Δήμος προσέφυγε στο Συμβούλιο...
της Επικρατείας κατά της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και ζητούσε να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 43/2003 (Α.Π. 2220/2.10.2003) απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων είχε επιβάλει πρόστιμο στο Δήμο ύψους 10.000 ευρώ,για παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τις υπηρεσίες πολεοδομίας Δήμου που συνίσταται στη χορήγηση αντιγράφου αίτησης χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου και χωρίς να συντρέχει περίπτωση χορήγησής του κατά νόμο χωρίς τη συναίνεση αυτή.
Το τμήμα Δ του ΣτΕ αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα,σκέφθηκε κατά τον νόμο:
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται η ακύρωση της υπ' αριθμ. 43/2003 (Α.Π. 2220/2.10.2003) πράξεως της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία επιβλήθηκε στον Δήμο πρόστιμο, ύψους 10.000 ευρώ, για παράβαση των διατάξεων του ν. 2472/1997.
2. Επειδή, υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης αποφάσεως παρεμβαίνει ο ..., κατόπιν καταγγελίας του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η παρέμβαση, όμως, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι ο παρεμβαίνων δεν παρέστη κατά τη συζήτηση της υποθέσεως με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε νομιμοποίησε τον υπογράφοντα το δικόγραφο της παρέμβασης δικηγόρο με κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 27 του π.δ/τος 18/1989 (Α' 18) τρόπους.
3. Επειδή, ο ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Α' 50), ο οποίος εκδόθηκε ενόψει και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 281), έχει, όπως ρητώς αναφέρεται στο άρθρο 1, αντικείμενο τη «θέσπιση προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής». Σύμφωνα με το άρθρο 3, με υπότιτλο «πεδίο εφαρμογής», οι διατάξεις του νόμου εφαρμόζονται, κατά τους ειδικότερους ορισμούς της παρ. 3, «στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο» (παρ. 1). Κατά το άρθρο 2 του ν. 2472/1997 «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» είναι «κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων» (περ. α'), «υποκείμενο των δεδομένων» είναι το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική (περ. γ'), «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («επεξεργασία») είναι «κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση» (περ. δ'). Το ανωτέρω άρθρο 2 του ν. 2472/1997 ορίζει επίσης ότι ως «υπεύθυνος επεξεργασίας» νοείται «οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός» (περ. ε'), ότι ως «συγκατάθεση» του υποκειμένου των δεδομένων νοείται «κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν» και ότι «Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. ...» (περ. ια'). Ο ίδιος νόμος προβλέπει στο μεν άρθρο 4 ότι: «1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας^ ψ πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) ...», στο δε άρθρο 5 ότι: «1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του. 2. Κατ1 εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων ή για τη λήψη μέτρων κατόπιν αιτήσεως του υποκειμένου κατά το προσυμβατικό στάδιο, β) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο. γ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου, εάν αυτό τελεί σε φυσική ή νομική αδυναμία να δώσει τη συγκατάθεση του. δ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημόσιου συμφέροντος ή έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτή είτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε σε τρίτο, στον οποίο γνωστοποιούνται τα δεδομένα, ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών». Εξάλλου, στο άρθρο 11 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «1. ... 2 3. Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς» και στο άρθρο 12 ότι «1. Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως. 2. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) β) Τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών... 4. Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν απαντήσει εντός δεκαπέντε (15) ημερών ή εάν η απάντηση του δεν είναι ικανοποιητική, το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προσφύγει στην Αρχή...». Τέλος, ο ν. 2472/1997 προβλέπει στο άρθρο 21, για την συσταθείσα με το άρθρο 15 αυτού Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, και τα εξής: «1. Η Αρχή επιβάλλει στους υπεύθυνους επεξεργασίας ή στους τυχόν εκπροσώπους τους τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις, για παράβαση των υποχρεώσεων τους που απορρέουν οπό τον παρόντα νόμο και από κάθε άλλη ρύθμιση που αφορά την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα: α) .. β) Πρόστιμο ποσού από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) έως πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές, γ) ... . 2. Οι υπό στοιχεία β', γ', δ' και ε' διοικητικές κυρώσεις της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλονται πάντοτε ύστερα από ακρόαση του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκπροσώπου του. Είναι ανάλογες προς τη βαρύτητα της παράβασης που καταλογίζεται...». Εξάλλου, ο ν. 2734/1999 «Εκδιδόμενα με αμοιβή πρόσωπα και άλλες διατάξεις» (Α' 161) ορίζει στην παράγραφο 4 του άρθρου 3, όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίηση της με το άρθρο 49 του ν. 4238/2014 (Α' 38), ότι «Δεν επιτρέπεται η εγκατάσταση εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων σε διατηρητέα ή παροδοσιακά κτίρια, καθώς και σε χώρους που δεν είναι κύριας χρήσεως και δεν πληρούν τους όρους του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού. Επίσης, δεν επιτρέπεται η εγκατάσταση σε κτίρια που απέχουν, σε ακτίνα λιγότερο οπό 200 μέτρα, από ναούς, σχολεία, νηπιαγωγεία, φροντιστήρια, παιδικούς σταθμούς, νοσηλευτικά ιδρύματα, κέντρα νεότητας, αθλητικά κέντρα, οικοτροφεία, βιβλιοθήκες και ευαγή ιδρύματα, καθώς και από πλατείες και παιδικές χαρές», στην παράγραφο 1 του άρθρου 5, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.2 του άρθρου 12 του ν. 2839/2000 (Α' 196) ότι «Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή όποιος: α. ... β. ... γ. ... δ. ... ε στ. Εκμισθώνει ή παραχωρεί τη χρήση οικήματος σε πρόσωπο που δεν κατέχει πιστοποιητικό άσκησης επαγγέλματος ή το οίκημα δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 3» και στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 ότι «Το οίκημα, που χρησιμοποιείται για να εκδίδεται πρόσωπο με αμοιβή, χωρίς την προβλεπόμενη στην παρ. 1 του άρθρου 3 άδεια ή χωρίς να έχει υποβληθεί η κατά το άρθρο 4 παρ. 2 δήλωση, κλείνεται και σφραγίζεται με απόφαση του αρμόδιου δημάρχου ή προέδρου κοινότητας. Επίσης, το οίκημα κλείνεται και σφραγίζεται και όταν έχει αφαιρεθεί ή ανακληθεί η χορηγηθείσα άδεια εγκατάστασης και χρήσης. Όποιος παραβιάζει τις σφραγίδες που έχουν τεθεί τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 178 του Ποινικού Κώδικα». Περαιτέρω, στην παράγραφο 4 του άρθρου 25 του ν. 1756/1988 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και καταστάσεως δικαστικών λειτουργών» (Α' 35) ορίζεται ότι «Ο εισαγγελέας πρωτοδικών: α) ... β) δικαιούται να παραγγέλει- στις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών κοινής ωφέλειας και όλων γενικά των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφα τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 261 του Κ.Π.Δ.». Τέλος, το άρθρο 5 του ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητική Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (Α' 45), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 2880/2001 (Α' 9), ορίζει τα εξής: «1. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. 2. Οποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεση του η οποία εκκρεμεί σε αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές. 3. Το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου αν το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, διοικητικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης.
4. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: ο παρεμβαίνων ..., με την από 25.1.2002 αίτηση του προς τον Δήμο, διαμαρτυρήθηκε για την, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 4 και 5 παρ. 1στ' του ν. 2734/1999, λειτουργία οίκων ανοχής στην περιφέρεια του εν λόγω δήμου και ζήτησε την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού και, ειδικότερα, την, κατά το άρθρο 6 παρ. 3 του εν λόγω νόμου, σφράγιση των ως άνω οίκων ανοχής, κατά προτεραιρότητα δε εκείνων που στεγάζονται στα κτίρια επί της οδού ... και ..., μεταξύ δύο δικών του ακινήτων (επί της οδού ... και ...). Εξάλλου, κατόπιν της από 3.1.2002 καταγγελίας του παρεμβαίνοντος για εκτέλεση οικοδομικών εργασιών χωρίς άδεια στους οίκους ανοχής που λειτουργούν στα κτίρια επί της οδού ... διενεργήθηκε αυτοψία στα κτίρια αυτά από υπαλλήλους της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων και συντάχθηκαν οι οι 1739/383/1/1.2.2002 και 1739/383/2/1.2.2002 εκθέσεις, με τις οποίες διαπιστώθηκαν οικοδομικές παραβάσεις στα ανωτέρω κτίρια, εκδόθηκαν δε οι ταυτάριθμες, από 4.2.2002, πράξεις διακοπής οικοδομικών εργασιών, αντιστοίχως. Κατόπιν τούτων, η ..., η οποία στην σχετική έκθεση αυτοψίας αναφέρεται ως ιδιοκτήτρια του κτιρίου επί της οδού ..., με την από 6.2.2002 αίτηση της προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, ζήτησε «να δοθεί εντολή για αντίγραφο καταγγελίας εις βάρος [της] στην Πολεοδομία Αθηνών». Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε την ίδια ημέρα εισαγγελική παραγγελία προς την «Πολεοδομία Αθηνών» με το εξής περιεχόμενο: «Σας αποστέλλουμε τη συνημμένη αίτηση της ... και παρακαλούμε για την κατά νόμο εκτίμηση των διαλαμβανομένων σ' αυτήν και τις εντεύθεν επιβαλλόμενες ενέργειες σας», ακολούθως δε παραδόθηκαν στην ... από τον αιτούντα δήμο, αντίγραφα τόσο της από 3.1.2002 καταγγελίας του παρεμβαίνοντος για τις παραβάσεις αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας, όσο και της από 25.1.2002 αίτησης του περί εφαρμογής των διατάξεων του ν. 2734/1999. Περαιτέρω, ο παρεμβαίνων - με αφορμή τηλεοπτικές εκπομπές, στις οποίες μεταδόθηκαν, επιλεκτικά, αποσπάσματα της ανωτέρω από 25.1.2002 αίτησης του με δυσφημιστική αναφορά στο πρόσωπο του - κατέθεσε στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα την από 20.4.2002 αίτηση - καταγγελία για παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων του από τις υπηρεσίες του αιτούντος Δήμου χωρίς την έγκριση του. Ενόψει τούτων, η Αρχή, με την 43/2003 απόφαση της (προσβαλλόμενη πράξη), δέχθηκε ότι η ανωτέρω εισαγγελική παραγγελία «δεν είχε την παραμικρή σχέση» με την από 25.1.2002 αίτηση του παρεμβαίνοντος, εφόσον αυτή «δεν περιείχε οποιαδήποτε καταγγελία κατά της ..., της οποίας το όνομα ούτε καν αναφερόταν εκεί» και ότι «η χορήγηση αντιγράφου της από 25.1.2002 αίτησης του ... από τις υπηρεσίες πολεοδομίας του Δήμου στην ... συνιστά παράνομη επεξεργασία προσωπικών τη συναίνεση αυτή. Επιπλέον το επίμαχο αντίγραφο χορηγήθηκε χωρίς να αποτελεί η χορήγηση του περιεχόμενο της εισαγγελικής παραγγελίας και χωρίς να ζητηθεί από την ...». Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η Αρχή, με την ως άνω προσβαλλόμενη πράξη της, αφού έλαβε υπόψη τη βαρύτητα της πράξης που αποδείχθηκε και της προσβολής που επήλθε από αυτήν στον καταγγείλαντα, διαπίστωσε ότι με τη χορήγηση αντιγράφου της επίμαχης από 25.1.2002 αίτησης του ... στην ... συνέτρεξε παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων του πρώτου και επέβαλε στον αιτούντα Δήμο, ως υπεύθυνο επεξεργασίας κατά το ν. 2742/1997, την κατά το άρθρο 21 παρ. 1 β' του νόμου αυτού, διοικητική κύρωση του προστίμου ύψους 10.000 ευρώ.
5. Επειδή, εν προκειμένω, το περιεχόμενο της από 25.1.2002 αίτησης του παρεμβαίνοντος αποτελούσε προσωπικό δεδομένο αυτού (άρθρο 2 περ. α' ν. 2472/1997), η χορήγηση δε αντιγράφου αυτής από τον αιτούντα Δήμο στην ... συνιστά μορφή επεξεργασίας του δεδομένου αυτού (άρθρο 2 περ. δ' ν. 272/1997), για την επεξεργασία δε αυτή δεν ζητήθηκε ούτε δόθηκε η απαιτούμενη κατ' αρχήν συγκατάθεση του παρεμβαίνοντος, ως υποκειμένου του εν λόγω δεδομένου, κατά το άρθρο 2 περ. ια' του ν. 2472/1997. Εξάλλου, από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, ενόψει, ιδίως, του ως άνω περιεχομένου της από 6.2.2002 εισαγγελικής παραγγελίας και της σχετικής αιτήσεως της ..., η οποία υποβλήθηκε αμέσως μετά τη διακοπή των οικοδομικών εργασιών στο κτίριο της οδού ..., προκύπτει σαφώς ότι τόσο η αίτηση αυτή όσο και η εισαγγελική παραγγελία αφορούσαν αποκλειστικώς σε καταγγελία για ζητήματα αρμοδιότητας της πολεοδομικής υπηρεσίας του αιτούντος Δήμου, ήτοι στην από 3.1.2002 καταγγελία του παρεμβαίνοντος, και όχι στην από 25.1.2002 αίτηση αυτού, η οποία αναφερόταν αποκλειστικά σε ζητήματα εφαρμογής του ν. 2734/1999. Αβασίμως, ως εκ τούτου, προβάλλει ο αιτών Δήμος ότι η χορήγηση από αυτόν στην ... αντιγράφου της από 25.1.2002 αίτησης του παρεμβαίνοντος εκαλύπτετο από την εν λόγω εισαγγελική παραγγελία και ήταν, συνεπώς, επιβεβλημένη κατά το άρθρο 25 παρ. 4 του ν. 1756/1988. Περαιτέρω, εφόσον, κατά τα εκτεθέντα, η ... δεν είχε ζητήσει τη χορήγηση αντιγράφου της αίτησης αυτής (ανεξαρτήτως αν είχε «ειδικό έννομο συμφέρον» προς τούτο, κατά την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 2690/1999, το οποίο επικαλείται ο αιτών Δήμος), η χορήγηση του εν λόγω αντιγράφου, η οποία συνιστά επεξεργασία, κατά τα εκτεθέντα, προσωπικών δεδομένων του ..., δεν ήταν επιτρεπτή χωρίς τη συγκατάθεση αυτού, βάσει των διατάξεων των περ. β' και δ' (εκ παραδρομής αναφερόμενης στο δικόγραφο ως περ. ε') της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 2472/1997, τις οποίες αβασίμως επικαλείται ο αιτών Δήμος (ήτοι ως επεξεργασία «αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας που επιβάλει ο νόμος» ή «αναγκαία για την εκτέλεση δημοσίου συμφέροντος που εμπίπτει στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτή είτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε σε τρίτο στον οποίο γνωστοποιούνται τα δεδομένα»). Κατόπιν τούτων, είναι νομίμως αιτιολογημένη, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 5 του ν. 2472/1997, η κρίση της Αρχής ότι δεν ήταν νόμιμη η επίμαχη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων του παρεμβαίνοντος, η οποία, όπως ρητώς αναφέρεται και στην προσβαλλόμενη πράξη, συνίσταται στη χορήγηση από τον αιτούντα Δήμο στην ... αντιγράφου της από 25.1.2002 αίτησης του παρεμβαίνοντος και όχι, όπως υπολαμβάνει εσφαλμένα ο αιτών Δήμος, στη γνωστοποίηση του ονοματεπωνύμου και της διεύθυνσης του. Στη νομιμότητα δε της κρίσης αυτής δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι στην προσβαλλόμενη πράξη γίνεται αναφορά και σε ορισμένα σημεία της ανωτέρω αίτησης του παρεμβαίνοντος, τα οποία, μετά τη χορήγηση του αντιγράφου αυτής από τον αιτούντα Δήμο στην ..., μεταδόθηκαν και σχόλιάσθηκαν σε τηλεοπτικές εκπομπές. Είναι, συνεπώς απορριπτέος ως αλυσιτελής ο λόγος ακυρώσεως περί αντιφατικής αιτιολογίας της προσβαλλομένης ως προς την ερμηνεία των εν λόγω σημείων της αίτησης αυτής.
6. Επειδή, τέλος, ως προς το ύψος του επιβληθέντος προστίμου, προβάλλεται ότι η Αρχή υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας και ότι οι αιτιολογίες της είναι αόριστες και ανεπαρκείς. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, αντιθέτως προς όσα, ειδικότερα, προβάλλει ο αιτών Δήμος, με την προσβαλλόμενη πράξη προσδιορίζονται επακριβώς, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την παραβίαση των διατάξεων του ν. 2742/1997, ενώ εξάλλου, το ύψος του επίδικου προστίμου (10.000 ευρώ) απέχει πολύ από το, κατά το άρθρο 21 παρ. 1 εδ. β' του ν. 2472/1997, ανώτατο όριο των 16.735,14 ευρώ, ώστε να μην απαιτείται, ως προς αυτό, ειδικότερη αιτιολογία (βλ. ΣτΕ 3135/2015).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ,το τμήμα Δ του Συμβουλίου της Επικρατείας:
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση του Δήμου(με την οποία ζητά την ακύρωση του προστίμου που επέβαλε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα),απορρίπτει την παρέμβαση του Δήμου και επιβάλλει σε βάρος του αιτούντος Δήμου την δικαστική δαπάνη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.