Ο επιστήμονες τροφοδότησαν έναν συνδυασμό 29 διαφορετικών τροφών σε ομάδες ποντικών, με διαφορετική περιεκτικότητα σε λιπαρά, σάκχαρα και πρωτεΐνες για τρεις μήνες – το ισοδύναμο 9 ετών στους ανθρώπους.
Πιο συγκεκριμένα, έδωσαν σε ποντίκια που αναφέρονται με τον κωδικό C57BL/6, 29 διαφορετικές δίαιτες που κυμαίνονταν από 8,3% έως 80% σε λιπαρά, από 10% έως 80% σε υδατάνθρακες, από 5% έως 30% σε πρωτεΐνες και από 5% έως 30% σε ζάχαρη. Τα ποντίκια μπορούσαν να τρώνε ελεύθερα όση ποσότητα ήθελαν. Μόνο η αυξημένη περιεκτικότητα σε λιπαρά διατροφή συσχετίστηκε με αυξημένη πρόσληψη θερμίδων και αυξημένο σωματικό λίπος.
Η πρόσληψη τροφής ρυθμίζεται από τον υποθάλαμο του εγκεφάλου. Η πρόσληψη λιπαρών συσχετίστηκε με αυξημένη γονιδιακή έκφραση στους υποδοχείς 5-ΗΤ και τις οδούς σηματοδότησης ντοπαμίνης, σεροτονίνης και οπιοειδών στον υποθάλαμο του εγκεφάλου. Τα ευρήματα επιβεβαιώθηκαν σε άλλα είδη ποντικιών (DBA/2, BALB/c, FVB και C3H). Οι υποθαλαμικές οδοί πείνας δεν επηρεάστηκαν από το επίπεδο πρόσληψης των πρωτεϊνών.
Οι ερευνητές είπαν ότι τα ποντίκια ρυθμίζουν την κατανάλωση τροφής κυρίως για να ικανοποιήσουν έναν στόχο πρόσληψης ενέργειας που θέτει το σώμα τους αλλά μπορούν να πάρουν παραπάνω θερμίδες όταν η τροφή είναι εύγευστη και δημιουργεί “ηδονή” στον εγκέφαλο κάτι που σχετίζεται με το λίπος, και όχι με τη ζάχαρη.
Πάντως, η μελέτη δεν βρήκε γραμμική σχέση διατροφικού και σωματικού λίπους. Το σωματικό λίπος αυξανόταν με την αύξηση της περιεκτικότητας σε διατροφικό λίπος μέχρι το 60% των συνολικών θερμίδων, αλλά στη συνέχεια μειωνόταν. Τα ποντίκια που λάμβαναν το 80% των θερμίδων από το λίπος ήταν λιγότερο παχύσαρκα από αυτά που κατανάλωναν το 60% από το λίπος.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης οι ερευνητές έκαναν πάνω από 100.000 μετρήσεις των αλλαγών βάρους των ποντικιών.
Ο καθηγητής John Speakman, ο οποίος ήταν επικεφαλής της μελέτης, δήλωσε: “Το αποτέλεσμα αυτής της τεράστιας μελέτης ήταν αδιαμφισβήτητο. Το μόνο πράγμα που έκανε τα ποντίκια να πάρουν λίπος ήταν να τρώνε περισσότερο λίπος στη διατροφή τους”.
Η έρευνα βρήκε ότι η αύξηση των υδατανθράκων από μόνη της δεν είχε καμία επίδραση στο βάρος, ενώ οι δίαιτες που συνδυάζουν ζάχαρη με λίπος δεν ήταν πιο επιβαρυντικές από το λίπος. Οι υδατάνθρακες που περιείχαν έως και το 30% των θερμίδων, όταν προέρχονταν από ζάχαρη, δεν είχαν καμιά επίπτωση. Δεν προέκυψαν αποδείξεις ότι η μειωμένη πρόσληψη πρωτεΐνης (κάτω από 5%) προκαλούσε μεγαλύτερη κατανάλωση τροφής. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα που έχει επικρατήσει για τον άνθρωπο, ότι η μεγάλη πρόσληψη πρωτεϊνών προκαλεί κορεσμό της πείνας.
Ο Speakman ανέφερε: “Αυτές οι επιδράσεις του διαιτητικού λίπους φαινόταν να είναι επειδή μόνο το λίπος στη διατροφή τόνωσε τα κέντρα ανταμοιβής στον εγκέφαλο, διεγείροντας τη μεγαλύτερη πρόσληψη θερμίδων”.
Και πρόσθεσε: “Ένας σαφής περιορισμός αυτής της μελέτης είναι ότι βασίζεται σε ποντίκια και όχι σε ανθρώπους. Ωστόσο, τα ποντίκια έχουν πολλές ομοιότητες με τους ανθρώπους στη φυσιολογία και το μεταβολισμό τους και δεν πρόκειται ποτέ να κάνουμε μελέτες όπου οι δίαιτες των ανθρώπων θα ελέγχονται με τον ίδιο τρόπο για τόσο μεγάλες περιόδους. Έτσι, τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέχονται είναι μια καλή ένδειξη για το ποια είναι τα αποτελέσματα των διαφόρων τροφίμων που είναι πιθανό να ισχύουν στον άνθρωπο”.
Να σημειωθεί ωστόσο ότι άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι ο κέντρο “ηδονής” του εγκεφάλου στον άνθρωπο επηρεάζεται όχι μόνο από το λίπος αλλά και από τη ζάχαρη. Στον άνθρωπο, οι πιο εύγευστες τροφές που μπορούν να προκαλέσουν εξάρτηση είναι αυτές που συνδυάζουν λίπος, ζάχαρη και αλάτι.