Οι πιο διορατικοί άνθρωποι στην Ευρώπη του μεσοπολέμου έβλεπαν καθαρά δύο πράγματα: τη λαίλαπα του φασισμού με την κατάργηση των ατομικών ελευθεριών και την αυξανόμενη απήχηση που είχε το ποδόσφαιρο στον απλό κόσμο. Το σπορ γινόταν ολοένα και πιο μαζικό και ήταν ένας εξαιρετικός τρόπος για να αποκτήσει κάποιος δημοφιλία, αλλά κυρίως να δημαγωγεί.
Οι προσπάθειες του Μουσολίνι για να διοργανωθεί στη φασιστική Ιταλία το 2ο Μουντιάλ
Κάπως έτσι σκέφτηκε ο Μπενίτο Μουσολίνι. Ο ιταλός δικτάτορας στα νιάτα του ήταν μέλος του σοσιαλιστικού κόμματος αλλά και μαρξιστικών κινημάτων. Είχε διαβάσει πολλά βιβλία ψυχολογίας και ανθρώπινης συμπεριφοράς και έψαχνε τον ιδανικό τρόπο ώστε οι συμπατριώτες του να τον αναγνωρίζουν πραγματικά ως «Ντούτσε». Στο συνέδριο της ΦΙΦΑ που έγινε το 1932 στο Βερολίνο έβαλε όλα τα μέσα ώστε να αναλάβει η Ιταλία τη διοργάνωση του Δεύτερου Παγκόσμιου Κυπέλλου. Και τα κατάφερε. Το ιταλικό φασιστικό κράτος ανέλαβε την κατασκευή ή την ανακαίνιση οκτώ σταδίων σε ισάριθμες πόλεις, με το βάρος να πέφτει στο στάδιο του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος στη Ρώμη. Στο Τορίνο, μάλιστα, το στάδιο πήρε το όνομα του «φωτισμένου ηγέτη» σε μία σπάνια ευκαιρία δωρεάν διαφήμισης του ανθρώπου και της πολιτικής του. Ο Μουσολίνι, γνωρίζοντας τα «κουμπιά» του λαού του, φρόντισε να τα πατήσει, υποσχόμενος νίκες και μεγαλεία.
Οι Εθνικές ομάδες που συμμετείχαν και η απουσία της Ουρουγουάης
Οι εθνικές ομάδες έπαιρναν για πρώτη φορά μέρος σε προκριματικά και για μοναδική φορά στην ιστορία ακόμη και η διοργανώτρια χώρα χρειάστηκε να δώσει αγώνες ώστε να περάσει στην τελική φάση. Οι θέσεις ήταν 16, με την Ευρώπη να παίρνει 12 εξ αυτών, την Αμερική τρεις και τις Αφρική και Ασία από μία. Η Ιταλία δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα αφού νίκησε την Εθνική Ελλάδος 4-0 με πρωταγωνιστή τον Μεάτσα, στο γήπεδο που αργότερα πήρε το όνομά του και η ομάδα της Ελλάδας αποσύρθηκε από τον επαναληπτικό, αφού δεν είχε τύχη ούτως ή άλλως. Και ενώ η Ευρώπη γνώριζε μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές αναταρραχές, οι αγώνες των προκριματικών έγιναν κανονικά και βγήκαν οι 16 ομάδες που θα έπαιρναν μέρος στην διοργάνωση. Από την Ευρώπη τα κατάφεραν όλες οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Βρετανών απόντων βέβαια, αφού στο νησί έμειναν ασυγκίνητοι από τέτοιου είδους καινοτομίες. Για τους Άγγλους σημασία είχε τι έλεγε ο Τσώρτσιλ και το γεγονός ότι η Μάντσεστερ Σίτι νίκησε 2-1 την Πόρτσμουθ στον τελικό του κυπέλλου. Η παγκόσμια πρωταθλήτρια Ουρουγουάη αρνήθηκε να συμμετάσχει και ο λόγος ήταν διττός. Από τη μία ήθελε να τιμωρήσει τους Ευρωπαίους που σνόμπαραν την παρθενική διοργάνωση και από την άλλη δεν ήθελε οι ομάδες της να χάσουν τους κορυφαίους παίκτες τους από τους πλούσιους ευρωπαϊκούς συλλόγους. Τότε βέβαια οι παίκτες ήταν δεμένοι εφ’ όρου «αθλητικής ζωής» με τα σωματεία, σε πλήρη αντίθεση με τη σημερινή εποχή όπου τα πραγματικά αφεντικά του αθλήματος είναι οι ποδοσφαιριστές. Εκτός προκριματικών έμειναν Βολιβία και Παραγουάη, οι οποίες είχαν εμπλακεί σε έναν αιματηρό πόλεμο με περισσότερους από 6.000 νεκρούς, καθώς η Βολιβία έψαχνε πρόσβαση στον Ατλαντικό ωκεανό.
Τα αξιοσημείωτα του πρώτου «Μοντιάλε» και το πλεονέκτημα της έδρας
Τα «μαργαριτάρια» του πρώτου «Μοντιάλε» ήταν αξιοσημείωτα. Οι Ιταλοί σε μία προσπάθεια να κατακτήσουν την κορυφή έφεραν τρεις Αργεντινούς και τους είχαν στην ομάδα τους. Ήταν οι περίφημοι «Οριούντι,» ιταλικής καταγωγής πολίτες νοτιοαμερικανικών χωρών που επέστρεψαν στις ρίζες τους, αφού σύμφωνα με τον φασιστικό νόμο όποιος έχει γεννηθεί από Ιταλούς γονείς οπουδήποτε στον κόσμο θεωρούταν Ιταλός. Οι ομάδες της αμερικανικής ηπείρου απογοήτευσαν τον κόσμο. Η Βραζιλία και η Αργεντινή έστειλαν αποστολές κατώτερες του αναμενόμενου και εμφανώς ταλαιπωρημένες από το δεκαπενθήμερο ταξίδι με το καράβι. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ενδεκάδα της Αργεντινής δεν βρέθηκε κανείς από τους φιναλίστ της προηγούμενης διοργάνωσης, ενώ από τη Βραζιλία μόνο ο Λεονίντας έδωσε δείγματα του ταλέντου του. Η τρίτη εκπρόσωπος της Αμερικής ήταν οι ΗΠΑ. Έπρεπε να δώσει μπαράζ πρόκρισης με το Μεξικό, αλλά δεν έβγαιναν οι ημερομηνίες με δεδομένο και το διάστημα δύο εβδομάδων που χρειαζόταν για να φτάσουν στη Γένοβα και αφού Αμερικανοί έκαναν αργά την αίτηση συμμετοχής. Η ΦΙΦΑ δεν ήθελε να δυσαρεστήσει κανέναν και βρήκε τη λύση: να δώσουν το μπαράζ στη Ρώμη δύο ημέρες πριν από την έναρξη της διοργάνωσης. Οι ΗΠΑ κέρδισαν με 4-2. Αυτή ήταν η μόνη χαρά που πήραν, αφού στο επίσημο παιχνίδι έγιναν «παιχνιδάκι» στα νύχια των Ιταλών. Το 7-1 και οι επευφημίες του λαού σε συνδυασμό με το καμάρι του Μουσολίνι, έμοιαζαν ευθεία παραπομπή στις μέρες του Κολοσσαίου. Για δεύτερη σερί διοργάνωση, η έδρα έπαιξε ρόλο. Όχι μόνο ως προς την τελική επικράτηση, αλλά και ως την προσαρμογή των ποδοσφαιριστών. Με το σύστημα διεξαγωγής να είναι νοκ-άουτ, οι ομάδες που έκαναν το μακρινό ταξίδι δεν προλάβαιναν να μπουν στο κλίμα και έμπαιναν αμέσως στο καράβι της επιστροφής. Η ομάδα- θαύμα του Ζίντελαρ και η «βροχή» των γκολ Οι ευρωπαϊκές ομάδες ήταν πολύ δυνατές αλλά φαβορί θεωρούνταν από τους δημοσιογράφους η Αυστρία. Με ηγέτη τον «χάρτινο άνθρωπο» Ματίας Ζίντελαρ, έναν εβραϊκής καταγωγής καταπληκτικό ποδοσφαιριστή που είχε άδοξο τέλος, είχε δημιουργήσει την περίφημη ομάδα θαύμα «βούντερτιμ». Το συγκρότημα του εξαίρετου τεχνικού Ούγκο Μάισλ, είχε νικήσει σε φιλικό που έγινε στη Φλωρεντία τρεις μήνες προ Μουντιάλ, με 4-2 την Ιταλία και είχε δείξει τη δυναμική του. Καλές ομάδες είχαν η Γερμανία, η Ισπανία και αουτσάιντερ ήταν η Τσεχοσλοβακία. Η αποστολή της τελευταίας είχε μάλιστα αναχωρήσει με τις ευλογίες του Προέδρου της χώρας, Τόμας Μάζαρικ, που είχε επανεκλεγεί λίγες μέρες πριν από τη σέντρα του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Οι Τσέχοι αντέγραφαν τους αυστριακούς στον τρόπο παιχνιδιού σε ένα στυλ που είχε χαρακτηριστεί «χορός στον Δούναβη» και αποτελούσε στην πραγματικότητα το σύγχρονο «passing game». Το δεύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο επιφύλασσε πολλά γκολ και αυτό φάνηκε από την εξαιρετικά παραγωγική πρώτη φάση. Οι αγώνες μεταδίδονταν για πρώτη φορά ραδιοφωνικά και ο αγώνας της Αυστρίας με την Ουγγαρία στα προημιτελικά χαρακτηρίστηκε ως "μάχη συμμοριών του δρόμου".
Οι άλλοτε σύμμαχοι έπαιξαν περισσότερο ξύλο παρά ποδόσφαιρο με την ομάδα του Ζίντελαρ να επικρατεί τελικά 2-1 αφού αποδείχθηκε πιο ικανή σε όλες τις παραλλαγές του σπορ. Ο Μαγυάρος Μάρκος είχε την «τιμή» να γίνει ο πρώτος ποδοσφαιριστής που αντίκρισε κόκκινη κάρτα σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου. Γερμανία και Τσεχοσλοβακία πέρασαν επίσης στα ημιτελικά ύστερα από μάχες του γηπέδου κόντρα σε Σουηδία και Ελβετία που έκαναν αξιοπρεπέστατες εμφανίσεις.
Το «βρώμικο» παιχνίδι του «Ντούτσε» και ο μεγάλος τελικός
Το μεγάλο ζευγάρι ήταν αυτό της Ιταλίας με την Ισπανία. Το παιχνίδι έληξε 1-1 και ορίστηκε επαναληπτικός την επόμενη ημέρα. Η Ισπανία παρατάχθηκε χωρίς τον τερματοφύλακα της Ρικάρντο Θαμόρα, τον κορυφαίο στον κόσμο εκείνα τα χρόνια και ήρωα στο πρώτο ματς. Επισήμως ήταν τραυματίας από τα χτυπήματα που δέχτηκε από τους Ιταλούς την προηγούμενη μέρα. Ανεπίσημα, οι Ίβηρες πιέστηκαν ώστε να μη σταθούν εμπόδιο στην ομάδα του Μουσολίνι. Ο δικτάτορας είχε μάλιστα τέτοια λαχτάρα για την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου που εκτός του αυθεντικού τροπαίου πρόσφερε και ένα υπερδιπλάσιο σε μέγεθος, με το διακριτικό όνομα «Κύπελλο του Ντούτσε». Ο Μουσολίνι παράλληλα διέταξε για τον ημιτελικό με την Αυστρία να βραχεί το γήπεδο ώστε να βαρύνει και να μην μπορούν οι φιλοξενούμενοι να παίξουν το διάσημο τότε παιχνίδι τους με τις πολλές πάσες. Ο ιταλός εκλέκτορας Βιτόριο Πότσο, ένας πανέξυπνος άνθρωπος, έβαλε τον Μόντι «σκιά» του Ζίντελαρ, σε αυτό που καταγράφηκε ως πρώτο «μαν-του-μαν» στην ιστορία. Ο Αργεντινοϊταλός τον καταδίωκε παντού, ο Αυστριακός βγήκε εκτός αγώνα και ένα γκολ ήταν αρκετό για τους «ατζούρι», ώστε να φτάσουν στον τελικό. Ο Μουσολίνι ονειρευόταν αντίπαλο στον τελικό τα «φιλαράκια» του από τη Γερμανία. Παρακολούθησε, μάλιστα, το ματς στις εξέδρες του Σταδίου στη Ρώμη φορώντας το αγαπημένο του ναυτικό κασκέτο. Λογάριαζε όμως χωρίς τον Νέγιεντλι. Ο Τσέχος φορ με χατ-τρικ απέτρεψε έναν τελικό του Άξονα και έλαβε συγχαρητήριο τηλεγράφημα από τον φίλαθλο πρόεδρο της χώρας του.
Ο τελικός
Την ημέρα του τελικού, στις 10 Ιουνίου 1934, περίπου 50.000 κόσμος και ο «Ντούτσε» κατέκλυσαν το στάδιο του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος με σκοπό να γιορτάσουν μία «νίκη του φασισμού», όπως διακήρυττε ο Μουσολίνι από μέρες. Το ματς έμοιαζε με πυγμαχικό αγώνα, ο οποίος θα κρινόταν στα σημεία. Οι Τσέχοι προηγήθηκαν και κράτησαν μέχρι το 81′ όταν και ισοφαρίστηκαν. Το γκολ του Όρσι ήταν εντυπωσιακό αφού το κατάφερε σχεδόν από τη γραμμή του άουτ βάζοντας πολύ φάλτσο. Την επομένη, για χάρη των φωτογράφων προσπάθησε 20 φορές να το επαναλάβει και χωρίς τερματοφύλακα, αλλά δεν τα κατάφερε. Το παιχνίδι οδηγήθηκε στην παράταση και η Ιταλία πέτυχε και δεύτερο γκολ που της έδωσε το τρόπαιο. Περιχαρής ο Μουσολίνι έκανε την απονομή του δικού του τροπαίου και δεξιώθηκε όλη την ομάδα.
Ο «Ντούτσε» όμως και οι σύμμαχοί του είχαν ήδη αρχίσει να σκιάζουν όλη την Ευρώπη. Το Μουντιάλ το 1934 πάντως ήταν απολαυστικό για το κοινό. 70 γκολ σε 17 ματς περισσότερο από 4 κατά μέσο όρο και 350.000 θεατές στις εξέδρες. Οι μισοί πάντως ήταν για τα ματς της Εθνικής Ιταλίας, η οποία προκάλεσε παροξυσμό σε όλη τη χώρα. Οι Ιταλοί ένιωσαν ξαφνικά κυρίαρχοι του κόσμου και θεώρησαν ότι θα τα κατάφερναν καλά και σε άλλους τομείς όπως ο πόλεμος. Άλλο όμως ο ποδοσφαιρικός πόλεμος και άλλο η αληθινή μάχη.
Πηγή