Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η ερωτική μαγεία είναι μία πιο σύνθετη διαδικασία με ρίζες κρυμμένες βαθιά στη σχέση που πρωταρχικά ως όντα αναπτύξαμε με τους γονείς μας και κυρίως με τη μητέρα μας. Μπορεί ν’ ακούγεται παράδοξο ή και ασύνδετο το ότι η σχέση με τη μητέρα είναι εκείνη που θα επηρεάσει την επιλογή του ερωτικού μας συντρόφου, παρ’ όλα αυτά, είναι η μοναδική και συχνά αναπόφευκτη αλήθεια.
Το βρέφος, με που γεννιέται, έχει βασικές ανάγκες που επιθυμεί να ικανοποιήσει. Αυτές οι ανάγκες είναι βιολογικές (σίτιση, καθαριότητα) αλλά και συναισθηματικές; φροντίδα, άγγιγμα, κοίταγμα, αγάπη.
Η μητέρα (και μιλάμε για τη μητέρα καθώς εκείνη είναι η κύρια τροφός στα πρώτα στάδια της ζωής του) καλείται να καλύψει τις ανάγκες του μωρού προκειμένου εκείνο να νιώσει ασφάλεια. Μέσα από την ασφάλεια που βιώνει αντιλαμβάνεται τον εαυτό του επιθυμητό και αποδεχτό. Σε διάφορη περίπτωση, εάν δηλαδή ο κύριος Φροντιστής είναι απών όταν εκείνο τον χρειάζεται, τότε αναπτύσσει δύσκολα συναισθηματικά βιώματα τα οποία αποτυπώνονται στο κορμί αλλά την ψυχή του.
Εάν δηλαδή, όταν πεινάει, η μητέρα καθυστερεί να το ταΐσει, τότε βιώνει ανησυχία, άγχος και φόβο εγκατάλειψης. Ο φόβος όμως εγκατάλειψης τους πρώτους τρυφερούς μήνες της ζωής του μπορεί να ισοδυναμεί με απειλή εξαφάνισης. Η απειλή για τη ζωή του είναι ασυνείδητη αλλά καταλαμβάνει την ύπαρξή του. Συναισθήματα άγχους, φόβου, απόρριψης και ανασφάλειας υποκαθιστούν τη φυσική του ανάγκη για χαλάρωση και σιγουριά. Καταγράφονται έτσι εμπειρίες πάνω στις οποίες θα οικοδομήσει την άποψη που θα υιοθετήσει για τον εαυτό του και τον κόσμο που το περιβάλλει.
Σαν παιδί αργότερα θα βασιστεί στα πρωταρχικά βιώματα αλλά και σε εκείνα που προστίθενται με την πάροδο του χρόνου, για το αν είναι αρκετά καλό για να αγαπηθεί ή αν ο κόσμος είναι αρκετά καλός για να μπορέσει να το αγαπήσει. Η άποψή του για τον εαυτό του και το περιβάλλον θα το ακολουθήσει όλη την υπόλοιπη ζωή του και θα είναι ο άξονας πάνω στον οποίο θα βασίσει τις στρατηγικές επιβίωσής του.
Αν δηλαδή μια νεαρή γυναίκα έχει εμπειρίες οι οποίες την έχουν κάνει να βιώσει τον κόσμο που την περιβάλλει ως κακό και την απαραίτητη στρατηγική επιβίωσης σ’ ένα τέτοιο κόσμο τη δική της υποταγή για να την αποδεχθεί το περιβάλλον της, θα αναπτύξει πιθανότατα μία μαζοχιστική δομή χαρακτήρα. Μία μαζοχιστική χαρακτηροδομή, ωστόσο, θα έλξει έναν άνδρα ο οποίος λειτουργεί σαδιστικά ως προς τους άλλους και το θεωρεί αυτό αναντίρρητο δικαίωμά του. Ο άνδρας που θα αναζητήσει λοιπόν, χωρίς συνειδητά να το αντιλαμβάνεται, θα είναι μία προσωπικότητα πιθανόν επιθετική, με σαδιστικά στοιχεία όπως ένας αντικοινωνικός ή ένας άκρατα ναρκισσιστής.
Κατά αντιπαράθεση μία γυναίκα η οποία έχει μεγαλώσει υγιώς και με ασφάλεια θα απορρίψει τα ασυνείδητα ή και συνειδητά σαδιστικά μηνύματα που θα της εκπέμψει μία αντικοινωνική προσωπικότητα διότι έχει λάβει από τους γονείς αποδοχή και ασφάλεια με τον ενδεδειγμένο τρόπο, γεγονός που αποζητά και στο μελλοντικό της σύντροφο.
Συνεπώς, η χαρακτηροδομή ενός ανθρώπου που καθορίζεται και από γενετικούς αλλά και από περιβαλλοντολογικούς παράγοντες είναι ένα σύνολο «αναγκών», «πιστεύω» και «στρατηγικών επιβίωσης» που έχουν δημιουργηθεί μέσα μας από πολύ τρυφερή ηλικία. Ο σύντροφος που προσεγγίζουμε, ο οποίος για έναν εξωτερικό παρατηρητή πιθανόν να φαντάζει ακατάλληλος, είναι ότι βαθιά μέσα μας πιστεύουμε ότι μας αξίζει. Αν η πεποίθηση για τον εαυτό μας ή αλλιώς η αυτοεκτίμησή μας είναι χαμηλή, τότε είναι σχεδόν απίθανο να επιλέξουμε έναν σύντροφο ο οποίος θα είναι ικανός να μας επικοινωνήσει το αντίθετο.
Η χημεία έτσι των σχέσεων είναι η αναπαραγωγή των γονεϊκών σχέσεων που έχουμε ενδοβάλλει, ανεξάρτητα από το αν αυτές λειτούργησαν ή όχι σωστά. Ωστόσο, είναι και ο μόνος τρόπος που έχουμε μάθει να σχετιζόμαστε και ο οποίος για ν’ αλλάξει θα πρέπει πρώτα ν’ αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι.