"Απ'όλα τα πράγματα τη μεγαλύτερη αξία έχει ο λόγος".
Και ο Άγης Βασιλιάς της Σπάρτης είπε στον σοφιστή:
"Θέλεις δηλαδή να πείς ότι εσύ όταν δεν μιλάς, δεν έχεις καμμιά αξία;
***Επαινούσαν μερικοί μπροστά στο Άγη τους Ηλείους ότι ήταν πολύ δίκαιοι κριτές στους Ολυμπιακούς
Αγώνες. Ο Άγης ρώτησε με απορία:
"Και είναι τόσο σπουδαίο το ότι οι Ηλείοι μία φορά στα τέσσερα χρόνια γίνονται δίκαιοι;
***
Έλεγε ο Θαλής ο Μιλήσιος σε μια συντροφιά ότι ο θάνατος δεν διαφέρει σε τίποτα από τη ζωή. Κάποιος τότε τον ρώτησε:
"Αφού είναι έτσι, γιατί δεν προτιμάς τον θάνατο;
Ο φιλόσοφος απάντησε:
"Ακριβώς γιατί δεν διαφέρει από τη ζωή"
***
Σε κάποιον που έλεγε ότι η ζωή είναι άσχημη , ο Διογένης είπε:
"Άσχημη δεν είναι η ζωή. Άσχημη είναι η άσχημη ζωή"
***
Είπε κάποιος στον Διογένη:
"Οι συμπολίτες σου σε καταδίκασαν σε εξορία".
Και ο φιλόσοφος απάντησε:
"Και εγώ τους καταδίκασα να μένουν στον τόπο τους"
***
Ο φιλόσοφος Αντισθένης συμβούλευε τους Αθηναίους να ανακηρύξουν με την ψήφο τους τα γαϊδούρια σε άλογα. Και όταν του είπαν ότι κάτι τέτοιο είναι έξω από κάθε λογική, ο Αντισθένης παρατήρησε:
"Μήπως και στρατηγούς δεν αναδεικνύετε άντρες απλώς με την ψήφο σας και χωρίς να έχουν πάρει καμμιά απολύτως εκπαίδευση;
***
Ο Διογένης ζητούσε ελεημοσύνη από ένα άγαλμα. Όταν ον ρώτησαν γιατί κάνει κάτι τέτοιο, απάντησε:
"Εξασκούμαι στο να μην απογοητεύομαι από την αναισθησία των ανθρώπων"
***
Λόγω της φτώχειας του ο Διογένης ζητούσε βοήθεια από κάποιον με τα εξής λόγια:
"Αν έδωσες σε άλλον, δώσε και σε μένα. Αν δεν έδωσες σε κανένα, τότε άρχισε από εμένα".
***
Πλησίασε κάποτε ο Διογένης τον ρήτορα Αναξιμένη, που ήταν παχύς και του είπε:
"Δώσε και σε εμάς τους φτωχούς ένα μέρος από την κοιλιά σου. Έτσι και εσύ θα ξαλαφρώσεις και εμάς θα ωφελήσεις"
***
Ρώτησαν τον Διογένη ποιά ώρα πρέπει να γευματίζει κανείς και αυτός απάντησε:
"Ο πλούσιος γευματίζει όταν θέλει και ο φτωχός όταν έχει"
***
Ρώτησαν τον Αριστοτέλη:
¨Τι κερδίζουν όσοι λένε ψέμματα;"
Ο φιλόσοφος απάντησε:
" Να μην τους πιστεύει κανείς και όταν ακόμα λένε αλήθεια"
***
Ο Διογένης, όταν επρόκειτο να πουληθεί ως δούλος, κορόϊδευε τον έμπορο, που διαλαλούσε το εμπόρευμα, ξαπλωμένος χάμω. ¨Όταν ο έμπορος τον διέταξε να σηκωθεί δεν ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο. Τον περιγελούσε με τούτα τα λόγια:
"Αν πουλούσες ψάρι, τι θά έκανες; Δεν θα έσκυβες να το πάρεις με τα χέρια σου;"
Πηγή: "Ανέκδοτα των Αρχαίων Ελλήνων", Σ. Γκίκας