μέρος της απάντησης βρίσκεται στη δυνατότητα που υπάρχει για επέκταση του δικτύου των μέσων μαζικής μεταφοράς σε συνδυασμό με τον περιορισμό της ανάγκης μετακίνησης για την εργασία συνολικά.
Η Κοπεγχάγη, μια πόλη με έναν πληθυσμό 1.200.000 κατοίκων, θα χρειασθεί μέχρι το 2025 να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες περίπου 100.000 νέων κατοίκων. Ευτυχώς, η πόλη αυτή έχει αρκετά περιθώρια να επεκταθεί.
Το 2001 ολοκληρώθηκε το πρώτο κτίριο στο Ορεσταντ, ένα νέο προάστιο το οποίο σχεδιάστηκε εξ ολοκλήρου από την αρχή και πήρε την ονομασία του από το κανάλι Ορεσουντ, το οποίο χωρίζει τη Δανία από τη Σουηδία. Τώρα ξεκινούν αντίστοιχες εργασίες στην περιοχή Νόρτνχαβν, στα βόρεια της πόλης, που μέχρι πρότινος φιλοξενούσε ένα τμήμα της βαριάς βιομηχανίας. Την ευθύνη για την αποπεράτωση των έργων, συνολικού κόστους αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ, έχει αναλάβει ένας οργανισμός στον οποίο μετέχουν ο δήμος της Κοπεγχάγης και η δανέζικη κυβέρνηση. Παρά τις δυσκολίες που έχουν προκύψει από την οικονομική κρίση, η οποία επηρεάζει και την εκτός Ευρωζώνης Δανία, οι εργασίες δεν έχουν σταματήσει.
«Οταν η δανέζικη κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει στην ανάπτυξη του Ορεσταντ στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι πολιτικοί συνειδητοποίησαν ότι η Κοπεγχάγη υστερούσε σε δυναμική και σχεδιασμό ώστε να λειτουργήσει ως κινητήριος δύναμη της Δανίας, αλλά και να ανταγωνιστεί άλλα μητροπολιτικά κέντρα της Ευρώπης», υποστηρίζει η Ρίτα Τζούστεσεν, υπεύθυνη σχεδιασμού του οργανισμού Copenhagen City and Port Authority (Δημοτική και Λιμενική Αρχή της Κοπεγχάγης). Στόχος της ανάπτυξης του Ορεσταντ ήταν να το αλλάξει αυτό, δίνοντας μια νέα πνοή στη δανέζικη πρωτεύουσα.
Εκατοντάδες στρέμματα γης απλώνονταν στην άκρη της πόλης, και εκεί οι πολεοδόμοι μπορούσαν να αναπτύξουν σχέδια για τη δημιουργία σύγχρονων κτιρίων που σέβονται το περιβάλλον χρησιμοποιώντας όλες τις τελευταίες βιοκλιματικές τεχνολογίες. Η ανάπτυξη της συγκεκριμένης περιοχής, μάλιστα, συνδυαζόταν τέλεια με την απόφαση που ελήφθη στα μέσα της δεκαετίας του ’90 για τη σύνδεση της Κοπεγχάγης με τη σουηδική πόλη Μάλμο, στην άλλη πλευρά του στενού που χωρίζει τις δύο χώρες, μέσω της κατασκευής γέφυρας και τούνελ.
Το έργο, το μεγαλύτερο στην Ευρώπη, το οποίο ολοκληρώθηκε το 2000, συνδέει πλέον οδικώς και σιδηροδρομικώς τη δανέζικη πρωτεύουσα με τη μικρή σουηδική πόλη των 300.000 κατοίκων, και το Ορεσταντ τυχαίνει να βρίσκεται στην καρδιά αυτής της νέας αρτηρίας.
Η Δημοτική και Λιμενική Αρχή της Κοπεγχάγης στην πραγματικότητα είχε δύο βασικούς στόχους: να οδηγήσει τις νέες επιχειρήσεις να αναπτυχθούν μέσα και όχι στην ευρύτερη περιοχή της πόλης, ενθαρρύνοντας παράλληλα νεαρές οικογένειες να παραμείνουν στο κέντρο και να αποφύγουν να αγοράσουν κατοικίες στα πιο μακρινά προάστια, περιορίζοντας έτσι τις μετακινήσεις. Ωστόσο, οι στόχοι αυτοί έχουν μέχρι στιγμής επιτευχθεί κατά το ήμισυ. Παρότι πολλές επιχειρήσεις έχουν ήδη μετακομίσει στο Ορεσταντ, η περιοχή δεν έχει ακόμη προσελκύσει νέους κατοίκους, εξαιτίας των υψηλών σε σύγκριση με άλλες περιοχές τιμών, αν και αυτό αποδίδεται εν μέρει στο γενικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η αγορά ακινήτων στη Δανία.
Διδάγματα από το παρελθόν
Ο προσεκτικός σχεδιασμός για την επέκταση της πόλης δεν αποτελεί κάτι καινούργιο για την Κοπεγχάγη. Δύο από τις περιοχές που σήμερα θεωρούνται «φυσικά» τμήματα της πόλης σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν τον 17ο και 18ο αιώνα προκειμένου να καλυφθούν τότε οι ανάγκες επέκτασης της πόλης. Και τότε, όπως και σήμερα, υπήρχε η ίδια δυσκολία προσέλκυσης νέων κατοίκων, η οποία τελικώς ξεπεράστηκε με τον χρόνο.
Στο διαφημιστικό φυλλάδιο με τίτλο «Η Κοπεγχάγη μεγαλώνει: Η ιστορία του Ορεσταντ», μπορεί κανείς να θαυμάσει δύο αγελάδες που βόσκουν σε έναν αγρό, ενώ στο βάθος διακρίνεται ένα υπερσύγχρονο κτίριο, το οποίο στεγάζει κατοικίες, μαγαζιά και γραφεία και μόλις τώρα αρχίζει να γεμίζει από τους νέους του κατοίκους. Αυτή τη στιγμή κατοικούν στο νέο προάστιο μόλις 6.100 πολίτες, εκ των οποίων περίπου 3.000 εργάζονται στο εμπορικό κέντρο. Με την ολοκλήρωση της κατασκευής, οι Αρχές ελπίζουν ότι το νέο προάστιο θα αριθμεί 20.000 νέους κατοίκους, με δυνατότητα εργασίας για 80.000 ανθρώπους.
Ωστόσο, όπως και άλλες βορειοευρωπαϊκές πόλεις με φιλόδοξα σχέδια πολεοδομικής ανάπτυξης, όπως το Αμβούργο και το Αμστερνταμ, έτσι και η Κοπεγχάγη ανακαλύπτει το πόσο μεγάλη πρόκληση είναι για μια τέτοια πόλη να αναπτυχθεί χωρίς να χάσει τον χαρακτήρα της. «Στη διάρκεια των τελευταίων ετών η Κοπεγχάγη έχει χάσει τον επαρχιώτικο χαρακτήρα της και έχει μετατραπεί σε μια πραγματικά κοσμοπολίτικη πόλη», υποστηρίζει ο Τόμας Κένεντι, Αμερικανός συγγραφέας ο οποίος ζει στη δανέζικη πρωτεύουσα από το 1976. Αυτό έχει τα θετικά αλλά και τα αρνητικά του. Χάνονται πολλά από εκείνα που έδιναν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην πόλη αυτή.
Από την άλλη πλευρά, όπως τονίζει ο πρώην δήμαρχος της Κοπεγχάγης, Γιενς Κράμερ Μίκελσεν, είναι σημαντικό να «μπορούμε να δημιουργούμε χώρο για τις επόμενες γενιές».