Παράνομα, σύμφωνα με δύο δικαστικές αποφάσεις, οι εισπρακτικές εταιρείες τηλεφωνούν στους δανειολήπτες που... έχουν «κόκκινα» δάνεια και στους κατόχους πιστωτικών καρτών, κ.λπ., εάν οι Τράπεζες δεν έχουν προηγουμένως γραπτώς ενημερώσει ότι μεταβιβάζουν τα προσωπικά τους δεδομένα σε συγκεκριμένη εισπρακτική εταιρεία και εάν οι τελευταίες δεν έχουν ενημερώσει τους δανειολήπτες ότι έχουν στην κατοχή τους τα προσωπικά τους δεδομένα.
Εάν όλα αυτά δεν συμβαίνουν, πέρα από το ότι μπορείτε να μην απαντάτε σε καμία ερώτηση όταν σας τηλεφωνούν οι εισπρακτικές εταιρείες -οι οποίες έχουν πλέον εκτραπεί με την ανοχή των αρμοδίων κρατικών οργάνων- μπορεί ο δανειολήπτης να διεκδικήσει την προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση για ηθική βλάβη η οποία είναι τουλάχιστον 5.870 ευρώ (συν του νόμιμους τόκους) και να καταφύγει και στην αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Ανάπτυξης, για τις τηλεφωνικές οχλήσεις, πιέσεις, απειλές και απαράδεκτες συμπεριφορές των εισπρακτικών εταιρειών.
Tο υπουργείο Ανάπτυξης για παραβάσεις των εισπρακτικών εταιρειών ή -όπως είναι η επίσημη ονομασία τους- εταιρειών ενημέρωσης οφειλετών μπορεί να υποβάλλει υψηλά πρόστιμα έως και 500.000 ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής το πρόστιμο διπλασιάζεται.
Φυσικά, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών για τις δικηγορικές εισπρακτικές εταιρείες, παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες, δεν έχει λάβει καμία μέριμνα.
Οι δύο αυτές δικαστικές αποφάσεις αποτελούν κόλαφο τόσο για τις Τράπεζες όσο και για τις εισπρακτικές εταιρείες που κινούνται κατά παράβαση της Ευρωπαϊκης και Ελληνικής νομοθεσίας περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων, κ.λπ., των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
Μετά τη δύνη των μνημονίων και την τεράστια οικονομική κρίση που μαστίζει τους Έλληνες οι εισπρακτικές εταιρείες κινούνται ανεξέλεγκτα, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στους οικονομικά εξαθλιωμένους δανειολήπτες οι οποίοι έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι εισπρακτικές εταιρείες με τις μεθόδους που χρησιμοποιούν, τις απειλητικές συμπεριφορές του προσωπικού τους έχουν δημιουργήσει ανεπανόρθωτα προβλήματα υγείας και οικογενειακά δράματα.
Η πρώτη περίπτωση που απασχόλησε τα δικαστήρια αφορούσε πιστωτική κάρτα της οποίας ο κάτοχος της στην τυποποιημένη αίτηση που υπέγραψε για τη χορήγηση της αναγραφόταν ότι συναινούσε να διαβιβαστούν τα προσωπικά του δεδομένα σε εισπρακτική εταιρεία.
Σε κάποια χρονική στιγμή ο κάτοχος της κάρτας καθυστέρησε μερικές δόσεις λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας.
Αμέσως ξεκίνησαν καθημερινά τηλεφωνήματα στο σταθερό και κινητό του τηλέφωνο από εισπρακτική εταιρεία στην οποία η Τράπεζα είχε διαβιβάσει τα προσωπικά δυσμενή οικονομικά στοιχεία του. Ο κάτοχος της κάρτας, πλέον του ότι αιφνιδιάστηκε, παραπονέθηκε κατ΄ επανάληψη για τη μεταβίβαση των δεδομένων του και επισήμανε ότι τα κατέχει παράνομα.
Η διαρροή των απόρρητων προσωπικών του δεδομένων σε τρίτους χωρίς καμία προηγούμενη ενημέρωση, του προκάλεσε μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή και στράφηκε κατά της Τράπεζας διεκδικώντας το ποσό των 15.000 ευρώ γι την ηθική βλάβη που υπέστη.
Κατ΄ αρχάς, το Πρωτοδικείο Αθηνών υπογραμμίζει στην απόφασή του (3428/2016) ότι ο όρος που αναφέρεται στην έντυπη τυποποιημένη αίτηση χορήγησης δανείου ή πιστωτικής κάρτας για μεταβίβαση των οικονομικών και άλλων δεδομένων του, δεν σημαίνει ότι παρέχει στην Τράπεζα «τη ρητή συγκατάθεσή του για τη μεταβίβαση» των δυσμενών, κ.λπ. προσωπικών σε εισπρακτική εταιρεία.
Για να γίνει η μεταβίβαση των δεδομένων, πρέπει πρώτα η Τράπεζα να ενημερώσει για την πρόθεσή της αυτή το δανειολήπτη ή τον κάτοχο κάρτας και αυτός να συναινέσει για τη μεταβίβασή τους.
Με τη σειρά της η εισπρακτική εταιρεία οφείλει να ενημερώσει εγγράφως το δανειολήπτη ότι προτίθεται να κάνει χρήση των δεδομένων του και για το σκοπό που θα τα χρησιμοποιήσει.
Οι δικαστές υπογραμμίζουν ότι ο όρος που περιλαμβάνεται στην αίτηση έκδοσης δανείου ή πιστωτικής κάρτας ότι ο αυτών συναινεί στη διαβίβαση των δεδομένων του, δεν σημαίνει τη «συγκατάθεση του δανειολήπτη για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων σε εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών».
Η Τράπεζα, υπογραμμίζουν οι δικαστές «είναι υποχρεωμένη να τον ενημερώσει για την πρόθεσή της να κάνει χρήση των δεδομένων, για την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, με την οποία συνεργάζεται (επωνυμία, έδρα κ.λπ.), κάτι όμως που δεν έγινε.
'Αλλωστε, συνεχίζουν ως «συγκατάθεση» ορίζεται «η ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βούλησης, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που τον αφορούν».
Στην περίπτωση αυτή επιδικάστηκε υπέρ του κατόχου της κάρτας το ποσό των 5.870 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά καταναλωτικό δάνειο 5.200 ευρώ. Η δανειολήπτρια, μόλις είχε χειρουργηθεί λόγω αιμαγγειώματος εγκεφάλου, σε συνέπεια να έχει κρίσεις επιληψίας και «ψυχοσιόμορφες εκδηλώσεις» και μετά από κάποιο διάστημα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις δόσεις του δανείου.
Και πάλι η Τράπεζα χωρίς να την ενημέρωση και χωρίς η δανειολήπτρια να συναινέσει μεταβίβασε τα δεδομένα της σε εισπρακτική εταιρεία, η οποία άρχισε να τη βομβαρδίζει με κλήσεις στο σταθερό και κινητό τηλέφωνο για την καταβολή των ληξιπρόθεσμων δόσεων. Στις τηλεφωνικές κλήσεις απαντούσε είτε η ίδια είτε συγγενικά της πρόσωπα.
Αποτέλεσμα ήταν το Ειρηνοδικείο Αθηνών (απόφαση 273/2016) να επιδικάσει στη δανειολήπτρια 6.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που δέχθηκε.
Εάν όλα αυτά δεν συμβαίνουν, πέρα από το ότι μπορείτε να μην απαντάτε σε καμία ερώτηση όταν σας τηλεφωνούν οι εισπρακτικές εταιρείες -οι οποίες έχουν πλέον εκτραπεί με την ανοχή των αρμοδίων κρατικών οργάνων- μπορεί ο δανειολήπτης να διεκδικήσει την προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση για ηθική βλάβη η οποία είναι τουλάχιστον 5.870 ευρώ (συν του νόμιμους τόκους) και να καταφύγει και στην αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Ανάπτυξης, για τις τηλεφωνικές οχλήσεις, πιέσεις, απειλές και απαράδεκτες συμπεριφορές των εισπρακτικών εταιρειών.
Tο υπουργείο Ανάπτυξης για παραβάσεις των εισπρακτικών εταιρειών ή -όπως είναι η επίσημη ονομασία τους- εταιρειών ενημέρωσης οφειλετών μπορεί να υποβάλλει υψηλά πρόστιμα έως και 500.000 ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής το πρόστιμο διπλασιάζεται.
Φυσικά, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών για τις δικηγορικές εισπρακτικές εταιρείες, παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες, δεν έχει λάβει καμία μέριμνα.
Οι δύο αυτές δικαστικές αποφάσεις αποτελούν κόλαφο τόσο για τις Τράπεζες όσο και για τις εισπρακτικές εταιρείες που κινούνται κατά παράβαση της Ευρωπαϊκης και Ελληνικής νομοθεσίας περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων, κ.λπ., των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
Μετά τη δύνη των μνημονίων και την τεράστια οικονομική κρίση που μαστίζει τους Έλληνες οι εισπρακτικές εταιρείες κινούνται ανεξέλεγκτα, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στους οικονομικά εξαθλιωμένους δανειολήπτες οι οποίοι έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι εισπρακτικές εταιρείες με τις μεθόδους που χρησιμοποιούν, τις απειλητικές συμπεριφορές του προσωπικού τους έχουν δημιουργήσει ανεπανόρθωτα προβλήματα υγείας και οικογενειακά δράματα.
Η πρώτη περίπτωση που απασχόλησε τα δικαστήρια αφορούσε πιστωτική κάρτα της οποίας ο κάτοχος της στην τυποποιημένη αίτηση που υπέγραψε για τη χορήγηση της αναγραφόταν ότι συναινούσε να διαβιβαστούν τα προσωπικά του δεδομένα σε εισπρακτική εταιρεία.
Σε κάποια χρονική στιγμή ο κάτοχος της κάρτας καθυστέρησε μερικές δόσεις λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας.
Αμέσως ξεκίνησαν καθημερινά τηλεφωνήματα στο σταθερό και κινητό του τηλέφωνο από εισπρακτική εταιρεία στην οποία η Τράπεζα είχε διαβιβάσει τα προσωπικά δυσμενή οικονομικά στοιχεία του. Ο κάτοχος της κάρτας, πλέον του ότι αιφνιδιάστηκε, παραπονέθηκε κατ΄ επανάληψη για τη μεταβίβαση των δεδομένων του και επισήμανε ότι τα κατέχει παράνομα.
Η διαρροή των απόρρητων προσωπικών του δεδομένων σε τρίτους χωρίς καμία προηγούμενη ενημέρωση, του προκάλεσε μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή και στράφηκε κατά της Τράπεζας διεκδικώντας το ποσό των 15.000 ευρώ γι την ηθική βλάβη που υπέστη.
Κατ΄ αρχάς, το Πρωτοδικείο Αθηνών υπογραμμίζει στην απόφασή του (3428/2016) ότι ο όρος που αναφέρεται στην έντυπη τυποποιημένη αίτηση χορήγησης δανείου ή πιστωτικής κάρτας για μεταβίβαση των οικονομικών και άλλων δεδομένων του, δεν σημαίνει ότι παρέχει στην Τράπεζα «τη ρητή συγκατάθεσή του για τη μεταβίβαση» των δυσμενών, κ.λπ. προσωπικών σε εισπρακτική εταιρεία.
Για να γίνει η μεταβίβαση των δεδομένων, πρέπει πρώτα η Τράπεζα να ενημερώσει για την πρόθεσή της αυτή το δανειολήπτη ή τον κάτοχο κάρτας και αυτός να συναινέσει για τη μεταβίβασή τους.
Με τη σειρά της η εισπρακτική εταιρεία οφείλει να ενημερώσει εγγράφως το δανειολήπτη ότι προτίθεται να κάνει χρήση των δεδομένων του και για το σκοπό που θα τα χρησιμοποιήσει.
Οι δικαστές υπογραμμίζουν ότι ο όρος που περιλαμβάνεται στην αίτηση έκδοσης δανείου ή πιστωτικής κάρτας ότι ο αυτών συναινεί στη διαβίβαση των δεδομένων του, δεν σημαίνει τη «συγκατάθεση του δανειολήπτη για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων σε εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών».
Η Τράπεζα, υπογραμμίζουν οι δικαστές «είναι υποχρεωμένη να τον ενημερώσει για την πρόθεσή της να κάνει χρήση των δεδομένων, για την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, με την οποία συνεργάζεται (επωνυμία, έδρα κ.λπ.), κάτι όμως που δεν έγινε.
'Αλλωστε, συνεχίζουν ως «συγκατάθεση» ορίζεται «η ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βούλησης, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που τον αφορούν».
Στην περίπτωση αυτή επιδικάστηκε υπέρ του κατόχου της κάρτας το ποσό των 5.870 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά καταναλωτικό δάνειο 5.200 ευρώ. Η δανειολήπτρια, μόλις είχε χειρουργηθεί λόγω αιμαγγειώματος εγκεφάλου, σε συνέπεια να έχει κρίσεις επιληψίας και «ψυχοσιόμορφες εκδηλώσεις» και μετά από κάποιο διάστημα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις δόσεις του δανείου.
Και πάλι η Τράπεζα χωρίς να την ενημέρωση και χωρίς η δανειολήπτρια να συναινέσει μεταβίβασε τα δεδομένα της σε εισπρακτική εταιρεία, η οποία άρχισε να τη βομβαρδίζει με κλήσεις στο σταθερό και κινητό τηλέφωνο για την καταβολή των ληξιπρόθεσμων δόσεων. Στις τηλεφωνικές κλήσεις απαντούσε είτε η ίδια είτε συγγενικά της πρόσωπα.
Αποτέλεσμα ήταν το Ειρηνοδικείο Αθηνών (απόφαση 273/2016) να επιδικάσει στη δανειολήπτρια 6.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που δέχθηκε.