Είναι προφανές ότι οι συνεχείς -μικρές έστω- μετακινήσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την τύχη του μνημονίου και την διατήρηση ή όχι του ευρώ, έχουν προκαλέσει αβεβαιότητα (στα όρια της σύγχυσης) στον κόσμο, κάτι που αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις.
Η ποικιλία εκφράσεων για την αντιμετώπιση του μνημονίου δείχνει έναν πλουραλισμό απόψεων ο οποίος όμως δεν είναι καθόλου χρήσιμος στους πολίτες που θέλουν να ακούσουν με σαφήνεια τον άλλο κυβερνητικό λόγο.
Ένας άλλος λόγος καθήλωσης του ΣΥΡΙΖΑ σε ποσοστά μάχης για την πρωτιά με τη ΝΔ (αλλά ποσοστά που δεν ξεπερνούν το 26-27%, κάτι που σημαίνει ότι και τα δύο κόμματα δεν έχουν «αέρα» ανόδου αλλά απλώς μίζερο προβάδισμα σε σχέση με τα άλλα κόμματα) είναι ότι δεν έχει διατυπωθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ κυβερνητικός λόγος.
Δεν είναι πια από μόνος του ικανός να συγκροτήσει ρεύμα εκλογικής νίκης ο καταγγελτικός/επιθετικός λόγος απέναντι στην πολυκομματική ή όχι κυβέρνηση : αυτό ήταν αρκετό όσο στα κριτήρια του κόσμου επικρατούσε η απόφαση ενοχοποίησης και τιμωρίας όσων κυβέρνησαν και έφεραν τη χώρα ως εδώ. Από την ώρα που ψήφισαν έτσι ώστε δύο από αυτές τις δυνάμεις (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) να μπορούν να συγκυβερνήσουν και μάλιστα με αριθμητική άνεση με τη βοήθεια μιας τρίτης (ΔΗΜΑΡ), το παιχνίδι των επιχειρημάτων μετατοπίστηκε αλλού.
Η αλήθεια είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ (κόμμα του 4-5% έως ένα χρόνο πριν) δεν ήταν έτοιμος να μπει σε αυτό το παιχνίδι αφού ούτε ενιαίο κόμμα με συγκεκριμένες αρχές και κοινή καταγωγή ήταν, ούτε καταγεγραμμένη δύναμη εξουσίας. Από τον Ιούνιο του 2012 (όταν μετά τις εκλογές σχηματίστηκε η τρικομματική κυβέρνηση) έως τώρα δεν συγκροτείται ικανός χρόνος για να καλυφθούν οι δύο παραπάνω προϋποθέσεις.
Αντιθέτως όμως, είναι ικανότατος χρόνος για τη διαμόρφωση μιας πολιτικής θέσης σαφούς και κατανοητής ως προς τις αρχές και τις κυβερνητικές προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με την παραμονή ή όχι στο κοινό νόμισμα. Οι ευέλικτες διατυπώσεις του Αλ. Τσίπρα και οι διαφορετικές αποχρώσεις (για να μην πούμε διαφορετικές θέσεις) στις αναλύσεις/απαντήσεις σημαντικών στελεχών του επιτείνουν τη σύγχυση και αυτομάτως δημιουργούν ελεύθερο χώρο στο μεγάλο κόμμα της κυβέρνησης (ΝΔ) να επιχειρηματολογεί στη βάση της ανασφάλειας που νιώθει ο κόσμος προβάλλοντας αρκετά επιτυχημένα τη λογική «περνάμε άσχημα αλλά τουλάχιστον ξέρουμε τι έχουμε. Αν φύγουμε από το πρόσκαιρο άσχημα θα πάμε στο άγνωστο που μπορεί να είναι η καταστροφή».
Βέβαια, για να στηρίξει αποτελεσματικά τη μια ή την άλλη κυβερνητική πρόταση ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει πρώτα να καταλήξει ως κόμμα σε αυτό που εκφράζει τις αρχές και τους στόχους του. Όχι απαραιτήτως σε αυτό που δεν θα φοβίσει τον κόσμο, ή σε αυτό που θα τον φοβίσει λιγότερο. Αν διαλέγει να κινηθεί σε ενδιάμεσες λύσεις μη κατανοητές από το ευρύ κοινό κινδυνεύει να μην επιλεγεί ως κυβερνητική λύση, όσα λάθη κι αν κάνει η σημερινή (ή άλλη από την ίδια Βουλή) κυβέρνηση.
Το γεγονός ότι δεν μπορεί να ξεκολλήσει από ποσοστά κάτω του 30% και από διαφορές μικρότερες των δύο ποσοστιαίων μονάδων από τη ΝΔ (όταν προηγείται, διότι εδώ και δυό μήνες υπάρχουν και μετρήσεις στις οποίες δεν προηγείται) δείχνει καθαρά ότι δεν μπορεί να δημιουργήσει ρεύμα νίκης. Η μη διαμόρφωση σαφών και καθαρών θέσεων ακόμα κι αν αυτές έχουν πρόσκαιρο κόστος στην αποδοχή του από το φοβισμένο ευρύ κοινό, του κοστίζει πολύ περισσότερο.
Την ώρα που όλα τα κόμματα φροντίζουν για την πολιτική και οργανική τους διάσωση (το καθένα με τον τρόπο του) ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να βρίσκεται σε διαρκή ταλάντωση με αποτέλεσμα να μην μπορεί το εκλογικό κοινό να συγκεντρωθεί στην ιδιότυπη αυτή κίνηση. Όπως τη διαρκή και σταθερή εναλλαγή της μικρής μπάλας στο αντίστοιχο τερραίν του τένις και του πινγκ πονγκ την παρακολουθεί με ενδιαφέρον κάνοντας την ανάλογη κίνηση στροφής της κεφαλής μόνο το εκπαιδευμένο και ειδικό κοινό, έτσι και την διαρκή κίνηση θέσεων σε θεμελιώδη ζητήματα την παρακολουθεί μόνο ειδικό πολιτικό κοινό.
Αλλά δεν είναι αυτό το κοινό που χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ για να μεταβληθεί από φορέα διαμαρτυρίας και ακτιβισμού (αν και αυτός λείπει το τελευταίο διάστημα) σε φορέα κυβερνητικής πρότασης και σταθερότητας. Αυτό το έχει, το είχε κι όταν φλέρταρε με το 4-5%. Το ζητούμενο για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αφενός να διατηρήσει το υπόλοιπο 20% που προστέθηκε στην εκλογική του δύναμη και αφετέρου (αλλά δεν έχει και πολύ χρόνο γι΄ αυτό) να μετατρέψει τη νέα βάση (αν δεχθούμε ότι είναι βάση) του 25% σε πλειοψηφική δύναμη διακυβέρνησης. Το στάδιο της διαμαρτυρίας και της καταγγελίας ολοκληρώθηκεεπιτυχημένα. Τώρα η κοινωνία είναι ήδη αλλού.