Ζαλισμένος και απελπισμένος ο νεοέλληνας από την ανεργία, τη φοροεπιδρομή και την ακρίβεια, βομβαρδίζεται καθημερινά από τα ΜΜΕ για πράξεις των κυβερνώντων στο όνομα της...
“τρόϊκας” και σκάνδαλα του παρελθόντος που τον αφήνουν άναυδο. Οδηγείται μοιραία στο συμπέρασμα για μια όζουσα σήψη της τελευταίας τριακονταετίας. ΄Ολα καλά σκηνοθετημένα στον άξονα “πείνα και θεάματα” για να μην αλλάξει τίποτα και μετά το τέλος αυτής της κρίσης.
Επειδή αχνά στο μυαλό μου ήταν αποτυπωμένο ότι η Ελλάδα ξαναπέρασε περιόδους κρίσης και “λαμογιές” που διαχρονικά ήταν προσαρμοζόμενες στην εποχή τους, ξαναδιάβασα την ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, καθώς επίσης και αναλυτές, όπως ο Π. Κανελλόπουλος, Γ. Ρούσος, Π. Κονδύλης κ.ά. και κατέληξα στα εξής, τα οποία παραθέτω όσο μπορώ πιό συνοπτικά:
Η Ελλάδα, ως χώρα, γεννήθηκε τον 19ο αιώνα από επαναστατικές διαδικασίες. Η δομή της Ελληνικής κοινωνίας ήταν πατριαρχική. Ο τρόπος ζωής και η νοοτροπία εκινείτο στο πλαίσιο της Βαλκανικής παράδοσης. Στην Ελλάδα ποτέ δεν σχηματίσθηκε αυτοτελής αστική τάξη και η ψευδής ύπαρξή της στηρίχθηκε στην υιοθέτηση επι μέρους στοιχείων της Ευρωπαϊκής αστικής τάξης.
Ο όρος “αστική τάξη” εισάγεται στην Ελλάδα με αρνητική έννοια, ως εχθρός της ανερχόμενης εργατικής τάξης. Τον όρο τον χρησιμοποίησε περισσότερο η Αριστερά, γιατί την εξυπηρετούσε στο πολιτικό παιγνίδι, χωρίς καμμιά ανάλυση στα χαρακτηριστικά του Ελληνικού ψευδοαστισμού που δεν είχε τίποτα από τις αστικές αξίες του εργασιακού ήθους. Στην Ευρώπη η αστική τάξη είχε θετική έννοια, ως αντίπαλος της φεουδαρχίας και αριστοκρατίας, πριν έρθει σε δημιουργική αντίθεση με την εργατική τάξη.
Παράλληλα, το ότι το Ελληνικό ΄Εθνος είναι ευρύτερο του Ελληνικού Κράτους δεν βοήθησε στη δημιουργία ενός σύγχρονου αστικού Κράτους. Το μεν απόδημο ΄Εθνος στηριζόταν σε φυλετικούς πολιτισμικούς θεσμούς, στη γλώσσα και την θρησκεία, το δε εντός του Κράτους ΄Εθνος είχε κατ΄ εξοχήν ορίζοντα τοπικιστικό. Αμφότερα δε τα κομμάτια ήσαν πλήρως ενταγμένα στην πατριαρχική αντίληψη. Απόδειξη αυτού είναι ότι , εκτός συνόρων, οι εφοπλιστές και εμποροβιοτέχνες της εποχής δεν συσσώρευαν πλούτο σε καπιταλιστική βάση, ούτε επέλεγαν τις εργασιακές σχέσεις στη βάση προσφορά-ζήτηση, αλλά πατριαρχικά, δηλαδή αφ΄ενός για κοινωνικό γόητρο, αφ΄ετέρου για λόγους υποταγής αυτού που του προσφερόταν εργασία με αντιπαροχή την προστασία του. Οι εντός συνόρων εμποροβιοτέχνες, ενώ εξηρτώντο πλήρως από τον εξωτερικό καπιταλισμό (καπνά-βυρσοδεψία-υφαντουργία), δεν άλλαξαν την πατριαρχική νοοτροπία, γιατί αυτό τους βοηθούσε να συνυπάρχουν με τους προεστούς-προύχοντες-γαιοκτήμονες της τότε εποχής. Οι κατά καιρούς αντιθέσεις τους δεν οφείλονται σε λόγους ιδεολογίας και πολιτικής για την οικονομική αναδιάρθρωση της Χώρας, αλλά στην ανακατανομή της πολιτικής δύναμης και του εθνικού πλούτου. ΄Ελλειψε, δηλαδή, στην Ελλάδα η παραγωγική τάξη που θα καινοτομούσε μέσα από την σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία της εποχής κόντρα στη στείρα παράδοση του αγροτικού πατριαρχισμού.
Η δολοφονία του Καποδίστρια έβαλε τέλος στα ψήγματα ελπίδας να γίνει η Χώρα ένα σεβαστό κράτος. Ακόμη και η Βασιλευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία της πολυθρύλητης 3ης του Σεπτέμβρη πολύ λιγότερο διεκδικήθηκε από το Λαό και περισσότερο επεβλήθη από τις τότε ισχυρές δυτικές δυνάμεις. Η εμφάνιση αλυτρωτικών διαθέσεων στις κυβερνήσεις του Όθωνα τις οδήγησε - και προφητικά - στο συμπέρασμα ότι μέσω των κοινοβουλευτικών κομμάτων θα ασκήσουν καλύτερα την επιρροή τους στην Ελληνική πραγματικότητα.
Ο Κοινοβουλευτισμός έφερε στην Ελλάδα - φυσικά στρεβλά - ό,τι η βιομηχανική επανάσταση στην Ευρώπη. Δημιούργησε κοινωνική κινητικότητα οδηγώντας μάζες πληθυσμού από την ύπαιθρο στις πόλεις και δίνοντας τις ευκαιρίες οικονομικής και πολιτικής ανέλιξης. Το Κράτος αντικατέστησε το βιομήχανο απορροφώντας τις αγροτικές μάζες αντιπαραγωγικά. Τα κόμματα για να προσελκύσουν και συγκρατήσουν ψηφοφόρους μοίραζαν κρατικές θέσεις, μια και δεν υπήρχε καπιταλιστική ανάπτυξη να απορροφήσει την ανεργία. Το υπερτροφικό κράτος απορροφούσε πολύτιμους οικονομικούς πόρους από την ανάπτυξη της Χώρας, με αποτέλεσμα να γίνει τροχοπέδη της.
΄Οταν η πατριαρχική σχέση μεταφέρεται από την κοινωνία στην πολιτική, γίνεται πελατειακή στη βάση υπακοή-προστασία.
Φυσικά, την εκποίηση του Κράτους, χωρίς καμμιά ιδεολογία - ή αν υπήρχε, ήταν προσχηματική -πολλαπλάσια την εκμεταλλεύτηκαν τα πολιτικά και οικονομικά “τζάκια”. Διαχρονικά τα ίδια και άλλα “τζάκια”, μαζί με τους “επαγγελματικούς κλάδους” αγωνίζονταν και συγκρούονταν ποιοί θα αποσπάσουν περισσότερα από τον κρατικό κορβανά. Παράλληλα ο εκφυλισμός των πατριαρχικών δομών άφησε πίσω του μια πολύ μεγάλη μάζα αφ΄ενός από μικροϊδιοκτήτες και μικρομετόχους χωρίς ιδεολογικό προσανατολισμό- αρκεί να βολεύονται - αφ΄ετέρου από υπαλλήλους χαμηλόμισθους και αμόρφωτους που εξυπηρετούσαν την ιδιαίτερη πατρίδα τους και τους συγγενείς τους. Από τη μάζα αυτή ξεπήδησαν και σταδιοδρόμησαν οι μετέπειτα πολιτικοί που απλώς είχαν πανεπιστημιακή παιδεία, χωρίς κοινωνική μόρφωση, που όμως διαπνέονταν από ένα ριζοσπαστικό μικροαστισμό για την προστασία των… αδύνατων.
Μοιραία, στην Ελλάδα, ό,τι δεν έλυνε ορθόδοξα η γραφειοκρατία, υπήρχε το “παραθυράκι” και το λαδωμένο ρουσφέτι. Η σκυτάλη παρεδόθη στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία της μαζικής δημοκρατίας που ομογενοποιήθηκε στη βάση του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού της ελάχιστης προσπάθειας σε βάρος του Κράτους.
Ο σύγχρονος πολυπληθής μεσαίος χώρος χαρακτηρίζονταν από έπαρση και νεοπλουτισμό που αποκτήθηκε από φοροδιαφυγή ή από μαύρα χρήματα, ή από αντιπαροχή, ή από δημόσια έργα και προμήθειες ή από το συνδυασμό όλων αυτών, αλλά δυστυχώς και από ημιμάθεια.
Το πελατειακό σύστημα είχε μετεξελιχθεί στο “ο ψηφοφόρος να ψηφίζει το κόμμα που θα ανέβαζε περισσότερο το καταναλωτικό του επίπεδο, ανεξάρτητα με ποιο οικονομικό τρόπο”. Τα κόμματα, με τη σειρά τους υιοθετούσαν τις πιο απίθανες διεκδικήσεις. ΄Οταν η κατανάλωση δεν καλύπτεται από εθνική παραγωγή, αναπόφευκτα καλύπτεται από εισαγωγές που πληρώνονται από δανεισμό εκχωρώντας έτσι στους δανειστές μας το δικαίωμα να αποφασίζουν για εμάς στο μέλλον.
Μια χώρα είναι σημαντική γεωπολιτικά όχι μόνο από τη γεωστρατηγική της θέση, αλλά και από το κατά πόσο είναι αυτάρκης υλικά και ιδεολογικά. Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν είναι αυτάρκης και γεωστρατηγικά διεκδικήσιμη από την Τουρκία. Συνεπώς, για να αρμολογηθούν όλα όσα προανέφερα στη συνείδηση του λαού έπρεπε να υπάρξει ένας μύθος. Αυτός συντομογραφικά εκφράσθηκε στο ότι η Ελλάδα ήταν η μητέρα των πάντων και δεν οφείλει τίποτα σε κανένα. Ο δε Ελληνικός Λαός έχει μια αδιάκοπη τρισχιλιετή ιστορία.
Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Διότι πρώτα αναδείχθηκε η κλασική αρχαιότητα ως εργαλείο μέσα στις διεργασίες του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού και μετά υιοθετήθηκε από τους νεοέλληνες που -ειρήσθω εν παρόδω- έχουν μηδαμινή συνεισφορά στη διερεύνηση του αρχαίου πολιτισμού. Τέλος αφού κρατήθηκαν μόνο οι ιδεοληπτικές και πνευματικές αξίες, ως προπομπός των χριστιανικών αληθειών, δημιουργήθηκε ο μύθος του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού. Αυτό δεν είναι κατ΄ ανάγκη κατακριτέο. Όλοι οι λαοί κτίζουν τους μύθους τους. Εμείς το χρειαζόμασταν ακόμη περισσότερο μια που ως αδύναμη χώρα, που λοιδωρήθηκε και έγινε πολλές φορές παιγνίδι στα χέρια των ισχυρών και, λόγω των εγγενών αδυναμιών της, δεν έδωσε τίποτε στη σύγχρονη θεωρητική σκέψη και στον τεχνικό πολιτισμό της Ευρώπης ήθελε ένα αντιστάθμισμα υπερηφάνειας. Μόνο που από αυτόν το μύθο, οι νεοέλληνες κρατήσαμε από μεν την αρχαιότητα ότι δούλευαν οι δούλοι για να φιλοσοφούμε (εμείς στα καφενεία), από δε τον ορθόδοξο χριστιανισμό την περιφρόνηση στα εγκόσμια (εμείς καμμιά συνεισφορά στον παγκόσμιο καταμερισμό).
Στην πορεία αυτή, κατά την διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα εμφανίσθηκαν και αμφιλεγόμενες πολιτικές προσωπικότητες που διέθεταν ηγετικά προσόντα και ευφυΐα και έπαιξαν θετικό ρόλο σε ιστορικές στιγμές, όπως ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου. Μετά το πέρασμά τους, όμως, δεν υπήρξε συνέχεια, γιατί ποτέ οι ίδιοι δεν εργάσθηκαν με προγραμματισμό και με σαφείς στόχους μετασχηματισμού της κοινωνίας. Η αποτελεσματικότητα που έδειξαν σε ιστορικές στιγμές οφείλονταν, αφ΄ενός στη σοφία του πολιτικού τους ενστίκτου και αφ΄ετέρου, δυστυχώς, στην επιθυμία της προσωπικής τους πολιτικής επιβίωσης και όχι στη μεθοδικότητα για ανατροπή των κατεστημένων στην ελληνική κοινωνία.
΄Ηταν βέβαιο ότι - όπου ο καταναλωτισμός συναντούσε την ημιμάθεια και την κουτοπονηριά, σε έναν τόπο όπου το εργασιακό ήθος, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, είναι επικηρυγμένο - να δημιουργηθεί μία εθνική τρέλα και πια είναι αυτή :
- Από την μια μεριά ένας λαός που, ενώ θεωρεί ότι είναι περιούσιος και στα εθνικά ζητήματα “δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του”, να ξεπουλά τον τόπο του για να καταναλώσει περισσότερο,
- Από την άλλη μεριά τα κόμματα και οι ηγεσίες τους που πλειοδοτούν σε πατριωτική ρητορεία να εκποιούν το Κράτος για να ικανοποιήσουν τις καταναλωτικές απαιτήσεις των ψηφοφόρων τους.
΄Οπως ο καρκίνος στα τελευταία στάδια, αφού έχει προηγηθεί μία τελευταία αναλαμπή, έχει ραγδαία εξέλιξη, έτσι και στην Ελλάδα, η τελευταία 20ετία του 20ού αιώνα και η πρώτη 10ετία του 21ου υπήρξαν καταλυτικές. Η σημερινή χώρα, κατ΄ εξοχήν Βαλκανική, κράμα φυλετικό και πολιτισμικό αιώνων, γαλουχημένο με το μύθο του περιούσιου Λαού της τρισχιλιετούς ιστορίας, αποφάσισε να οραματισθεί την πορεία της στην Ευρώπη και να διοργάνωση, για δεύτερη φορά στην ιστορία της, τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Το όραμα πραγματοποιήθηκε και το όνειρο βγήκε αληθινό ως λαός έχουμε καλό μέταλλο, μόνο που δεν μετασχηματίσθηκε η Ελληνική κοινωνία. ΄Ομως τα “λαμόγια” μετασχηματίσθηκαν. Ως χαμαιλέοντες την εποχή της μαζικής δημοκρατίας έγιναν traders, εθνικοί εργολάβοι-προμηθευτές και διαμορφωτές κοινής γνώμης άμεσα διαπλεκόμενοι με την εκάστοτε πολιτική εξουσία καθώς και το κρατικοδίαιτο συνδικαλιστικό συνεταιριστικό κίνημα.
Η εσκεμμένη καθυστέρηση (αλλαγή Αγγελόπουλου από Μπακούρη … κλπ.) εκτέλεσης των Ολυμπιακών ΄Εργων και έργων υποδομής, φούσκωσε τα ταμεία των κατασκευαστριών εταιρειών. ΄Ομως, το χειρότερο ήταν η μη αξιοποίηση της ανακαινισμένης φήμης που προσέδωσε στη Χώρα η επιτυχής διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας και των κατασκευασμένων έργων που ρήμαξαν. Χάσαμε ως χώρα μια μεγάλη ευκαιρία γιατί ήταν η πρώτη φορά που ταυτίστηκε το Ελληνικό ΄Εθνος με το Ελληνικό Κράτος. Γιατί ήταν η πρώτη φορά που το Ελληνικό Κράτος έκανε περήφανους τους Έλληνες της διασποράς.
Με τους αλόγιστους χειρισμούς των «εκλεκτών της λαϊκής υστερίας», τους χωρίς κριτήρια τυφλούς εξοπλισμούς μόνο και μόνο για το ποσοστό επί της προμήθειας, με τη χωρίς προγραμματισμό ένταξή μας στην Ευρωζώνη του κοινού νομίσματος πουλώντας φτηνά το εκατόδραχμό μας που ήταν το δολάριο των Βαλκανίων, με τη γειτονική Τουρκία να ασκεί πιεστική περιφερειακή γεωπολιτική, χωρίς μετασχηματισμό της κοινωνίας, οδηγηθήκαμε στον εθνικό ξεπεσμό. Γράψαμε ως χώρα μια πορεία που θύμιζε επιτυχημένο χαρτοπαίκτη, σε μικρές λέσχες και καφενεία, που αποφάσισε ριψοκίνδυνα να περάσει την πόρτα του καζίνο. Η αυτοπεποίθηση του νεοφώτιστου, όπως γίνεται πάντα στο τζόγο, τον οδηγεί σε κέρδη και η γλύκα τους στη μεγάλη χασούρα. Τα αρχικά δανεικά δεν τον ρεφάρουν και κάποια στιγμή κόβονται για να ξεπέσει σε τοκογλύφους. Αφού κατέστρεψε την οικογένειά του, στιγμάτισε τα παιδιά του, μοιραία βρίσκεται άπνοος σε χαντάκι….
Στο ερώτημα αν υπάρχει ελπίδα θα απαντούσα: “ ναι”.
Προϋπόθεση, για να βρουν έδαφος εφαρμογής τα όσα έγραψα σε παλαιότερο άρθρο μου “Μεταμνημονιακή Ελλάδα και Ανάπτυξη” (www.sgouridis.gr), είναι ότι πρέπει να υπάρξει μια δυναμική κοινωνική τάξη παραγωγική σε υλική και ιδεολογική βάση. Αυτή θα ξεπηδήσει από την υπάρχουσα Ελληνική κοινωνία. Η κυοφορία της και η γέννα της θα είναι επίπονη, με πολλά θύματα, αλλά μόνο τότε η Ελλάδα, σε μια παγκοσμιοποιημένη κατάσταση, με διαπερατά σύνορα, θα αντισταθμίσει την εισβολή των ξένων προϊόντων και προτύπων με τη δική της παραγωγή πνευματικών και υλικών αγαθών.
Υ.Γ Αγαπητέ αναγνώστη, θέλω να ζητήσω δημόσια ένα συγγνώμη, γιατί όταν με έστειλες στη Βουλή ήμουν ένας γραμματισμένος αμόρφωτος.
Πηγή