεί η διάταξη του νόμου, η οδηγία που δόθηκε από την Ειδική Γραμματεία Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών ήταν να γίνει μια ορθολογική διαμόρφωση των μισθών με βάση και τις περικοπές που προβλέπει ο Ν. 4024/2011, προκειμένου το μέσο κατά κεφαλή κόστος (και όχι ατομικά οι αποδοχές του κάθε εργαζόμενου) να μην υπερβαίνουν το ποσό των 1.900 ευρώ και όχι να περικοπούν τα επιδόματα δώρων και το επίδομα αδείας».
Το έγγραφο διαβιβάστηκε στη Βουλή στις 4 Σεπτεμβρίου, προς απάντηση σχετικής ερώτησης που είχαν απευθύνει στο υπουργείο Οικονομικών οι βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς Βασίλης Οικονόμου και Γιώργος Κυρίτσης.
Οι βουλευτές επικαλούνταν καταγγελίες του Σωματείου Εργαζομένων στο Ινστιτούτο Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ), ότι κατόπιν σχετικής παραίνεσης - οδηγίας της Ειδικής Γραμματείας ΔΕΚΟ και παρά την αρνητική γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας της ΓΣΕΕ το δώρο Πάσχα και κατά συνέπεια και τα υπόλοιπα δώρα (Χριστουγέννων - αδείας), συνυπολογίζονται στις μηνιαίες αποδοχές των εργαζομένων, οι οποίες στο πλαίσιο της μείωσης των απολαβών των εργαζομένων δεν μπορούν να ξεπερνούν το ποσό των 1900 ευρώ.