Η ελληνική χλωρίδα είναι από τις πλουσιότερες της Ευρώπης, αριθμεί 6.200 φυτικά είδη, από τα οποία τα 1.150 είναι ενδημικά ή ενδοχώρια και η αξία της για την υγεία είναι ιδιαίτερη.
Ο κατάλογος με τα ονόματα των ελληνικών υπετροφών (super foods) είναι μακρύς με φυτικά είδη υψηλής διατροφικής και φαρμακευτικής αξίας.
Ανάμεσα στα παραδοσιακά, που καλλιεργούνται ήδη συστηματικά στην ελληνική ύπαιθρο και η φήμη τους έχει ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας, όπως η μαστίχα Χίου και ο κρόκος Κοζάνης, υπάρχουν και τα λιγότερο γνωστά, τα «καινοτόμα», τα οποία έχουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης και δίνουν προοπτική σε νέους καλλιεργητές.
Όπως δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δρ βοτανολόγος-γεωπόνος ΑΠΘ Νίκος Σαμαρίδης «πρόκειται για θαμνώδη και δενδρώδη δασικά φυτά, που μπορούν να αξιοποιηθούν για τη διατροφική ενίσχυση του οργανισμού, αλλά έχουν και ευεργετική ωφελιμότητα για την υγεία. Καλύπτουν την άμυνα του οργανισμού, προστατεύουν από κρύο και λοιμώξεις, είναι ισχυρά αντιοξειδωτικά, και ακόμη δεν είναι πολύ γνωστά στους αγρότες». Οι ρίζες τους όμως, χάνονται στην αρχαιότητα. Όπως τονίζει ο δρ Σαμαρίδης, «ο Όμηρος στην Ιλιάδα αναφέρει ότι η Κίρκη παρέθεσε γεύμα στον Οδυσσέα και τους συντρόφους του με καρπούς κρανιάς».
Τέτοια φυτά είναι η κουμαριά, η κρανιά, ο κράταιγος, η άγρια τριανταφυλλιά, η βατομουριά και άλλα πολλά.
Οι καρποί της αγριοτριανταφυλλιάς έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνη C και φλαβονοειδή, δηλαδή αντιοξειδωτικές ουσίες. Ενισχύουν την άμυνα του οργανισμού και προστατεύουν από τις λοιμώξεις. Από τους καρπούς της είναι δυνατόν να παρασκευαστεί σιρόπι και μαρμελάδα.
Το αφέψημα από τα φύλλα της κουμαριάς, περιέχει αρβουτίνη και τανίνες, που έχουν αντισηπτικές ιδιότητες για το ουροποιητικό σύστημα. Επίσης, ο Ιπποκράτης χρησιμοποιούσε τα φύλλα ως κατάπλασμα για θρομβοφλεβίτιδες. Σήμερα, στην κλασική φαρμακευτική κυκλοφορούν κουμαρινικά αντιπηκτικά. Ενώ, από τα κούμαρα μπορούν να παρασκευαστούν τσίπουρο, λικέρ, κονιάκ και μαρμελάδα.
Ο κράταιγος είναι το φυτό που κάνει κραταιό τον καρδιακό μυ. Ως αφέψημα τα φύλλα και τα άνθη του είναι ωφέλιμα για τη ρύθμιση και της υπέρτασης και της υπότασης, έχει δηλαδή αμφότερη ρυθμιστική δράση. Οι καρποί του είναι πλούσιοι σε βιταμίνη C και φλαβονοειδή (αντιοξειδωτικά). Σύμφωνα με τον δρ. Σαμαρίδη, Γερμανοί έχουν ήδη δείξει ενδιαφέρον για την ανάδειξη των φαρμακευτικών τους ιδιοτήτων. Από τους καρπούς του μπορούν επίσης να παρασκευαστούν αλκοολικά εκχυλίσματα (βάμματα).
Η κρανιά έχει υψηλή αντιοξειδοτικότητα, στυπτικές (αντιαιμορραγικές) και αντιπυρετικές ιδιότητες. Τα κράνα, οι καρποί της, περιέχουν φλαβονοειδή, σίδηρο και ανθοκυάνες, ισχυρότατες αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις ουσίες. Από τους καρπούς παρασκευάζεται επίσης χυμός που καταναλώνεται ως αναψυκτικό, ενώ ιδιαίτερα ανθεκτικό είναι το ξύλο της. Από ξύλο κρανιάς κατασκευάζονται οι γκλίτσες, ενώ λέγεται ότι από κρανιά είχε κατασκευαστεί και ο εμπνευσμένος από τον πολυμήχανο Οδυσσέα, Δούρειος Ίππος.
Τα φυτά αυτά συναντώνται περισσότερο στην ηπειρωτική Ελλάδα, ημιορεινή και ορεινή, όπου προσφέρονται οι πιο κατάλληλες βιοκλιματικές (θερμοκρασία, βροχοπτώσεις) και οικοτοπικές (έδαφος, ηλιοφάνεια) συνθήκες για την αποδοτική καλλιέργεια και την αξιοποίησή τους, για την παραγωγή δευτερογενών προϊόντων (μαρμελάδα, ποτά, χυμοί).
Όπως αναφέρει ο δρ. Σαμαρίδης, η Μακεδονία έχει την πιο πλούσια και παλαιότερη καλλιέργεια φυτωρίων, καθώς και εμπειρία από ομαδικές και συνεταιριστικές καλλιέργειες (συνεταιρισμός κρόκου Κοζάνης), από μονάδες βιοτεχνολογικής αξιοποίησης, μεταποίησης δευτερογενών γεωργικών προϊόντων και αποστακτήρια αιθέριων ελαίων. Διατηρεί το προβάδισμα στη νέα πρόταση των θαμνοειδών και δενδροειδών φαρμακευτικών και είναι ένας απέραντος πειραματ-αγρός, από την Κοζάνη, Έδεσα μέχρι τη Δράμα, όπου υπάρχουν φυτώρια και καλλιέργειες ροδιάς, βατόμουρων, σμέουρων, μύρτιλλου, κράταιγου, φραγκοστάφυλλων κ.α.
Οι προτεινόμενες καλλιέργειες απαιτούν ήλιο, εδάφη αποστραγγιζόμενα, κυρίως ξερικά, υψόμετρα κυρίως ημιορεινά (από 300 μέτρα η κρανιά έως 1.000 μέτρα η κουμαριά), πλαγιές ελατοδασών, πχ η αγριοτριανταφυλλιά και ο κράταιγος, που είναι αυτοφυή σε τέτοιες περιοχές, ελάχιστες βροχοπτώσεις (κατά μέσο όρο 600 χιλιοστά βροχής τα χρόνο). Αντέχουν σε χαμηλές θερμοκρασίες τα περισσότερα, πχ η κρανιά, μπορεί να επιβιώσει και στους -30. Είναι ανθεκτικά στις φωτιές, η κουμαριά μάλιστα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ανάπλαση δασικών εκτάσεων. Οι λίγοι εχθροί και ασθένειες των δασικών θαμνοφύτων, δηλαδή ανθράκωση, φυτοφθόρα, σκωρίαση, και οι τετράνυχοι μπορούν να ελέγχονται από ειδικές υπηρεσίες γεωργικών εφαρμογών.
Πέρα από τη διατροφική και θεραπευτική αξία που έχουν τα είδη αυτά και τη δυνατότητα παρασκευής δευτερογενών προϊόντων, ο δρ. Σαμαρίδης υπογραμμίζει τη δυνατότητα «να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά και να γίνει η διεύρυνση της καλλιέργειάς τους και η θεραπευτική ανάδειξή τους».
«Η διεύρυνση της καλλιέργειας θα γίνει με τη συνεργασία γεωπονικών πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων, όπως ο Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός (ΕΛΓΟ) «ΔΗΜΗΤΡΑ», ενώ η θεραπευτική ανάδειξή τους μπορεί να γίνει με την επιστημονική συνεργασία πανεπιστημιακών ή ερευνητών, των κλάδων της βιοχημείας και της φαρμακογνωσίας». Οι δήμοι, σύμφωνα με τον δρ. Σαμαρίδη, πρέπει να παραχωρήσουν αναξιοποίητες ημιορεινές πλαγιές και λειμώνες (εγκαταλελειμμένα βοσκοτόπια), με πολυετείς συμβολικές συμβάσεις σε νέους καλλιεργητές, όπως για παράδειγμα ο δήμος Βελβεντού στην Κοζάνη. «Έτσι, θα ανθίσουν μαζί με τα ωφέλιμα για θρέψη και θεραπεία φαρμακευτικά φυτά και η παραμελημένη ελληνική ύπαιθρος» υπογραμμίζει.
Την ίδια ώρα, ο δρ. Σαμαρίδης, υπενθυμίζει την υψηλή αξία των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, των βοτάνων, με τα οποία έχει προικιστεί η φύση στα νησιά, στη νότια και στην κεντρική Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Κρήτη. Τα βουνά της, οι ραχούλες και τα φαράγγια της μοσχοβολούν θυμάρι, μαντζουράνα, μαλωτήρα (σιδερίτης), φλισκούνι, φασκόμηλο, δίκταμο (έρωτας) κ.α.
Αυτά τα αρωματικά φυτά χρησιμοποιούνται από τον ελληνικό λαό εμπειρικά και παραδοσιακά για εκατοντάδες χρόνια, ως τσάγια, ροφήματα και άλλες μορφές. Είναι, επίσης, πολύτιμα για τα αιθέρια έλαιά τους, όπου από αρχαιοτάτων χρόνων με απλές παραδοσιακές μεθόδους (υπερχείλιση σε λίπος) γινόταν εξαγωγή των αιθέριων ελαίων. Μαρτυρίες υπάρχουν τόσο στην Κρήτη, στα ανάκτορα του Μίνωα, ενώ στην Πύλο, στα ανάκτορα του Νέστορα, υπήρχε ειδικό δωμάτιο με τα «ζείδωρα» αιθέρια έλαια.
Ο κατάλογος με τα ονόματα των ελληνικών υπετροφών (super foods) είναι μακρύς με φυτικά είδη υψηλής διατροφικής και φαρμακευτικής αξίας.
Ανάμεσα στα παραδοσιακά, που καλλιεργούνται ήδη συστηματικά στην ελληνική ύπαιθρο και η φήμη τους έχει ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας, όπως η μαστίχα Χίου και ο κρόκος Κοζάνης, υπάρχουν και τα λιγότερο γνωστά, τα «καινοτόμα», τα οποία έχουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης και δίνουν προοπτική σε νέους καλλιεργητές.
Όπως δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δρ βοτανολόγος-γεωπόνος ΑΠΘ Νίκος Σαμαρίδης «πρόκειται για θαμνώδη και δενδρώδη δασικά φυτά, που μπορούν να αξιοποιηθούν για τη διατροφική ενίσχυση του οργανισμού, αλλά έχουν και ευεργετική ωφελιμότητα για την υγεία. Καλύπτουν την άμυνα του οργανισμού, προστατεύουν από κρύο και λοιμώξεις, είναι ισχυρά αντιοξειδωτικά, και ακόμη δεν είναι πολύ γνωστά στους αγρότες». Οι ρίζες τους όμως, χάνονται στην αρχαιότητα. Όπως τονίζει ο δρ Σαμαρίδης, «ο Όμηρος στην Ιλιάδα αναφέρει ότι η Κίρκη παρέθεσε γεύμα στον Οδυσσέα και τους συντρόφους του με καρπούς κρανιάς».
Τέτοια φυτά είναι η κουμαριά, η κρανιά, ο κράταιγος, η άγρια τριανταφυλλιά, η βατομουριά και άλλα πολλά.
Οι καρποί της αγριοτριανταφυλλιάς έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνη C και φλαβονοειδή, δηλαδή αντιοξειδωτικές ουσίες. Ενισχύουν την άμυνα του οργανισμού και προστατεύουν από τις λοιμώξεις. Από τους καρπούς της είναι δυνατόν να παρασκευαστεί σιρόπι και μαρμελάδα.
Το αφέψημα από τα φύλλα της κουμαριάς, περιέχει αρβουτίνη και τανίνες, που έχουν αντισηπτικές ιδιότητες για το ουροποιητικό σύστημα. Επίσης, ο Ιπποκράτης χρησιμοποιούσε τα φύλλα ως κατάπλασμα για θρομβοφλεβίτιδες. Σήμερα, στην κλασική φαρμακευτική κυκλοφορούν κουμαρινικά αντιπηκτικά. Ενώ, από τα κούμαρα μπορούν να παρασκευαστούν τσίπουρο, λικέρ, κονιάκ και μαρμελάδα.
Ο κράταιγος είναι το φυτό που κάνει κραταιό τον καρδιακό μυ. Ως αφέψημα τα φύλλα και τα άνθη του είναι ωφέλιμα για τη ρύθμιση και της υπέρτασης και της υπότασης, έχει δηλαδή αμφότερη ρυθμιστική δράση. Οι καρποί του είναι πλούσιοι σε βιταμίνη C και φλαβονοειδή (αντιοξειδωτικά). Σύμφωνα με τον δρ. Σαμαρίδη, Γερμανοί έχουν ήδη δείξει ενδιαφέρον για την ανάδειξη των φαρμακευτικών τους ιδιοτήτων. Από τους καρπούς του μπορούν επίσης να παρασκευαστούν αλκοολικά εκχυλίσματα (βάμματα).
Η κρανιά έχει υψηλή αντιοξειδοτικότητα, στυπτικές (αντιαιμορραγικές) και αντιπυρετικές ιδιότητες. Τα κράνα, οι καρποί της, περιέχουν φλαβονοειδή, σίδηρο και ανθοκυάνες, ισχυρότατες αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις ουσίες. Από τους καρπούς παρασκευάζεται επίσης χυμός που καταναλώνεται ως αναψυκτικό, ενώ ιδιαίτερα ανθεκτικό είναι το ξύλο της. Από ξύλο κρανιάς κατασκευάζονται οι γκλίτσες, ενώ λέγεται ότι από κρανιά είχε κατασκευαστεί και ο εμπνευσμένος από τον πολυμήχανο Οδυσσέα, Δούρειος Ίππος.
Τα φυτά αυτά συναντώνται περισσότερο στην ηπειρωτική Ελλάδα, ημιορεινή και ορεινή, όπου προσφέρονται οι πιο κατάλληλες βιοκλιματικές (θερμοκρασία, βροχοπτώσεις) και οικοτοπικές (έδαφος, ηλιοφάνεια) συνθήκες για την αποδοτική καλλιέργεια και την αξιοποίησή τους, για την παραγωγή δευτερογενών προϊόντων (μαρμελάδα, ποτά, χυμοί).
Όπως αναφέρει ο δρ. Σαμαρίδης, η Μακεδονία έχει την πιο πλούσια και παλαιότερη καλλιέργεια φυτωρίων, καθώς και εμπειρία από ομαδικές και συνεταιριστικές καλλιέργειες (συνεταιρισμός κρόκου Κοζάνης), από μονάδες βιοτεχνολογικής αξιοποίησης, μεταποίησης δευτερογενών γεωργικών προϊόντων και αποστακτήρια αιθέριων ελαίων. Διατηρεί το προβάδισμα στη νέα πρόταση των θαμνοειδών και δενδροειδών φαρμακευτικών και είναι ένας απέραντος πειραματ-αγρός, από την Κοζάνη, Έδεσα μέχρι τη Δράμα, όπου υπάρχουν φυτώρια και καλλιέργειες ροδιάς, βατόμουρων, σμέουρων, μύρτιλλου, κράταιγου, φραγκοστάφυλλων κ.α.
Οι προτεινόμενες καλλιέργειες απαιτούν ήλιο, εδάφη αποστραγγιζόμενα, κυρίως ξερικά, υψόμετρα κυρίως ημιορεινά (από 300 μέτρα η κρανιά έως 1.000 μέτρα η κουμαριά), πλαγιές ελατοδασών, πχ η αγριοτριανταφυλλιά και ο κράταιγος, που είναι αυτοφυή σε τέτοιες περιοχές, ελάχιστες βροχοπτώσεις (κατά μέσο όρο 600 χιλιοστά βροχής τα χρόνο). Αντέχουν σε χαμηλές θερμοκρασίες τα περισσότερα, πχ η κρανιά, μπορεί να επιβιώσει και στους -30. Είναι ανθεκτικά στις φωτιές, η κουμαριά μάλιστα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ανάπλαση δασικών εκτάσεων. Οι λίγοι εχθροί και ασθένειες των δασικών θαμνοφύτων, δηλαδή ανθράκωση, φυτοφθόρα, σκωρίαση, και οι τετράνυχοι μπορούν να ελέγχονται από ειδικές υπηρεσίες γεωργικών εφαρμογών.
Πέρα από τη διατροφική και θεραπευτική αξία που έχουν τα είδη αυτά και τη δυνατότητα παρασκευής δευτερογενών προϊόντων, ο δρ. Σαμαρίδης υπογραμμίζει τη δυνατότητα «να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά και να γίνει η διεύρυνση της καλλιέργειάς τους και η θεραπευτική ανάδειξή τους».
«Η διεύρυνση της καλλιέργειας θα γίνει με τη συνεργασία γεωπονικών πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων, όπως ο Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός (ΕΛΓΟ) «ΔΗΜΗΤΡΑ», ενώ η θεραπευτική ανάδειξή τους μπορεί να γίνει με την επιστημονική συνεργασία πανεπιστημιακών ή ερευνητών, των κλάδων της βιοχημείας και της φαρμακογνωσίας». Οι δήμοι, σύμφωνα με τον δρ. Σαμαρίδη, πρέπει να παραχωρήσουν αναξιοποίητες ημιορεινές πλαγιές και λειμώνες (εγκαταλελειμμένα βοσκοτόπια), με πολυετείς συμβολικές συμβάσεις σε νέους καλλιεργητές, όπως για παράδειγμα ο δήμος Βελβεντού στην Κοζάνη. «Έτσι, θα ανθίσουν μαζί με τα ωφέλιμα για θρέψη και θεραπεία φαρμακευτικά φυτά και η παραμελημένη ελληνική ύπαιθρος» υπογραμμίζει.
Την ίδια ώρα, ο δρ. Σαμαρίδης, υπενθυμίζει την υψηλή αξία των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, των βοτάνων, με τα οποία έχει προικιστεί η φύση στα νησιά, στη νότια και στην κεντρική Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Κρήτη. Τα βουνά της, οι ραχούλες και τα φαράγγια της μοσχοβολούν θυμάρι, μαντζουράνα, μαλωτήρα (σιδερίτης), φλισκούνι, φασκόμηλο, δίκταμο (έρωτας) κ.α.
Αυτά τα αρωματικά φυτά χρησιμοποιούνται από τον ελληνικό λαό εμπειρικά και παραδοσιακά για εκατοντάδες χρόνια, ως τσάγια, ροφήματα και άλλες μορφές. Είναι, επίσης, πολύτιμα για τα αιθέρια έλαιά τους, όπου από αρχαιοτάτων χρόνων με απλές παραδοσιακές μεθόδους (υπερχείλιση σε λίπος) γινόταν εξαγωγή των αιθέριων ελαίων. Μαρτυρίες υπάρχουν τόσο στην Κρήτη, στα ανάκτορα του Μίνωα, ενώ στην Πύλο, στα ανάκτορα του Νέστορα, υπήρχε ειδικό δωμάτιο με τα «ζείδωρα» αιθέρια έλαια.