Πώς όμως θα μπορούσε να μειωθεί το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας και να εξισορροπηθεί η σχέση εισαγωγών και εξαγωγών; Όπως σημειώνει ανάλυση που δημοσίευσε το περιοδικό Der Spiegel στην ιστοσελίδα του, δεν υπάρχει η «τέλεια λύση», αλλά μια σειρά προτάσεων που ακούγονται, με πολλά επιχειρήματα υπέρ αλλά και πολλά κατά.
Αύξηση μισθών
Μια από τις προτάσεις που ακούγονται συχνά είναι να προχωρήσει η Γερμανία σε μια γενναία αύξηση των μισθών. Έτσι οι Γερμανοί θα είχαν περισσότερα στην τσέπη τους και κατά συνέπεια θα μπορούσαν να ξοδέψουν περισσότερα για εισαγόμενα προϊόντα.
Γεγονός είναι ότι τα τελευταία χρόνια οι εργαζόμενοι στη Γερμανία είδαν τους μισθούς τους να αυξάνονται με το σταγονόμετρο, ενώ στη χειρότερη περίπτωση υπέστησαν μείωση του πραγματικού τους εισοδήματος λόγω του πληθωρισμού. Γεγονός όμως είναι επίσης, όπως σημειώνει το γερμανικό περιοδικό, ότι το κράτος δεν έχει δυνατότητες παρέμβασης λόγω της αυτονομίας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Επίσης, πολλοί επιχειρηματίες θα υποστήριζαν ότι μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις θα έθεταν σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητά τους στο διεθνές περιβάλλον. Το επιχείρημα αυτό, όμως, δεν ισχύει και για τον κατώτατο μισθό που μετ’ επιτάσεως ζητούν οι Σοσιαλδημοκράτες καθώς αφορά ως επί το πλείστον μικρές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, που δεν είναι εκτεθειμένες στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Για τον ίδιο λόγο θα ήταν, όμως, εξαιρετικά μικρός και ο αντίκτυπος στις εξαγωγές.
Μείωση φόρων
Μια άλλη πρόταση που ακούγεται επίσης συχνά είναι να συμβάλει η γερμανική κυβέρνηση στην αύξηση του καθαρού εισοδήματος, μειώνοντας, για παράδειγμα, τους φόρους και συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην αύξηση της ζήτησης. Πρόκειται για μια πρόταση την οποία στηρίζει και ο επίτροπος Νομισματικών Υποθέσεων Όλι Ρεν, όπως σημειώνει το Spiegel.
Πέραν του ότι η φορολογική πολιτική είναι από τα πλέον διαφιλονικούμενα ζητήματα στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης, η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης θα ωφελούσε ελάχιστα τις χώρες της νοτίου Ευρώπης. Όπως έδειξε έρευνα της Κομισιόν από το 2012, η αύξηση της ζήτησης κατά 1% στη Γερμανία θα επέφερε βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου μόνον σε πολύ κοντινές γειτονικές χώρες, όπως την Τσεχία. Ακόμη και εκεί, όμως, η βελτίωση δεν θα ξεπερνούσε το 0,1%. Σε Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία το αντίστοιχο ποσοστό θα ήταν μόλις 0,02%, ενώ στην Ελλάδα ακόμη χαμηλότερο.
Περισσότερες επενδύσεις
Η τρίτη πρόταση αφορά στην αύξηση των επενδύσεων. Όπως σχολιάζει και ο Πέτερ Μπόφινγκερ, ένας εκ των πέντε σοφών της γερμανικής οικονομίας: «Έχουμε μια τεράστια αδυναμία επενδύσεων. Τον τελευταίο χρόνο οι ιδιωτικές επενδύσεις βρίσκονταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Γεγονός είναι ότι τα τελευταία χρόνια τόσο το κράτος όσο και οι επιχειρήσεις έχουν επενδύσει ελάχιστα».
Το γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών υποστηρίζει ότι απαιτούνται ετησίως περί τα 75 δισ. ευρώ για επενδύσεις σε έργα υποδομής. Μόνο για τη διατήρηση και συντήρηση του σιδηροδρομικού δικτύου χρειάζεται περί το ένα δισ. ευρώ το χρόνο, σύμφωνα με τον επικεφαλής των Γερμανικών Σιδηροδρόμων, Ρούντιγκερ Γρίμπε.
Το επιχείρημα εδώ είναι απλό: από τις επενδύσεις θα ωφελούνταν και ξένες επιχειρήσεις, ενώ παράλληλα θα δημιουργούνταν θέσεις εργασίας και θα αυξανόταν η ζήτηση. Το κράτος δεν μπορεί φυσικά να αναγκάσει τις επιχειρήσεις να επενδύσουν. Διαφορετικά είναι βέβαια τα πράγματα όσον αφορά τις κρατικές επενδύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να αποφασιστούν και να υλοποιηθούν σχετικά γρήγορα.
Και εδώ, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Με το «χρεόφρενο» η Γερμανία έχει επιβάλει στον εαυτό της αυστηρή λιτότητα, κάτι που έχει επικρίνει συχνά ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, Ολιβιέ Μπλανσάρ. Οι Γερμανοί θα πρέπει να αναρωτηθούν μήπως κάνουν μεγάλες περικοπές και επενδύουν πολύ λίγα, είπε πρόσφατα προς την εφημερίδα Handelsblatt.
Ένα από τα διδάγματα της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, ωστόσο, είναι ότι συχνά στο παρελθόν τα οικονομικά προβλήματα αντιμετωπίστηκαν με την ανάληψη νέων χρεών, καταλήγει η ανάλυση του Spiegel.
naftemporiki.gr