του έπαιζε βιολί στην ορχήστρα του Αουσβιτς. Δεν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Χάθηκε μαζί με χιλιάδες συμπατριώτες της. Οι γονείς του γλίτωσαν την ανείπωτη τραγωδία διότι είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική πριν από τον πόλεμο. Oμως και οι δύο οικογένειες έχασαν δικούς τους ανθρώπους στα στρατόπεδα του θανάτου.
Στη μνήμη όλων αυτών επιστρέφει, δεύτερη φορά (η πρώτη πριν από 25 χρόνια), στον γενέθλιο τόπο των γονιών του, ο κορυφαίος πιανίστας και βραβευμένος με τρία βραβεία Grammy, Μάρεϊ Περαχιά, για την επετειακή συναυλία της 28ης Ιανουαρίου - Ημέρας Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος και των 70 χρόνων από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ που διοργανώνουν η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, ο Οργανισμός Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης και η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης.
Ο απόγονος των μεταναστών σεφαραδιτών Θεσσαλονικέων δεν θυμάται λεπτομέρειες από τις διηγήσεις των γονιών για πατρίδα-Θεσσαλονίκη, «τα παιδιά δεν ενδιαφέρονται και πολύ για τις ιστορίες των μεγάλων», λέει. Οι εικόνες, όμως, που έπλαθε με τη φαντασία του για την πόλη των προγόνων του, τον ακολουθούν ακόμη και σήμερα. Τις περιέγραψε στην «Κ» τηλεφωνικώς από το Λονδίνο όπου ζει αλλά ταξιδεύει συχνά στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ (κατέχει από το 2009 τη θέση του προέδρου στο Jerusalem Music Center το οποίο δημιούργησε ο διεθνούς φήμης βιολονίστας Isaac Stern) και σε διάφορες χώρες του κόσμου για συναυλίες.
«Οι γονείς μου Φλόρα και Ντέιβιντ Περαχιά γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Θεσσαλονίκη. Μετανάστευσαν στην Αμερική το 1935 για οικονομικούς λόγους. Εγώ γεννήθηκα το 1947 στη Νέα Υόρκη, όμως μέχρι τα έξι μου χρόνια, στο σπίτι μας μιλούσαμε μόνο λαντίνο. Eμαθα αγγλικά όταν πήγα σχολείο.
Ακούγαμε σεφαραδίτικα τραγούδια από δίσκους και από τις αναφορές είχα σχηματίσει για τη Θεσσαλονίκη την εικόνα μιας πολυπληθούς, πολύβουης και δραστήριας πόλης. Αγαπούσαν πολύ τη Θεσσαλονίκη και οι δύο γονείς μου. Eζησαν εκεί. Δεν την ξέχασαν ποτέ. Είχαν αφήσει συγγενείς και φίλους.
Η πρώτη αρραβωνιαστικιά του πατέρα μου, μια μουσικός που έπαιζε βιολί, ήταν θύμα του Ολοκαυτώματος. Δεν μου είχε μιλήσει ποτέ για εκείνη. Ετυχε να το διαβάσω σε ένα βιβλίο».
Ο αφανισμός της εβραϊκής κοινότητας και η σιωπή εκείνα τα χρόνια για τη θηριωδία, ξεθώριασαν περιγραφές και ονόματα. Εκείνο όμως που έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη του ήταν ο χαραγμένος αριθμός στο χέρι της πρώτης του δασκάλας πιάνου, της Λίλι Ασσαέλ. «Οφείλω την αγάπη μου για τη μουσική σε εκείνη και στον πατέρα μου που λάτρευε την όπερα και κάθε Σάββατο με πήγαινε σε συναυλίες. Είχα μια ισχυρή και καθοριστική σύνδεση με τη δασκάλα μου». Ηταν από τη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε πιάνο στο Κρατικό Ωδείο της πόλης. Είχε εκτοπιστεί στο Aουσβιτς μαζί με χιλιάδες συμπατριώτες της.
Επέζησε. Βρέθηκε στη Νέα Υόρκη. «Ημουν 3,5-4 χρονών όταν ξεκίνησα τα μαθήματα κι εκείνος ο αριθμός στο χέρι που ακουμπούσε στα πλήκτρα με σημάδεψε».
Στην εμβάθυνση της σύνθεσης βρίσκεται, κατά τη γνώμη του Περαχιά, το αποκορύφωμα της καριέρας ενός μουσικού: «Είναι σπουδαίο οι άνθρωποι να απολαμβάνουν τη μουσική σου, αλλά πιο σημαντικό είναι ο μουσικός να καταλάβει τι ένιωθε ο συνθέτης όταν έγραφε τη μουσική. Ποια ήταν τα συναισθήματα του Μότσαρτ, του Σούμπερτ ή του Μπαχ. Oσο κι αν φαίνεται περίεργο, το κοινό είναι εκείνο που σε καθοδηγεί να παίζεις τα έργα διαφορετικά. Ακόμη και μέσα από τη σιωπή του διδάσκει. Είναι μια μυστήρια τελετουργία, ένας σιωπηλός διάλογος. Το κοινό ανατροφοδοτεί τον μουσικό ακόμη κι αν είναι ένας μόνο ακροατής. Κι αυτό που κερδίζεις από μια ζωντανή εκτέλεση δεν συγκρίνεται με τίποτε άλλο».
Ο Μπετόβεν
Η μουσική ποιου συνθέτη αντανακλά περισσότερο τα συναισθήματα της θλιβερής επετείου; «Ο Μπετόβεν» απαντά. «Ηταν ο συνθέτης που κατανοούσε όσο λίγοι τον ανθρώπινο πόνο. Η μουσική του είναι λυτρωτική». Γι’ αυτό ακριβώς επέλεξε το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 5 σε μι ύφεση μείζονα, έργο 73 (Αυτοκρατορικό) του Μπετόβεν και το διάσημο Αdagietto από τη Συμφωνία αρ. 5 του Γκούσταβ Μάλερ, για τη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης που θα διευθύνει η Ζωή Τσόκανου, στο Μέγαρο Μουσικής.
Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018, 20.00, Αίθουσα Φίλων Μουσικής Μ1.
Πηγή