Κάθε νέα ταινία του Nolan συνιστά ένα μεγάλο φιλμικό γεγονός. Άξιζε ο ντόρος αυτή τη φορά;...
Κάθε νέα ταινία του Christopher Nolan είναι πια ένα μεγάλο κινηματογραφικό γεγονός. Οι οπαδοί του φημίζονται για τις υπερβολές τους και η τάση του ίδιου του Nolan για το εντυπωσιακό και το υψηλό βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση. Πέρα όμως από όσα ακούμε κάθε φορά για τον Βρετανο-αμερικανό σκηνοθέτη, το σίγουρο είναι πως οι ταινίες του είναι σημαντικές. Σε μια εποχή που το εμπορικό σινεμά περιστρέφεται γύρω από ατελείωτες υπερηρωικές περιπέτειες, ο Nolan κεντρίζει το ενδιαφέρον του κοινού μένοντας πιστός στις καλλιτεχνικές του βλέψεις. Βέβαια, θα πει κανείς ότι κέρδισε τη βάση των σημερινών θαυμαστών του μέσα από την τριλογία του Batman, αλλά ακόμη και εκεί έπαιξε με τους όρους του και στην τελική όσο έχει πράγματα να πει και να δείξει, μικρή σημασία έχει πώς έπεσαν πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας.
Δεν προκαλεί λοιπόν ουδεμία εντύπωση το ότι η φετινή ταινία του Nolan, το«Dunkirk» («Δουνκέρκη») είναι μια από τις πιο πολυσυζητημένες ταινίες του 2017. Ο 47χρονος δημιουργός εισέρχεται δυναμικά στο χώρο του πολεμικού σινεμά, με έναν αληθινά απροσδόκητο τρόπο. Παρακολουθεί λοιπόν τη μάχη της Δουνκέρκης που διήρκησε από τις 26 Μαΐου έως τις 4 Ιουνίου 1940, η οποία οδηγήθηκε στην επιχείρηση εκκένωσης των Συμμαχικών δυνάμεων από τις ακτές της Βόρειας Γαλλίας. Πρόκειται για μια από τις πρώτες μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και θεωρητικά οι Γερμανοί νίκησαν, αλλά η επιτυχία της φυγάδευσης 330 χιλιάδων στρατιωτών αντιμετωπίστηκε ως νίκη από τον βρετανικό τύπο και αυτό το ενωτικό πνεύμα αναπτέρωσε το ηθικό των Βρετανών για τη συνέχεια του πολέμου.
Η ταινία έχει ένα παράξενο χρονοδιάγραμμα που εκτείνεται σε μια εβδομάδα στην ξηρά, σε μια ημέρα στην θάλασσα και μέσα σε μια ώρα στον αέρα, χωρίς να ακολουθεί μια γραμμική αφήγηση στον τρόπο που καλύπτει τα γεγονότα. Στο καστ συναντάμε ένα συνδυασμό καταξιωμένων και νεοφερμένων ηθοποιών και ξεχωρίζει η παρουσία των Tom Hardy, Mark Rylance, Kenneth Branagh και Cillian Murphy, καθώς και του πρώην μέλους των One Direction, Harry Styles, ο οποίος εδώ πραγματοποιεί το κινηματογραφικό του ντεμπούτο του. Και πέρα από το πλαίσιο της μάχης που δεν ενδείκνυται για κλισέ χολιγουντιανούς ηρωισμούς, ο Nolan ήθελε αρχικά να γυρίσει την ταινία χωρίς σενάριο, μένοντας μονάχα στη δύναμη της εικόνας και του ήχου. Τελικά υπέκυψε στις πιέσεις και κατέληξε σε ένα σενάριο 76 σελίδων, μισό σε έκταση από ό,τι έχει συνηθίσει στις δουλειές του. Ακόμη και έτσι όμως, η έμφαση στο οπτικοακουστικό κομμάτι είναι προφανής.
Το «Dunkirk» είναι καταρχάς μια ανεπανάληπτη κινηματογραφική εμπειρίαπου δεν υπάρχει η δυνατότητα στην Ελλάδα να την παρακολουθήσουμε σε προβολή 70 mm ή σε IMAX, αφού έτσι χάνεται ένα μέρος της αρχικής εικόνας, μειώνοντας σίγουρα την αίσθηση που θέλει να δημιουργήσει ο Nolan. Ακόμη και έτσι όμως η ένταση παραμένει αναλλοίωτη. Η εναλλαγή από την ξηρά στη θάλασσα και τον αέρα και οι στιγμές που αυτές οι ιστορίες ενώνονται δημιουργούν μια ατμόσφαιρα που βρίσκεται πολύ κοντά σε μια πραγματική εμπειρία πολέμου, με όλο το ζόφο που μπορεί να εμπεριέχει και την αγωνία για επιβίωση. Οι Γερμανοί δεν εμφανίζονται πουθενά στο φιλμ και δε χρειάζεται. Το νόημα εδώ δεν έχει να κάνει με τη σύγκρουση όπως έχουμε συνηθίσει σε ηρωικές μάχες, αλλά με το σοκ και το δέος που δημιουργεί ο πόλεμος στους απλούς στρατιώτες. Η δράση υπάρχει, αλλά το βάρος δίνεται στην απεικόνιση της αντίδρασης.
Μέσα σε 106 λεπτά ο Nolan καταφέρνει να πραγματοποιήσει μια τεραστίων διαστάσεων επίδειξη των σκηνοθετικών ικανοτήτων του, κάνοντας τον οποιονδήποτε να τον δει μέσα από τα μάτια των πολύ πιστών οπαδών του. Μέσα σε όλα αυτά όμως, είναι εμφανής και η αρχική του επιδίωξη να γυρίσει το «Dunkirk» χωρίς σενάριο. Μπορεί σκηνοθετικά η ταινία να είναι άψογη, συνεπικουρούμενη πάντα από την φανταστική, καθαρή φωτογραφία του Hoyte van Hoytema (συνεργάτη του Nolan και στο «Interstellar») και ο Hans Zimmer έχει χτίσει ένα μεγαλειώδες soundtrack που ακολουθεί ή και δημιουργεί καταστάσεις, ξεφεύγοντας έτσι από την επανάληψη που είχε περιέλθει στις τελευταίες δουλειές του. Αυτό που λείπει όμως είναι το σασπένς.
Οι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται και δεν ενδιαφέρεσαι πραγματικά για κανέναν περισσότερο από κάποιον άλλον (ο Harry Styles πάντως είναι καλός σε αυτό που του δίνεται να κάνει, αν έχει σημασία). Για αυτό το λόγο, όταν περάσει ο αρχικός εντυπωσιασμός και τελειώσει η ταινία, τότε αρχίζεις και βλέπεις τον Nolan από άλλη σκοπιά, αυτή των πολέμιών του. Η αρχική επίδραση ξεθυμαίνει γρήγορα και από τη στιγμή που αποχωρήσεις από την αίθουσα, δε σου έχουν μείνει και πολλά και ούτε έχεις και την ανάγκη να συζητήσεις για ό,τι είδες, όπως έχεις συνηθίσει στο σινεμά του Nolan. Ασφαλώς και θυμάσαι τα έντονα συναισθήματα που σου δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της προβολής, αλλά δεν παύει να ήταν μια εμπειρία της στιγμής.
Έχουν γραφτεί διθύραμβοι για το «Dunkirk» στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με πολλούς να μιλούν για την κορυφαία ταινία του και να κάνουν συγκρίσεις με τον Kubrick. Σίγουρα υπάρχουν αρκετές ενδιαφέροντα στοιχεία στο «Dunkirk» και είναι εμφανές ότι ο Nolan είναι ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του 21ου αιώνα. Όλα αυτά όμως φαίνονται υπερβολές και βερμπαλισμοί, σαν πολύς κόσμος να είχε αποφασίσει ότι ο Nolan θα σώσει το σινεμά πριν καν δει την ταινία. Σε τεχνικό επίπεδο είναι η πιο άρτια παραγωγή που θα δει κανείς το 2017. Σε ειδικό βάρος ωστόσο, δεν βρίσκεται καν μέσα στο τοπ-3 του Nolan. Ακόμη και έτσι πάντως, είναι ένα ακόμη παράσημο στην πορεία ενός δημιουργού που δε διστάζει να δοκιμάζει να φέρει το σινεμά στα όριά του και αν και έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, ίσως αυτή να μην απέχει πολύ από την πραγματικότητα.