Πριν από περίπου δύο χρόνια η... US Trust, μια ιδιωτική τράπεζα, έκανε κάποιους συναρπαστικούς υπολογισμούς για τη φύση του αμερικανικού πλούτου. Υπολόγισε ότι ενεργητικό αξίας 12 τρισεκατομμυρίων δολαρίων είναι προσχεδιασμένο να αλλάξει χέρια την επόμενη δεκαετία, καθώς το χρήμα περνά από τη γενιά των baby-boomers, πολλοί εκ των οποίων έγιναν πλούσιοι δημιουργώντας επιχειρήσεις μεταπολεμικά, στους κληρονόμους τους.
Αυτό είναι πραγματικά εντυπωσιακό, καθώς αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη μεταφορά πλούτου στην ιστορία, αντίστοιχη με τα δύο τρίτα του αμερικανικού ΑΕΠ. Άλλοι παρατηρητές έχουν κάνει ακόμα πιο εντυπωσιακές εκτιμήσεις: σύμφωνα με την Deloitte, τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια «σχεδόν 24 τρισεκατομμύρια θα μεταβιβαστούν σε κληρονομιές (μετά από φόρους και αγαθοεργίες), αντανακλώντας μεταβιβάσεις περιουσίας μεταξύ συζύγων και γενεών».
Αυτό εγείρει ένα κρίσιμο ερώτημα: εκείνοι που θα λάβουν τον πλούτο έχουν διαφορετικές συμπεριφορές αναφορικά με το πώς θα τον εκμεταλλευτούν; Αν ναι, τι θα σημαίνει αυτό για τον κόσμο των επενδύσεων;
Τα στοιχεία δείχνουν ότι μια μεταστροφή είναι πράγματι σε εξέλιξη. Στα μέσα του 20ού αιώνα, όταν η μεταπολεμική γενιά δημιουργούσε μανιωδώς επιχειρήσεις, οι περισσότεροι επενδυτές υπέθεταν ότι ο κύριος -αν όχι το μοναδικός- λόγος της επένδυσης είναι η παραγωγή καλών αποδόσεων. Δεν είναι να απορεί κανείς: υπήρχε μια αίσθηση οικονομικής ανασφάλειας μετά τους Παγκόσμιους Πολέμους και οι απόφοιτοι των οικονομικών σχολών είχαν γαλουχηθεί με τα γραπτά του Milton Friedman, του οικονομολόγου της ελεύθερης αγοράς που έτεινε να βλέπει την οικονομία -και εξ ορισμού το επενδυτικό παιχνίδι- μόνο με όρους «κινήτρου κέρδους».
Σήμερα οι νεότερες γενιές φαίνεται πως καθοδηγούνται πολύ λιγότερο από τους στενούς οικονομικούς ορισμούς του κέρδους. Η US Trust βρήκε πως το 75% των πλούσιων millennials «λαμβάνει υπόψη τον κοινωνικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο από τις εταιρείες στις οποίες τοποθετείται κατά τη διαδικασία λήψης απόφασης». Τα 2/3 «βλέπουν τις επενδυτικές τους αποφάσεις ως τρόπο να εκφράσουν τις κοινωνικές, πολιτικές και περιβαλλοντικές αξίες τους».
Παρόμοια, σύμφωνα με έρευνα της Morgan Stanley, «οι millennials είναι διπλάσια πιθανό να επενδύσουν σε μια μετοχή ή ένα fund, αν η κοινωνική υπευθυνότητα είναι μέρος της διαδικασίας παραγωγής αξίας». Έκθεση της Fidelity υποστηρίζει ότι «η πλειονότητα των εύπορων millennials (77%) και των δωρητών της Generation X υπέδειξαν ότι έχουν κάνει κάποιας μορφής επένδυση "κοινωνικού αντίκτυπου", όπως να τοποθετηθούν σε μια εισηγμένη επιχείρηση με καλές κοινωνικές και περιβαλλοντικές πρακτικές». Μεταξύ της γενιάς των baby boomers και των παλαιότερων, το ποσοστό ήταν ένα φτωχό 30%.
Κάποιοι επαγγελματίες του χώρου των επενδύσεων μπορεί να ειρωνευτούν ότι αντανακλά απλά την αγνότητα της νιότης (ή μια σχετικά εύκολη υλική ζωή). Ίσως υποστηρίξουν επίσης ότι με τον καιρό η νεότερη γενιά θα γίνει λιγότερο ιδεαλίστρια και θα κληθεί να αντιμετωπίσει την πολύ χειροπιαστή πρόκληση της διατήρησης της περιουσίας που κληρονόμησε.
Αν όμως αυτές οι μελέτες δείχνουν μια διατηρήσιμη στροφή στις συμπεριφορές, οι συνέπειες για τη βιομηχανία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών είναι ριζικές: τα επόμενα χρόνια, η χρηματοοικονομική θα πρέπει να αρχίσει να αντιμετωπίζει τις επενδύσεις «κοινωνικού αντίκτυπου» ως την κυρίαρχη δραστηριότητα αντί ως ένα δευτερεύον θέμα και να οργανωθεί ανάλογα.
Αυτό ίσως να μην είναι εύκολο. Ο κλάδος έχει έλλειψη σε επαγγελματίες με πείρα στον τομέα αυτό. Κρίσιμο είναι επίσης το ότι δεν είναι ξεκάθαρο τι εννοούν οι millennials ως «κοινωνικά υπεύθυνη επένδυση». Για κάποιους συνεπάγεται την αποφυγή «αμαρτωλών μετοχών», όπως όπλων ή καπνού. Άλλοι χρησιμοποιούν τον όρο πιο στενά, για να περιλάβουν ένα εύρος περιβαλλοντικών και φυλετικών στόχων. Ο ΟΗΕ, ωστόσο, χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο τον όρο για να αναφερθεί σε σχέδια και επενδύσεις που στηρίζουν τους δικούς του στόχους αειφορίας, όπως η ανάπτυξη υποδομών σε αναπτυσσόμενες αγορές.
Πρακτικά υπάρχει μικρή σύμπνοια στον κλάδο για το πώς μπορούν να οριστούν, να ταξινομηθούν και να μετρηθούν οι επενδύσεις «κοινωνικού αντίκτυπου». Αυτό καθιστά αδύνατο για τους επενδυτές να δουν και να συγκρίνουν τις αποδόσεις που επιτυγχάνουν διαφορετικοί διαχειριστές ενεργητικού. Πράγματι, είναι δύσκολο να βρει κανείς ένα βασικό δείκτη για να συγκρίνει τις επενδύσεις «κοινωνικού αντίκτυπου» με τις καθιερωμένες πρακτικές διαχείρισης ενεργητικού, πόσο μάλλον να μετρήσει με διάφανο τρόπο τα κοινωνικά οφέλη.
Αυτό είναι ανησυχητικό. Χωρίς αξιόπιστους δείκτες ή συνεπή ταξινόμηση, υπάρχει ο κίνδυνος για προβλήματα ορισμού ή για απάτες. Αν και λίγοι έχουν δώσει σημασία στους κινδύνους αυτούς, από τη στιγμή που ο τομέας παραμένει σχετικά μικρός και οι περισσότερες επενδυτικές στρατηγικές «κοινωνικού αντίκτυπου» έχουν αποδώσει σχετικά καλά λόγω της ευρύτερης ανόδου των αγορών, αυτό θα μπορούσε να αλλάξει μόλις γυρίσουν οι αγορές ή ξεσπάσει κάποιο σκάνδαλο.
Ευτυχώς, οι περισσότεροι παράγοντες του κλάδου προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της έλλειψης κοινών προδιαγραφών. Αυτή τη χρονιά, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θα έχει μια σειρά από συναντήσεις για να συζητήσει πώς μπορεί να οριστούν και να μετρηθούν οι επενδύσεις «κοινωνικού αντίκτυπου», καθώς ο ΟΗΕ θέλει να προσελκύσει funds του ιδιωτικού τομέα για την πραγματοποίηση βιώσιμων επενδύσεων.
Οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο και ο ΟΗΕ θέλουν να αποκτήσει ο κλάδος μεγαλύτερη σαφήνεια στους όρους που χρησιμοποιεί, όπως και συμβουλευτικές εταιρίες σαν την Deloitte και ασφαλιστικές όπως η Aviva.
Αλλά μένει να φανεί αν αυτές οι διαφορετικές φωνές μπορούν να συμφωνήσουν σε ξεκάθαρους επενδυτικούς δείκτες και να ανεβάσουν τον κλάδο σε ένα πραγματικά επαγγελματικό επίπεδο. Μέχρι τότε, ο κλάδος θα παραμένει όπως και οι Αμερικανοί millennial οπαδοί του: ιδεαλιστικός, παθιασμένος και ευσυνείδητος, αλλά ακόμα ανώριμος και -το κυριότερο- αδοκίμαστος.