1. «...Βλέπω τέσσερα μικρά να με κυνηγούν...»!
Μία κυρία γύρω στα εξήντα είχε κόρη παντρεμένη εφτά χρόνια, που δεν έκανε παιδιά, και τελικά χώρισε γι' αυτό το λόγο. Κλαίγοντας η μάνα της αποκάλυψε:
Δικές μου αμαρτίες πληρώνει το κορίτσι μου. Παντρεύτηκα το 1940, με τον Πόλεμο. Ο άντρας μου πολέμησε και γύρισε τραυματισμένος, μα ευτυχώς σώθηκε. Ύστερα ήρθε η Κατοχή με τη φοβερή πείνα. Έμεινα τέσσερις φορές έγκυος. Όμως όλες τα έρριξα, δύο θηλυκά και δύο αρσενικά. Λιγοψύχησα. Πώς θα τα μεγάλωνα μέσα στην Κατοχή και την πείνα; Τούτη την κόρη τη γλύτωσα από το μαχαίρι του δήμιου γιατρού από Θαύμα. Την παραμονή, που θα γινόταν το έγκλημα, είδα στον ύπνο μου μια γυναίκα μαυροφόρα, γλυκεία στην όψη. Την παρομοίασα με μία Εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, που είχα από τη μακαρίτισσα τη μητέρα μου. Μου είπε αυστηρά:
-Σκληρή γυναίκα, ολιγόπιστη. Το κορίτσι είναι δικό μου και μην τολμήσεις να το χαλάσεις!
Ανατρίχιασα, φοβήθηκα και έτσι γλύτωσα τη Μαρία μου.
Οι τύψεις όμως δεν μ' αφήνουν να ησυχάσω. Κάθε τόσο με ταράζει το ίδιο όνειρο. Βλέπω τέσσερα μικρά να με κυνηγούν, σαν να θέλουν να με πιάσουν, μα δεν μπορούν, είναι τυφλά! Ξυπνάω συγκλονισμένη. Παρακαλώ την Παναγία να μου πάρει τον ύπνο, να μη βλέπω αυτό το συνταρακτικό όνειρο....
2. «..Ένα τυφλό αγοράκι έτρεχε να μ' αγκαλιάσει...»!
Μια άλλη κυρία, γύρω στα τριάντα της χρόνια, αποκάλυψε επίσης:
Έχω δύο κοριτσάκια, έξι κι οχτώ χρονών. Έμεινα ξανά έγκυος. Πιάσαμε μεγάλη γκρίνια με τον άντρα μου.
-Να ρίξεις το παιδί. Δεν τα βγάζω πέρα με τρία παιδιά. Βλέπεις ότι βασανίζομαι να θρέψω τόσα στόματα. Έχουμε και τους γέρους. Δεν αντέχω άλλο...
Στην αρχή αντιστάθηκα. Άκουγα με φρίκη να με σπρώχνουν σε τέτοιο έγκλημα. Δυστυχώς, με πίεζαν και τα πεθερικά. Ο άντρας μου έγινε πολύ σκληρός, με απειλούσε με διαζύγιο. Απελπίστηκα και υποχώρησα αγανακτισμένη. Το κακό έγινε. Το παιδί ήταν αγόρι. Όλοι στενοχωρήθηκαν. Τιμωρία από το Θεό, σκέφτηκα, μα ήταν πλέον αργά.
Πήγα σε Πνευματικό και εξομολογήθηκα. Μου έβαλε Κανόνα.
-Πέντε χρόνια ακοινώνητη και με επιείκεια, γιατί το έκανες χωρίς τη θέληση σου.
Με υπομονή δέχθηκα τον Κανόνα. Όμως πονούσε η ψυχή μου, όταν τις Μεγάλες Γιορτές όλοι στο σπίτι πήγαιναν και κοινωνούσαν, ακόμα και ο αίτιος του κακού, έστω από συνήθεια. Με πλήγωναν και τα κοριτσάκια μου, όταν με αφέλεια με ρωτούσαν:
-Μαμά, εσύ δεν θα κοινωνήσεις;
Έπρεπε κάθε φορά να σκεφτώ ψεύτικες δικαιολογίες. Η μικρή μου κορούλα μού έλεγε συχνά:
-Μανούλα, ήθελα κι εγώ να έχω ένα αδελφούλη. Θα τον αγαπούσα πολύ.
Μια φορά μού είπε:
-Μαμά, είδα στον ύπνο μου ένα αγοράκι. Μου είπε πως είναι ο αδελφούλης μου που αγαπώ. Μα πώς δεν έχει μάτια να με δει;
Με πήραν τα κλάματα, γιατί το ίδιο όνειρο έβλεπα κι εγώ. Ένα τυφλό αγόρι έτρεχε να μ' αγκαλιάσει, μα δεν μπορούσε, ήταν τυφλό. Σκέφτηκα, αχ παιδάκι μου! Εγώ σου έβγαλα τα ματάκια σου, γιατί δεν είχα δύναμη να φωνάξω:
ΟΧΙ στο έγκλημα της Εκτρώσεως, που έκαμε δυστυχισμένο κι εσένα, μα πιο πολύ εμένα....
πηγή: Κραυγή ζωής: Σας ικετεύω μη μας σκοτώνετε!