Αν θέλω να είμαι ειλικρινής, πρέπει να παραδεχτώ πως τη ζωή μου την ορίζουν τα βιβλία...
Η ανάγνωση- και η γραφή- είναι μέρος της καθημερινότητάς μου, σχεδόν σαν δεύτερη δουλειά.
Κι αναρωτιέμαι τι με έφτασε ως εδώ, αν αυτό ίσχυε πάντα κι απλά γιγαντώθηκε με τα χρόνια.
Η απάντηση είναι ναι, αυτό ίσχυε πάντα, από τότε που έμαθα γραφή κι ανάγνωση.
Με βοήθησε η μοναξιά, κι η αγάπη μου για τις ιστορίες.
Ήμουν ένα αποσυνάγωγο παιδί, με ελάχιστους φίλους, και το μυαλό μου χρειαζόταν τη διαφυγή. Διάβαζα ήδη από τα οκτώ με μανία ό,τι έπεφτε στα χέρια μου, στα εννιά έγραψα το πρώτο μου «ποίημα».
Το διάβασμα ήταν οι περιπέτειες που δεν ζούσα, οι φιλίες που δεν είχα, η υποστήριξη για να χτίσω τον εαυτό μου. Δεν θυμάμαι ποτέ να βαρυγκώμησα τη μοναξιά μου, ούτε τότε, ούτε τώρα. Μάλλον πια ούτε ποτέ.
Η μοναξιά, η ενασχόληση με τον εαυτό, ακόμα κι η βαρεμάρα, ανδρώνουν αναγνώστες, και φτιάχνουν ανθρώπους. Δίνουν δύναμη, και σιγουριά για το μέλλον, μια αυτάρκεια πέρα από κάθε έλλειψη αυτοπεποίθησης.
Η ανάγνωση μπαίνει σε αυτή την εξίσωση δυναμικά, οξύνει τις φαντασιώσεις, αφήνει ύπουλα το στίγμα της, τόσο σε γνωστικό επίπεδο, όσο και σε αυτό της ενσυναίσθησης. Η ανάγνωση, χέρι χέρι με τη μοναξιά, αρχίζουν να καθορίζουν αυτό που είσαι.
Στην περίπτωσή μου, αυτό, ακόμα κι όταν έπαψα να είμαι ακοινώνητη, συνεχίστηκε. Αναζητούσα, και θα αναζητώ πάντα τον χώρο μου στην ησυχία. Μακριά από όλα τα άλλα ερεθίσματα, παρά μόνον τους ερεθισμούς του μυαλού.
Εφευρίσκω σιωπές, υποκρίνομαι κούραση, αρνούμαι κι αγκαλιές πού και πού, για να μπορώ ακόμα να διαβάζω. Είναι ο χρόνος μου. Είναι η αποφόρτιση μου. Και ταυτόχρονα η σπουδή στη μοναξιά μου. Που μου δίνει δύναμη. Και εγγυάται το μέλλον.
Πηγή