Σταθεροποίηση των αξιών και άνοδο των ενοικίων και των τιμών πώλησης, σε συγκεκριμένες περιοχές με καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά, προβλέπουν ότι θα εμφανίσει η αφορά ακινήτων τη χρονιά που ξεκινά. Όπως εξηγούν πέντε κορυφαίοι παράφοντες των ακινήτων στην Ημερήσια του Έθνους της Κυριακής, στην κατοικία η παντοκρατορία των διαδικτυακών κόμβων βραχυχρόνιας μίσθωσης θα δοκιμαστεί αυτή τη χρονιά από τη θεσμοθέτηση φορολογίας, με τις τιμές στις καλές κατοικίες να εκτιμάται πως θα συνεχίσουν να ενισχύονται.
Στα γραφεία και τα καταστήματα, που βρίσκονται σε καλή τοποθεσία με καλή προβολή, η ζήτηση θα διατηρηθεί ψηλά, εξαιτίας του περιορισμένου αποθέματος, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει τις τιμές σε ελαφρά ενίσχυση.
Έρχεται ο φόρος υπεραξίας
Εν τω μεταξύ, μετά από τέσσερα χρόνια συνεχών αναβολών από την 1/1/2018 θα επιβληθεί κανονικά ο φόρος υπεραξίας ακινήτων, ο οποίος έχει θεσμοθετηθεί με το νόμο 4172 του 2013. Βασική αρχή του φόρου είναι ότι ο πωλητής ακινήτου θα πρέπει να πληρώνει φόρο 15% αν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο και 26% αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο (πλέον του φόρου μεταβίβασης 3% που πληρώνει ο αγοραστής) στην υπεραξία που προκύπτει, αν αφαιρεθεί από την τιμή πώλησης συμβολαίου αφαιρεθεί η τιμή κτήσης του ακινήτου
Η τιμή κτήσης προσδιορίζεται με τρεις τρόπους:
Την τιμή αγοράς που αναγράφεται στο συμβόλαιο αγοράς (συνήθως αρκετά μικρότερη από την εμπορική) όταν αγοράστηκε το ακίνητο,
Το πραγματικό κόστος κατασκευής-ανέγερσης, με βάση το σύνολο των σχετικών τιμολογίων
Την αξία βάσει της οποίας προσδιορίστηκε ο φόρος μεταβίβασης του ακινήτου κατά το χρόνο απόκτησης του ακινήτου
Σε περίπτωση κτήσης λόγω θανάτου δωρεάς ή γονικής παροχής η τιμή κτήσης προσδιορίζεται κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς ή κατά το χρόνο κατάρτισης του συμβολαίου δωρεάς ή γονικής παροχής.
Ο φόρος υπεραξίας θα επιβάλλεται με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης κάθε ακινήτου. Ο φόρος θα επιβαρύνει τον πωλητή του ακινήτου ενώ ο αγοραστής θα οφείλει φόρο μεταβίβασης 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.
Εφόσον ο φορολογούμενος έχει διακρατήσει το ακίνητο που πουλάει για πέντε τουλάχιστον έτη από τη στιγμής της απόκτησής του, η υπεραξία θα είναι αφορολόγητη μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι ένα ακίνητο που αποκτήθηκε με τιμή 100.000 ευρώ το 2013 και θα πουληθεί το 2018 με τιμή 125.000 ευρώ έχει υπεραξία 25.000 ευρώ Επειδή όμως ο πωλητής το έχει διακρατήσει για μια πενταετία εμπίπτει στο αφορολόγητο για υπεραξία μέχρι 25000 ευρώ και δεν πληρώνει φόρο υπεραξίας Αντίστοιχα
Όσοι μεταβιβάσουν ακίνητα τα οποία έχουν στην κατοχή τους πριν το 1995 θα απαλλάσσονται από το φόρο υπεραξίας.
Η τελική υπεραξία επί της οποίας θα υπολογίζεται ο φόρος θα προσδιορίζεται με βάση ποσοστιαίους συντελεστές απομείωσης κλιμακούμενους ανάλογα με τα έτη διακράτησης του ακινήτου (από 98,2% για δύο χρόνια διακράτησης έως 60% για περισσότερα από 25).
Ειδικά για ακίνητα που έχουν αποκτηθεί από 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2002 οι συντελεστές απομείωσης θα περιορίζονται, καθώς θα πολλαπλασιάζονται με 0,8.
Πηγή