Ακόμη και μέσα στις σχολικές τάξεις υπάρχει ο προβληματισμός για το θέμα αυτό. Σε ένα δικό μου ερωτηματολόγιο προς τους μαθητές, οι εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις πως «δεν δικαιούται η Εκκλησία να παρεμβαίνει στα πολιτικά πράγματα» και ότι «οφείλει να ασχολείται πιο ενεργά με την πολιτική ζωή» είχαν συγκεντρώσει τα μεγαλύτερα ποσοστά αποδοχής. Ανάλογα με τη σκοπιά θέασης του ζητήματος έχουν όλοι δίκιο.
Η «πολιτική θεολογία» ως όρος και περιεχόμενο είναι συχνά καταχωνιασμένη κάτω από στρώματα ευσεβισμού, βολεμένης εσωστρέφειας και θρησκειοποίησης της Εκκλησίας. Η σωστή προσέγγιση του διαζευκτικού ερωτήματος του άρθρου περνάει από την αναζήτηση της φύσης και του ρόλου της Εκκλησίας αναφορικά με την έννοια της πολιτικής. Ορισμένες νύξεις (ετυμολογικά συγγενής λέξη με το νυστέρι) ίσως προκαλέσουν ξεφούσκωμα των στρωμάτων ασφαλείας και απόστασης από τη θεολογική αυτή πρόταση.
α) Ο ίδιος ο Χριστός κατά την επί γης παρουσία Του και στο κήρυγμά Του χρησιμοποιούσε τον πολιτικό όρο «βασιλεία», ξεκαθαρίζοντας παράλληλα και σε όλους τους τόνους ότι αυτή δεν έχει κοσμικό περιεχόμενο. Παραπέμπω στη σύντομη συνομιλία που είχε με τον Πόντιο Πιλάτο και μάλιστα με τόσο δυσμενείς συνθήκες για τον Κύριο (Ιω. 18, 33-38). Μετά το θαύμα του χορτασμού πέντε χιλιάδων ανθρώπων έφυγε μακριά τους, όταν αντιλήφθηκε ότι οι ευεργετηθέντες είχαν σκοπό να Τον κάνουν βασιλιά (Ιω. 6, 14-15). Ο ίδιος βέβαια δεν δίστασε να αποκαλέσει «αλεπού» τον πολιτικό ηγεμόνα Ηρώδη όταν πληροφορήθηκε ότι αυτός ήθελε να Τον σκοτώσει (Λουκ. 13, 31-33). Και φυσικά, σε πρώτο πλάνο της κριτικής του Χριστού είναι η θρησκευτική και κοινωνική (συνεπώς και πολιτική) εξουσία των Γραμματέων και Φαρισαίων και η κακή χρήση αυτής.
β) Αυτό που εύκολα διαπιστώνει κανείς είναι ότι υπάρχει σύγχυση (συχνά μάλλον σκόπιμη) σχετικά με την κατανόηση του όρου «πολιτική». Στο λεξικό της Νέας ελληνικής γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη αναφέρεται ως πολιτική «το σύνολο των θεμάτων που έχουν σχέση με τα κοινά, τη ζωή ενός κοινωνικού συνόλου, το σύνολο των πρακτικών διακυβέρνησης ενός κράτους και των σχέσεων μεταξύ κρατών».
Από την αρχή της επίγειας ζωής της η Εκκλησία διατυπώνει μια άλλη άποψη για την πολιτεία, τον κοινοτικό τρόπο ζωής των ανθρώπων. Οι Χριστιανοί δεν είναι αιθεροβάμονες και ονειροπόλοι κήρυκες της ουτοπίας, αλλά υπεύθυνοι άνθρωποι με δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ο χριστιανισμός δεν είναι άλλη μια ρομαντική ανεδαφικότητα, που δραπετεύει από την πραγματικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Χριστός κατά την προσευχή Του λέει στον Πατέρα για όσους πίστεψαν στο κήρυγμά Του «ουκ ερωτώ ίνα άρης αυτούς εκ του κόσμου, αλλ᾿ ίνα τηρήσης αυτούς εκ του πονηρού» (Ιω. 17, 15). Το αναφαίρετο δικαίωμα των Χριστιανών, αλλά και η μεγαλύτερη υποχρέωσή τους είναι η βίωση του ευαγγελικού μηνύματος της αγάπης, της ειρήνης, της χαράς και της ελπίδας στο ιστορικό παρόν. Αυτό είναι μια ξεκάθαρη πολιτική πρόταση.
γ) Η Εκκλησία υπερβαίνει κάθε κομματικό συνδυασμό, κάθε κοσμική ιδεολογία και κάθε ανθρώπινο πολίτευμα, καθώς «ημών γάρ τό πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. 3, 20). Ο λόγος της λοιπόν οφείλει να είναι πάνω από αυτά, ως ενοποιητικό στοιχείο της κοινωνίας. Δεν μπορεί να είναι κομματικός, συντεχνιακός και προωθητικός συγκεκριμένης πολιτικής - άρα κοσμικής - ιδεολογίας. Επίσης, δεν μπορεί να υποκαθιστά λειτουργίες του κράτους, όπως τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, την άσκηση εξωτερικής πολιτικής και τη δικαστική λειτουργία. Χρήσιμη σε αυτή τη συνάφεια είναι η υπενθύμιση ότι οι κληρικοί έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν αλλά όχι του εκλέγεσθαι σε πολιτικές θέσεις. Από την άλλη πλευρά, προσωπικά δεν δέχομαι ως λόγο της Εκκλησίας τα ανέξοδα ευχολόγια και τις επετειακές κορώνες. Το κήρυγμα και το έργο του Χριστού και των Πατέρων ζυμώθηκε με τον ανθρώπινο πόνο, τα καθημερινά προβλήματα και τις ανάγκες, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τη θεανθρώπινη θεώρηση της ζωής. Τα λόγια και οι πράξεις των Πατέρων της Εκκλησίας είχαν κοινωνικό και συνάμα πολιτικό χαρακτήρα, χωρίς να εκπίπτουν σε στείρα αντιπολίτευση ή στην ατομική τους επιδίωξη για εξουσία και κοσμικά προνόμια. Επομένως, η Εκκλησία είναι βαθειά κοινωνική και πολιτική. Το ουράνιο πολίτευμα αντανακλάται στη γη διά των μελών της Εκκλησίας. Μακριά από κομματικές μικροπολιτικές, η Εκκλησία στον 21ο αιώνα δεν γίνεται να ενδιαφέρεται μόνο για το γυάλισμα των καντηλιών και το τρίψιμο του λιωμένου κεριού στα μάρμαρα και να μην ενοχλείται από τις διώξεις, τα βασανιστήρια, την κατάργηση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας των ανθρώπων.
δ) Με βάση και τον παραπάνω ορισμό του λεξικού, ο όρος «πολιτική» δεν είναι συντεχνιακή αποκλειστικότητα όσων εντάσσονται σε κομματικούς σχηματισμούς και διεκδικούν την ψήφο του λαού. Εξάλλου, λένε ότι ασχολούνται με τα κοινά, που ανήκουν σε όλους μας. Πολιτική και κοινωνία πάνε μαζί. Ακόμη και αυτοί που διαφωνούν με τις «πολιτικές παρεμβάσεις της Εκκλησίας», τι απαντούν στο ερώτημα εάν η Εκκλησία οφείλει να έχει κοινωνικό ρόλο; Και πώς κατανοούν τον κοινωνικό της ρόλο; Ποιος διαφωνεί με τα εκκλησιαστικά έργα πρόνοιας ή με τη διανομή φαγητού, ρούχων και στέγης σε απόρους; Αυτά όλα είναι κοινωνικά έργα με οικονομικές παραμέτρους. Επομένως, στη βάση τους είναι πολιτικές πράξεις με την ευρύτερη έννοια, αφού εξυπηρετούν πολίτες, διαμορφώνουν τη ζωή της πολιτείας και καθορίζουν έως ένα σημείο την κοινωνική ζωή. Για να μην πω ότι καλύπτουν τα αδικαιολόγητα κενά πρόνοιας και κοινωνικού κράτους που αφήνει η πολιτεία.
Φυσικά, η κοινωνική προσφορά της Εκκλησίας δεν μπορεί ποτέ να γίνεται άλλοθι για επίδειξη κοσμικής δύναμης ή για ανάρμοστες παρεμβάσεις. Ούτε είναι αυτή η προσφορά αποτέλεσμα ενός ακτιβισμού που αποσκοπεί σε κοσμικά ανταλλάγματα, αλλά η εφαρμογή της φιλάνθρωπης θεολογίας της.
Από την άλλη πλευρά, η πολιτική έχει αναγκαστικά ως περιεχόμενό της (αλλά και ως επίπτωση) τη διαμόρφωση του ευρύτερου κοινωνικού βίου των πολιτών και τη διαμόρφωση ιδεών, στάσεων και αξιών της ζωής. Και ρωτάω: Δεν έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει η Εκκλησία σε πολιτικά ζητήματα που ανατρέπουν βίαια την καθημερινότητα των πολιτών με συχνά οδυνηρές ηθικές συνέπειες; Δεν οφείλει να ανασκουμπώνεται και η ίδια όταν χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους; Δεν έχει το δικαίωμα (ή και την υποχρέωση) να προασπίζεται τη διαφύλαξη της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ευνομίας; Δεν μπορεί να παρεμβαίνει στα πλαίσια του ρόλου της σε θέματα παιδείας και διαμόρφωσης ήθους και αξιών στους μαθητές και στους πολίτες; Και όλα αυτά βέβαια με διάκριση, αγάπη, διάλογο και σεβασμό στον άνθρωπο.
Και ας δούμε το θέμα και από την άλλη όψη. Συχνά γίνεται κριτική στην Εκκλησία για τη στάση της στην επταετή δικτατορία. Συνήθως βέβαια ο κριτικός αυτός λόγος είναι κλασικά μεθοδευμένος και κομματικά εμποτισμένος, καθώς περιστρέφεται γύρω από τη στάση ορισμένων μεγαλόσχημων κληρικών (στους οποίους εντέχνως περιορίζεται ο όρος «Εκκλησία») και παραθεωρείται ένα πλήθος άλλων κληρικών και λαϊκών που αντέδρασαν σθεναρά στο ανελεύθερο καθεστώς. Το μόνο «σφάλμα» των τελευταίων είναι ότι δεν προσέτρεξαν στη μεταπολίτευση να εξαργυρώσουν τον αγώνα τους με θεσούλες. Το ερώτημα λοιπόν: Ω κήρυκες της πολιτικής απομόνωσης της Εκκλησίας, βάσει των δικών σας επιχειρημάτων, με ποιο δικαίωμα θα έπρεπε να παρεμβαίνει πολιτικά η Εκκλησία από το 1967 έως το 1974;
Παναγιώτης Ασημακόπουλος
Θεολόγος καθηγητής