Θλίψη, λύπη, απόγνωση, οργή, μίσος.. όπου γυρίσεις γύρω σου αυτά είναι τα κυρίαρχα αισθήματα... χάθηκε η χαρά, το χαμόγελο, το γέλιο, η αισιοδοξία, η ελπίδα, η πίστη, η αληθινή αγάπη, τα όνειρα..
Χειμώνιασε.. τα δέντρα έχουν γυμνωθεί από το φύλλωμά τους, αλλά δεν υποφέρουν.. περιμένουν απλά την άνοιξη για να αναδειχθούν ξανά.. αυτός είναι ο κύκλος τους.. ένας αέναος κύκλος, ο κύκλος της ζωής τους. Τα πλάσματα κάνουν τον κύκλο της ζωής τους μέχρι ότου τους επισκεφθεί ο αιώνιος ύπνος. Όλα είναι κύκλοι.. μικροί ή μεγάλοι.. ένας κύκλος ξεκινά με τη γέννηση κι ένας κύκλος κλείνει με το θάνατο. Μια γνωριμία, ένας κύκλος που μπορεί να κλείσει μπορεί και όχι.. μια φιλία, μια οικογένεια, μια κοινωνία, η ανθρωπότητα..
Πάντα όμως, όταν κλείνει ένας κύκλος, ανοίγει ένας άλλος.. Κι εμείς κλείνουμε έναν κύκλο.. ένα κύκλο που χαρακτηρίστηκε από απληστία, αλαζονεία, αδιαφορία, εγωισμό κι ενίοτε απανθρωπιά.. Ένας κύκλος σκοτεινός που χαρακτηρίζεται από την απομάκρυνσή μας από το ουσιαστικό, το απλό, το πηγαίο, το φυσικό. Οι σκιές δούλευαν χρόνια ώστε να γίνουμε υπερκαταναλωτικοί κι εγωιστές.. να αρπάξουμε λαίμαργα το τυρί στη φάκα και να γίνουμε αριθμοί.. Γιατί όπως λέει κι η παροιμία: ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται.. Πού μυαλό για το πνεύμα όταν πεινάς; Πού μυαλό και δύναμη να αμφισβητήσεις ή να παλέψεις όταν κάνεις αγώνα για τον άρτο τον επιούσιο; .. Και εν τέλει ήρθε η σκλαβιά του πνεύματος μέσω της σκλαβιάς της ζωής μας. Κι εμείς συνεχίζουμε και κρατάμε το τυράκι τους.. ακόμα να δούμε τη φάκα;
Δεν νομίζετε λοιπόν ότι είναι η ώρα αυτού του κύκλου να κλείσει; Μήπως αντίθετα θα πρέπει να κάνουμε ότι μπορούμε να τον κλείσουμε μια ώρα αρχύτερα; Ναι, ο αγώνας είναι για την επιβίωσή μας, αλλά ποια επιβίωσή μας;
Δεν θέλω να γίνω ένα άβουλο ρομπότ με ένα τυράκι στο χέρι.. Γιατί αυτή δεν είναι ζωή.. θέλω να κάνω τον κύκλο μου με αξιοπρέπεια, με καθαρή καρδιά, ψυχή και πνεύμα. Δεν δέχομαι την μεταμόρφωση που μου επιφυλάσσουν.. γεννήθηκα άνθρωπος και θέλω να πεθάνω άνθρωπος, όχι ομοίωμα ανθρώπου.. γεννήθηκα κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού όχι του κτήνους..
Γι αυτό πάρτε το τυράκι σας, γιατί εγώ δεν το γουστάρω πια.. ξέρετε τι γουστάρω; Γουστάρω να δω όλα αυτά που μου έχετε ρίξει σαν δόλωμα για να φοβάμαι.. θέλω να δω όλα αυτά που φοβάμαι.. τα περιμένω καιρό τώρα.. γιατί όταν θα έρθουν ένας κύκλος θα έχει κλείσει κι ένας νέος θα αρχινάει.. αλλά δυστυχώς για όλους εσάς που περπατάτε στις σκιές και λαδώνετε τη ανθρωποφάγο-μηχανή σας , αυτός ο κύκλος θα είναι το τέλος σας..
Κι αν στον κύκλο που κλείσει εγώ πεινάσω ή χαθώ, τι σημασία έχει όταν θα είμαι κομμάτι ενός κύκλου που έπρεπε να κλείσει;
ΥΓ: Αντί υστερόγραφου, τρία ποιήματα του Καβάφη.. η σειρά δεν είναι τυχαία κι ο νοών νοήτω.
1. Τελειωμένα
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λιώνουμε και σχεδιάζουμε το πως να κάμουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο·
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
και ανέτοιμους -πού πιά καιρός- μας συνεπαίρνει.
2. Κεριά
Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μιά σειρά κεράκια αναμμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κοιτάζω τ’ αναμμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.
3. Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακούσθει
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές -
την τύχη σου που ενδίδει πιά, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μιά τέτοια πόλη,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυση τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.