Ένα προσφυγικό σπίτι στη Νέα Ιωνία κλείνει στους τοίχους του τη λαμπρή πορεία προς τη δόξα του Σαμψών...
ενός από τους πιο δημοφιλείς λαϊκούς ήρωες που με τους άθλους του μεγάλωσαν γενιές και γενιές.
“Νιώθω μοναξιά… Από τότε που έχασα τη γυναίκα μου, το στήριγμα μου, αφέθηκα. Ζω για να ζω. Η μόνη παρηγοριά μου πλέον είναι τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Νοσταλγώ όσα έζησα όταν ο κόσμος με χειροκροτούσε στις αλάνες και τις πλατείες. Με αγάπησε ο κόσμος και τον αγάπησα πολύ. Όλα αυτά, όμως, είναι παρελθόν. Πλέον… σιωπή” είπε ο θρυλικός Σαμψών, μιλώντας στην Espresso.
“Για μένα το χειροκρότημα ήταν τα πάντα. Ήταν μία δικαίωση και μία αναγνώριση. Ο κόσμος με λάτρεψε. Γύρισα όλη την Ελλάδα δεκάδες φορές, προσφέροντας θέαμα. Το ίδιο γύρισα και την Ανατολή. Πήγα παντού. Πόνεσα, μάτωσα, έσπασα σπόνδυλο, όμως άντεξα γιατί έπρεπε να επιβιώσει η οικογένεια μου. Πλέον, κλείστηκα σπίτι. Δεν αντέχω” σημειώνει ο 90χρονος και προσθέτει:
“Ο παππούς μου, ο Παύλος που δεν πρόλαβε να έρθει στην Ελλάδα από την Τουρκία, ήταν παλαιστής από τους πολύ καλούς. Τον σκότωσαν οι Τούρκοι σε ένα αγώνα, σαν αντεκδίκηση. Εγώ νομίζω απέκτησα δύναμη και από τη βάρβαρη εργασία που έκανα ως παιδί στα ανθρακωρυχεία. Έγινα βράχος για να αντέξω και να επιβιώσω. Αργότερα, κατάφερα μέσα από την ελεύθερη πάλη να βρω τον δρόμο μου και να πορευτώ. Γυμναζόμουν πολύ ως νέος”.
ενός από τους πιο δημοφιλείς λαϊκούς ήρωες που με τους άθλους του μεγάλωσαν γενιές και γενιές.
“Νιώθω μοναξιά… Από τότε που έχασα τη γυναίκα μου, το στήριγμα μου, αφέθηκα. Ζω για να ζω. Η μόνη παρηγοριά μου πλέον είναι τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Νοσταλγώ όσα έζησα όταν ο κόσμος με χειροκροτούσε στις αλάνες και τις πλατείες. Με αγάπησε ο κόσμος και τον αγάπησα πολύ. Όλα αυτά, όμως, είναι παρελθόν. Πλέον… σιωπή” είπε ο θρυλικός Σαμψών, μιλώντας στην Espresso.
“Για μένα το χειροκρότημα ήταν τα πάντα. Ήταν μία δικαίωση και μία αναγνώριση. Ο κόσμος με λάτρεψε. Γύρισα όλη την Ελλάδα δεκάδες φορές, προσφέροντας θέαμα. Το ίδιο γύρισα και την Ανατολή. Πήγα παντού. Πόνεσα, μάτωσα, έσπασα σπόνδυλο, όμως άντεξα γιατί έπρεπε να επιβιώσει η οικογένεια μου. Πλέον, κλείστηκα σπίτι. Δεν αντέχω” σημειώνει ο 90χρονος και προσθέτει:
“Ο παππούς μου, ο Παύλος που δεν πρόλαβε να έρθει στην Ελλάδα από την Τουρκία, ήταν παλαιστής από τους πολύ καλούς. Τον σκότωσαν οι Τούρκοι σε ένα αγώνα, σαν αντεκδίκηση. Εγώ νομίζω απέκτησα δύναμη και από τη βάρβαρη εργασία που έκανα ως παιδί στα ανθρακωρυχεία. Έγινα βράχος για να αντέξω και να επιβιώσω. Αργότερα, κατάφερα μέσα από την ελεύθερη πάλη να βρω τον δρόμο μου και να πορευτώ. Γυμναζόμουν πολύ ως νέος”.