σχολίασαν υψηλόβαθμες τραπεζικές πηγές τη βίαιη αντίδραση του ελληνικού χρηματιστηρίου στην τουρκική κρίση, καθώς και τη «βουτιά» των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, η οποία «κατάπιε» με ιδιαίτερη ευκολία τη διπλή αναβάθμιση από τη Fitch.
Λίγες ώρες πριν από την τυπική ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου, η διάθεση για πανηγύρια και θριαμβολογίες έχει κονιορτοποιηθεί κάτω από το βάρος της τραγωδίας στην Αττική αλλά και των αναταράξεων στις αγορές, που έδειξαν να αιφνιδιάζουν και τις ελληνικές Αρχές, οι οποίες μάλλον δεν περίμεναν τέτοια κατρακύλα. Είναι ενδεικτικό ότι σε διάστημα 17 ημερών, το ελληνικό 10ετές πέρασε από τον Παράδεισο στην Κόλαση, κάνοντας ένα άλμα από το 3,813% στο 4,307%, διαλύοντας κάθε αμφιβολία για το τι περιμένει την Ελλάδα μόλις βρεθεί μόνη της ενώπιον των «γερακιών» που καιροφυλακτούν.
Το επιχείρημα- όχι μόνο κυβερνητικών στελεχών- είναι ότι από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν έχει τρελές δανειακές ανάγκες και καλύπτει από τα ογκώδη πρωτογενή της πλεονάσματα μεγάλο μέρος των πληρωμών για τόκους, δεν έχει ιδιαίτερο λόγο να ανησυχεί, πόσο μάλλον να αγχώνεται για το πότε θα προχωρήσει στην επόμενη έκδοση ομολόγου. Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα κι όσοι ενστερνίζονται αβασάνιστα αυτήν την επιχειρηματολογία, μάλλον επιλέγουν να «ξεχάσουν» τις ελληνικές τράπεζες.
Η τουρκική κρίση, η οποία, όπως επισημαίνουν γνώστες των διεθνών οικονομικών, δεν θα λήξει τόσο εύκολα αφού η γειτονική χώρα έχει δομικές αδυναμίες, «έσκασε» σε μια περίοδο, όπου οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές είναι «χαλαρές» λόγω θέρους. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στα επιτελεία των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών σήμανε «πορτοκαλί» συναγερμός, άδειες ανακλήθηκαν και άπαντες βρίσκονται σε κατάσταση «αυξημένης επαγρύπνησης» για το ενδεχόμενο κλιμάκωσης της έντασης. Υπάρχει λόγος ανησυχίας για τις ελληνικές τράπεζες; Όπως επισημαίνουν αρμόδιες πηγές, άμεσος κίνδυνος δεν υπάρχει, καθώς η έκθεση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στη γειτονική χώρα είναι μόλις 130 εκατ. δολάρια. Ελλοχεύει, ωστόσο, άλλος κίνδυνος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Τράπεζας Διακανονισμών, που λειτουργεί ως Υπερκεντρική Τράπεζα, η έκθεση των γαλλικών τραπεζών στην Τουρκία ανέρχεται στα 38,385 δις δολάρια, των γερμανικών στα 17,137 δις δολάρια, των ιταλικών στα 16,902 δις δολάρια, των ισπανικών στα 82,294 δις δολάρια. Αρμόδιες ευρωπαϊκές πηγές σημειώνουν ότι παρά τα ποσά αυτά, η Τουρκία δεν χαρακτηρίζεται ακόμα ως «συστημικός κίνδυνος» κι ότι «η κατάσταση είναι διαχειρίσιμη». Ωστόσο, όταν η συζήτηση φτάνει στο πώς θα επηρεαστεί απ’ όλη αυτήν την κατάσταση, η διατραπεζική αγορά άρα και οι ελληνικές τράπεζες, που θα μείνουν σε λίγες ώρες ακάλυπτες από την ΕΚΤ, δεν υπάρχει απάντηση κι εδώ εντοπίζεται το πραγματικό πρόβλημα για την Ελλάδα, πόσο μάλλον αν κλιμακωθεί η κρίση στην Τουρκία.
Οι ελληνικές τράπεζες στις 21 του μήνα χάνουν οριστικά το waiver, καθώς η ενισχυμένη επιτήρηση δεν είναι αρκετή για την ΕΚΤ, προκειμένου να συνεχίσει να δέχεται κατ’ εξαίρεση τα κρατικά ομόλογα ως ενέχυρο. Αν και το πρόβλημα ρευστότητας των περίπου 4 δις ευρώ, που αντιστοιχεί σε αυτά τα «καλυμμένα» ομόλογα, δεν χαρακτηρίζεται σημαντικό, είναι προφανές ότι όσο δυσκολεύουν οι συνθήκες στη διατραπεζική αγορά, τόσο πιο ακριβό θα είναι το χρήμα που θα πρέπει να αντλούν οι ελληνικές τράπεζες. Η κατάσταση δυσκολεύει ακόμα περισσότερο, καθώς ουδείς μπορεί να προβλέψει αυτή τη στιγμή πώς θα αντιδράσουν οι αγορές όταν θα πέσουν τίτλοι τέλους στο QE, ενώ το πράγμα περιπλέκεται αν προσθέσει κανείς στην εξίσωση την ιταλική «βόμβα», που περιμένουν όλοι να σκάσει πιθανώς το Φθινόπωρο, όπως επίσης το αποτέλεσμα των εκλογών στη Βαυαρία που μπορεί να ανατρέψει τις εύθραυστες ισορροπίες στο κυβερνητικό συνασπισμό της Α. Μέρκελ.
Μέσα σε αυτό το ρευστό περιβάλλον, που κρατά μακριά από τις αναδυόμενες και «εύθραυστες» οικονομίες τους μακροπρόθεσμους επενδυτές, η Ελλάδα ετοιμάζεται για το άλμα στο κενό, όντας στο έλεος των κερδοσκοπικών funds, που χτυπάνε και φεύγουν. Επιστρέφοντας, δε, στο αρχικό επιχείρημα του ότι η Ελλάδα δεν έχει λόγο να βιάζεται να εκτεθεί στις αγορές, αρμόδιες πηγές επισημαίνουν ότι ναι μεν η Ελληνική Δημοκρατία έχει περιορισμένες δανειακές ανάγκες (κάτι λιγότερο από 11 δις ευρώ είναι τα χρεολύσια του 2019), ωστόσο για να πείσει ότι έχει επιστρέψει, οφείλει να προχωρά στις αντίστοιχες εκδόσεις και να μην καταφεύγει στο «μαξιλάρι» των 24 δις ευρώ, που θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την εξαγορά «ακριβού» Χρέους.
Πηγή