tromaktiko: H πληγωμένη ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

H πληγωμένη ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη



Περιδιαβαίνοντας στο διαδίκτυο και ξαποσταίνοντας στο...
diastixo.gr του «συνοδοιπόρου» Μάκη Τσίτα, στάθηκα, και ξεδίψασα, με ένα κείμενο της ποιήτριας Ελένης Λιντζαροπούλου για την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη…

Αντιγράφω:

Στο ποίημα «Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη»[1] από τις Παραλογαίς του Μίλτου Σαχτούρη –μια συλλογή του 1948 που φαίνεται γραμμένη μόλις χθες–, η Άνοιξη για τον ποιητή, όπως και για πολλούς ομότεχνούς του, είναι γυναίκα. Οι πληγές της λαμπερές μες στην οδύνη, εκτείνονται από το προσωπικό στο οικουμενικό και το αντίθετο, απολύτως σπαρακτικά.

«Τεντώνει τὰ λουλούδια της» σ’ ένα τοπίο όπου πρωταγωνιστούν τα σφαγμένα κυπαρίσσια και το συναγμένο αίμα «ἀπ᾿ ὅλες τὶς σημαῖες ποὺ πονέσανε», ενώ «οἱ βραδινὲς καμπάνες» αναπέμπουν «τὴν κραυγή τους» όπως ολόκληρη η τραυματισμένη εκείνη εποχή.

Ο ποιητής κοιτά το πένθος κατάματα, το πένθος μίας κάτασπρης κοπέλας –είναι μια γυναίκα άραγε ή μια χώρα;– που, ρημαγμένη στην μοιραία διασταύρωση του χρόνου, χάνει κάθε φορά τον ανθό της νιότης της θυσιασμένο στον αιματηρό σκοπό που αυξάνει όλο τις πληγές της «γιὰ νὰ χτιστεῖ ἕνας πύργος κατακόκκινος».

Η κραυγή του Σαχτούρη υπόκωφη και διαπιστωτική. Ομολογεί τα γεγονότα, μέσα στην υπέρβασή τους, χωρίς να τα κατονομάζει. Έτσι αυξάνει την ποιητική τους διάρκεια, από το χθες στο πάντα, μεταχειριζόμενος εξαίρετα τα απλά του υλικά. Μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην αρχή του Εμφυλίου, από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει –και ίσως δεν θέλει– η ποίηση του κατοπινού «Στρατιώτη ποιητή»[2], μέχρι να ξορκίσει τα «φάσματα» και τα φαντάσματα που στοιχειώνουν τον τόπο και τον κόσμο του.

Στο εξαίσια πολιτικό του «Ἀστεροσκοπεῖο», ο Σαχτούρης, και πάλι, δεν ονομάζει τον εχθρό. Είναι οι «Διαρρῆχτες τοῦ ἥλιου», οι αρνητές της ζωής και της ταυτόσημής της ομορφιάς. Αγνοούν την φύση, τον έρωτα, την δημιουργία. Ό,τι τους δίνεται ή ακόμη και ό,τι κλέβουν δεν το τιμούν αλλά το προσβάλλουν με την ασέβεια και την δειλία τους, «μὲ τ᾿ ἄστρα στὴν τσέπη τους βρωμισμένα μὲ ψίχουλα».

Είναι οι «άλλοι», που όμως ποιητικά δεν περιγράφονται ως αντίπαλοι ενός κάποιου «εμείς», αλλά ως αρνητές του φωτός.
Αξίζει να επισημανθεί η ανάγκη του ποιητή να τους κατονομάσει μόνο ως ληστές, τυφλούς, ανέραστους και αρνητές. Να πεθάνουν, κελεύει. Να πεθάνουν εκείνοι που «παραμονεύουν σ᾿ ἄλλους πλανῆτες τὸ φῶς».

Αίτημά του δεν είναι άλλο από την δικαιοσύνη.
«Νὰ κριθεῖ κάθε Ἄνοιξη ἀπὸ τὴ χαρά της
ἀπὸ τὸ χρῶμα του τὸ κάθε λουλούδι
ἀπὸ τὸ χάδι του τὸ κάθε χέρι
ἀπ᾿ τ᾿ ἀνατρίχιασμά του τὸ κάθε φιλὶ»

Ο Μίλτος Σαχτούρης, μεταπολεμικός ποιητής γεννημένος στην Αθήνα στις 29 Ιουλίου 1919, πέθανε στις 29 Μαρτίου 2005 αφήνοντας πίσω του ένα έργο πολυσυζητημένο, αν και στα πρώτα του βήματα οι κριτικοί τον χλεύασαν. Ωστόσο, όπως φαίνεται και στο εμβληματικό ποίημα «Ὁ σωτήρας» από την συλλογή Η λησμονημένη του 1945, ο ποιητής προσπαθεί να αντιληφθεί την τέχνη ως διέξοδο –όχι για κείνον, το λέει καθαρά–, ως «ένα γαλανό παράθυρο» ελπίδας, που όμως δεν είναι ακόμη η στιγμή να το βρει ή να το επινοήσει.

«πῶς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικὰ
δίχως μιὰ χαραμάδα φῶς
δίχως μιὰ ἀναπνοὴ ὀξυγόνου
γιὰ τὸν ἄρρωστο ἀναγνώστη»

Από το αδιέξοδό του θα τον βγάλει η ίδια η ποίηση, όταν υπηρετεί την αποστολή της να λαξεύει τις λέξεις με το «σφυρί» και το «κοχύλι», δύο σύμβολα «χαρισμένα» στον ποιητή από «ἕνα παιδὶ» κι «ἕνα κορίτσι», στο ποίημα «Τὰ δῶρα», και πάλι από την συλλογή Παραλογαίς.

Δώρα που υπηρετούν την αφυπνιστική λειτουργία της τέχνης, η οποία καλείται να υπάρχει και για τις αισθήσεις και για τον νου, καρφώνοντας τα πόδια των ανθρώπων στην γη μα και ελευθερώνοντας το βλέμμα τους προς τον ουρανό, ώστε να μπορούν να διαπιστώνουν την ιδιότητα του δημιουργού απερίφραστα:

«Δυὸ ἄνθρωποι ψιθυρίζουν
τί κάνει τὴν καρδιά μας καρφώνει;
ναὶ τὴν καρδιά μας καρφώνει
ὥστε λοιπὸν εἶναι ποιητής»

Και ποιος μπορεί να είναι ο ποιητής, αν όχι εκείνος που πάσχει και παθαίνει για τους άλλους; Εσταυρωμένος είναι για τον Σαχτούρη, ίδιος Χριστός, στο «ξύλο τοῦ θανάτου».

«Σὰ θὰ μὲ βροῦνε πάνω στὸ ξύλο τοῦ θανάτου μου
γύρω θά ᾿χει κοκκινίσει πέρα γιὰ πέρα ὁ οὐρανὸς
μιὰ ὑποψία θάλασσας θὰ ὑπάρχει
κι ἕν᾿ ἄσπρο πουλί, ἀπὸ πάνω, θ᾿ ἀπαγγέλλει μέσα
σ᾿ ἕνα τρομακτικὸ τώρα σκοτάδι, τὰ τραγούδια μου».[3]

Μια υποψία αναστάσιμης ελπίδας όμως κρύβεται στον στίχο «ἄσπρο πουλί, ἀπὸ πάνω», που, όσο σκοτάδι κι αν υπάρχει, εκείνο «θ᾿ ἀπαγγέλλει τὰ τραγούδια μου».



     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!