Τα δύο βασικά κόμματα της Γερμανίας κατέληξαν τελικά σε μια προκαταρκτική συμφωνία για έναν «μεγάλο συνασπισμό». Το εάν θα κρατήσει είναι απορία όλων. Υπάρχουν...
πολλά εμπόδια που εξακολουθούν να υφίστανται ανάμεσα στη συμφωνία που επετεύχθη τις πρώτες πρωινές ώρες της Παρασκευής και του ενδεχόμενου να έχει η Γερμανία μία νέα κυβέρνηση.
Αν όμως τα εμπλεκόμενα κόμματα -οι Χριστιανοδημοκράτες υπό την ηγεσία της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ και οι Σοσιαλδημοκράτες- καταφέρουν να το πετύχουν, θα είναι πραγματικά ριζοσπαστικό, υπό μία οπτική: το κομμάτι που αφορά το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει τη μεγαλύτερη ώθηση από τη Γερμανία προς την ολοκλήρωση της ηπείρου, μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ, πριν από ένα τέταρτο του αιώνα.
Στην τελευταία συμφωνία μεγάλου συνασπισμού, το 2013, δεν υπήρχε σχεδόν καμία αναφορά στην Ευρώπη πέρα από τα συνήθη κλισέ. Το μεγάλο ζήτημα τότε ήταν ο εθνικός κατώτατος μισθός. Αλλά στη συμφωνία της περασμένης εβδομάδας, η Ευρώπη είναι το νούμερο ένα θέμα. Σε αυτόν τον τομέα, πηγαίνει πολύ πιο μακριά από μια γενική προθυμία συνεργασίας με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης. Δηλώνει την ετοιμότητα να επεκταθεί ο προϋπολογισμός της ΕΕ με μεγαλύτερη γερμανική καθαρή συνεισφορά. Υποστηρίζει συγκεκριμένα έναν προϋπολογισμό της ευρωζώνης για τη χρηματοδότηση της μακροοικονομικής σταθεροποίησης, της κοινωνικής σύγκλισης και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Ο δικός μου τρόπος ανάγνωσης είναι ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, η ομπρέλα διάσωσης, θα εντασσόταν σε έναν διευρυμένο προϋπολογισμό της ΕΕ και όχι, όπως τώρα, να διευθύνεται από τα κράτη-μέλη. Αυτό ακριβώς ζήτησε ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πρέπει να είναι ευχαριστημένος. Σηματοδοτεί μια σημαντική απομάκρυνση από τον διακυβερνητισμό της κυρίας Μέρκελ προς μια θέση περισσότερο κοντά προς την ολοκλήρωση. Αναρωτιέμαι απλώς τι συμπεραίνουν οι συντηρητικοί του CDU και οι Βαυαροί σύμμαχοί τους, η Χριστιανική Κοινωνική Ένωση, από την τελευταία πλήρη αναστροφή της καγκελαρίου.
Για τον ΕSM, ξέραμε ότι η Γερμανία ήθελε να τον επεκτείνει, αλλά δεν ξέραμε ότι τώρα θέλει να είναι εγκατεστημένος μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο προηγούμενος υπουργός Οικονομικών, ήταν αμετάπειστος ότι ο ESM δεν θα έπρεπε να είναι κάτω από τα φτερά της Κομισιόν. Αυτή η θέση επίσης φαίνεται ότι έχει αλλάξει.
Η προκαταρκτική συμφωνία επίσης προβλέπει ενδυνάμωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για να γίνει η διακυβέρνηση της ευρωζώνης πιο δημοκρατική. Σε αυτό το θέμα, τα γερμανικά κόμματα διαφωνούν με τον κ. Μακρόν, που θέλει ένα ξεχωριστό κοινοβούλιο ευρωζώνης. Εκεί που η Γερμανία υποστηρίζει τη Γαλλία είναι στη ρητή αναφορά για ενδυνάμωση των anti-dumping πολιτικών και στην επιβολή ενός ελάχιστου εταιρικού φορολογικού συντελεστή σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Προσέξτε τη μεγάλη αναμέτρηση Γαλλίας και Γερμανίας από τη μια πλευρά, και των χωρών-μελών με χαμηλή φορολογία, όπως η Ιρλανδία, από την άλλη.
Οι πρώτες σελίδες της συμφωνίας κάνουν ευχάριστη την ανάγνωση σε εκείνους από εμάς που υποστηρίξαμε περισσότερα μέτρα για να καταστήσουμε την ευρωζώνη λιγότερο επιρρεπή στην κρίση. Το κομμάτι για την Ευρώπη ξεκάθαρα αποκαλύπτει το χέρι του Μάρτιν Σουλτς, του ηγέτη του SPD και πρώην προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αλλά πώς θα μεταφερθεί αυτό στον μέσο ακτιβιστή του κόμματος του SPD; Ο ενθουσιασμός τους για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα ξεπεράσει την εχθρότητά τους απέναντι στην κα Μέρκελ;
H εσωτερική αντιπολίτευση του SPD είναι εχθρική απέναντι στο στυλ ηγεσίας της καγκελαρίου και εξαγριωμένη από την τάση της να υιοθετεί τις πολιτικές τους και να τις μετατρέπει σε δικές της. Η κοινή οπτική μέσα στο SPD είναι ότι αυτή η σχέση τούς κόστισε τις εκλογές. Πολλοί, συμπεριλαμβανομένης και της οργάνωσης νέων του SPD, θέλουν μια περίοδο στην αντιπολίτευση για να αναγεννηθούν.
Δεν είμαι θαυμαστής των μεγάλων συνασπισμών, που καταλήγουν να ενδυναμώνουν ακραία κόμματα. Ακόμη περισσότερο, o νέος συνασπισμός δεν θα ήταν «μεγάλος». Θα είχε 56% των εδρών στην Μπούντεσταγκ, καταγράφοντας μείωση από το 80% που είχε την τελευταία φορά. Ένας νέος μεγάλος συνασπισμός θα μπορούσε επίσης να είναι ο τελευταίος του είδους του. Η Γερμανία θα μπορούσε να γίνει σαν την Ολλανδία, όπου χρειάζονται τέσσερα ή πέντε κόμματα για να σχηματίσουν κυβέρνηση.
Είναι αυτό ένα τίμημα που αξίζει να πληρωθεί για μια ευρωπαϊκή ατζέντα με ένα αβέβαιο αποτέλεσμα; Δεν υπάρχει εγγύηση ότι μια κοινή γαλλο-γερμανική πρόταση για την ευρωζώνη θα γινόταν αποδεκτή από όλα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα απαιτούσε επίσημη αλλαγή της Συνθήκης, η οποία επίσης θα έπρεπε να συμφωνηθεί από όλα τα κράτη-μέλη.
Η Γαλλία και η Γερμανία μπορούν να ξεκινήσουν με ένα συνασπισμό πρόθυμων και να συνεχίσουν από εκεί. Η συμφωνία συνασπισμού που έκανε η πρόσφατα σχηματισμένη ολλανδική κυβέρνηση βάζει ακριβώς τον αντίθετο στόχο: δεν υπάρχει περαιτέρω ενίσχυση της ευρωζώνης. Μπορούν Γαλλία και Γερμανία να προχωρήσουν πραγματικά χωρίς την Ολλανδία; Θα αλλάξει απόψεις η Ολλανδία, αν αλλάξει και η Γερμανία;
Το βέβαιο είναι πως θα είναι δύσκολο να φτάσουμε στο τέλος της διαδρομής. Δύσκολο να πειστεί το κογκρέσο του SPD να στηρίξει στις 21 Ιανουαρίου την έναρξη επίσημων συνομιλιών για τον μεγάλο συνασπισμό. Δύσκολο να πειστούν τα μέλη του SPD να εγκρίνουν τη συμφωνία συνεργασίας. Και ακόμη πιο δύσκολο να κάνεις και τα 19 μέλη της ευρωζώνης να συμφωνήσουν στις μεταρρυθμίσεις.
Ίσως το πιο αξιοσημείωτο κομμάτι στο έγγραφο της Παρασκευής είναι ότι σηματοδοτεί μια μεταστροφή από το χωρίς δεσμεύσεις διευθυντικό στυλ της κας Μέρκελ σε μια πολιτική που στηρίζεται περισσότερο στην καθορισμένη ατζέντα.
Πλησιάζουμε σε μια νέα εποχή.
Πηγή